
Υπάρχει μια θεωρία που λέει πως πρέπει να γεννιόμαστε με μια μικρή ποσότητα αλκοόλ στο αίμα μας, κι αυτό θα ήταν ικανό για να ανοίξει το πνεύμα μας επί όσων υπάρχουν γύρω μας, αλλά και να μειώσει τα προβλήματα μας και να οξύνει την ευρηματικότητα μας. Υπέρμαχοι αυτής της θεωρίας, ο Μάρτιν και τρεις από τους φίλους του, όλοι βαριεστημένοι δάσκαλοι, βάζουν μπρος ένα πείραμα που θέλει να διατηρούν ένα συνεχόμενο επίπεδο μέθης καθ’ όλη την ημέρα εργασίας τους. Εάν ο Τσόρτσιλ κέρδισε ολόκληρο πόλεμο όντας μονίμως μεθυσμένος, ποιος ξέρει τι θα κάνουν λίγες σταγόνες παραπάνω σε αυτούς και τους μαθητές τους…
Σκηνοθεσία:
Thomas Vinterberg
Κύριοι Ρόλοι:
Mads Mikkelsen … Martin
Thomas Bo Larsen … Tommy
Lars Ranthe … Peter
Magnus Millang … Nikolaj
Maria Bonnevie … Anika
Susse Wold … Rektor
Helene Reingaard Neumann … Amalie
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Thomas Vinterberg, Tobias Lindholm
Παραγωγή: Kasper Dissing, Sisse Graum Jorgensen
Φωτογραφία: Sturla Brandth Grovlen
Μοντάζ: Janus Billeskov Jansen, Anne Osterud
Σκηνικά: Sabine Hviid
Κοστούμια: Manon Rasmussen
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Druk
- Ελληνικός Τίτλος: Άσπρο Πάτο
- Διεθνής Τίτλος: Another Round
Κύριες Διακρίσεις
- Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας (Δανία). Υποψήφιο για σκηνοθεσία.
- Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα ξενόγλωσσης ταινίας.
- Βραβείο Bafta ξενόγλωσσης ταινίας. Υποψήφιο για σκηνοθεσία, πρώτο αντρικό ρόλο (Mads Mikkelsen) και σενάριο.
- Βραβείο καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, αντρικής ερμηνείας (Mads Mikkelsen) και σεναρίου στα Ευρωπαϊκά Βραβεία.
- Βραβείο ξένης ταινίας στα Cesar.
- Βραβείο ευρωπαϊκής ταινίας στα Goya.
- Βραβείο κοινού στο φεστιβάλ Λονδίνου.
- Βραβείο ερμηνείας (Mads Mikkelsen, Thomas Bo Larsen, Magnus Millang, Lars Ranthe) στο φεστιβάλ του Σαν Σεμπάστιαν.
Παραλειπόμενα
- Ήταν να συμμετέχει στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών, που όμως αναβλήθηκε λόγω της πανδημίας. Έτσι, έκανε πρεμιέρα στο αντίστοιχο του Τορόντο.
- Ο χαρακτήρας του Mads Mikkelsen ήταν να έχει δύο παιδιά, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Το δεύτερο θα ερμηνεύονταν από την κόρη του σκηνοθέτη, την Ida Marie. Τέσσερις ημέρες όμως πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα, η νεαρή σκοτώθηκε σε τραγικό δυστύχημα στο Βέλγιο, με το φιλμ να είναι αφιερωμένο στη μνήμη της.
- Παρότι έκανε πρεμιέρα στη Δανία εντός πανδημίας, κατάφερε να έχει το καλύτερο άνοιγμα των τελευταίων 7 ετών στη σκανδιναβική χώρα.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Το τραγούδι της ταινίας είναι το What A Life των Scarlet Pleasure.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 7/1/2021
Ο Vinterberg εδώ εγκαταλείπει το ψυχολογικό και νοηματικό βάθος των κορυφαίων καλλιτεχνικών στιγμών του όπως η «Οικογενειακή Γιορτή» για κάτι πιο «λαϊκό» κι εύπεπτο. Παρότι το τελικό αποτέλεσμα στερείται πολυπλοκότητας όσον αφορά τη δραματουργία και την υπόσταση των χαρακτήρων, ταυτόχρονα βρίθει από συναισθηματική ζεστασιά κι ατόφια ψυχαγωγική αξία, και είναι σίγουρα η σπουδαιότερη σκηνοθετική απόπειρα του δημιουργού του από την εποχή του «Κυνηγιού».
Και αυτό συμβαίνει γιατί οι Vinterberg και Lindholm μέσα από το σενάριό τους δείχνουν πως αγαπούν πραγματικά τους τέσσερις βασικούς χαρακτήρες που έχει γεννήσει η πένα τους, με όλα τα ελαττώματά τους (αλλά και όλους σχεδόν τους περιφερειακούς ήρωες, μιας και δεν υπάρχει ούτε ένας που να «χρωματίζεται» αρνητικά), όπως και τη γιορτινή πλευρά της ζωής. Γιατί όσο και αν στον πυρήνα του φιλμ υπάρχει όντως μια κριτική επάνω στην κουλτούρα γύρω από την κατανάλωση του αλκοόλ που επικρατεί στη Δανία (χωρίς ίχνος διδακτισμού, εντούτοις), στο φινάλε καθίσταται σαφές πως πρόθεση εδώ είναι περισσότερο να εξυμνηθούν οι αρετές της αντρικής φιλίας σε ένα πρώτο επίπεδο, κι εκτενέστερα όλα εκείνα τα συστατικά, ουσιώδη και φαινομενικά επουσιώδη, που αποτελούν την καλώς εννοούμενη ευζωία. Αυτό γίνεται με έναν τρόπο άκρως προσβάσιμο, ενθουσιώδη μα όχι χαζοχαρούμενο, και με το δραματικό στοιχείο να βρίσκεται σε πρώτο πλάνο για την περισσότερη ώρα, με το χιούμορ να βρίσκεται ακριβώς στην κατάλληλη δοσολογία για να μετατρέψει το πικρό σε γλυκόπικρο. Εκεί που σε ένα φιλμ από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού ενδεχομένως να υπήρχαν καθαρόαιμα σοβαρές και καθαρόαιμα κωμικές στιγμές με άτσαλα ανεβασμένα τα ντεσιμπέλ, ο Vinterberg επιλέγει μια μέση, όχι όμως άγευστη, οδό, κρατώντας λεπτές ισορροπίες στο ύφος. Ταυτόχρονα, το «Άσπρο Πάτο» είναι ένα light υπαρξιακό ταξίδι προς την αυτοσυνειδησία και την ύστερη ωριμότητα για την αντροπαρέα της οποίας την ιστορία αφηγείται, το οποίο, αν και διέπεται από ευθυμία, σίγουρα δεν είναι ανώδυνο.
Ψεγάδια μπορεί να βρει κανείς, όχι μονάχα στην προαναφερθείσα (σχετική) επιδερμικότητα της προσέγγισης, αλλά και σε άλλες λεπτομέρειες όπως την άνιση κατανομή του χρόνου μεταξύ της πρωταγωνιστικής τετράδας, με συνέπεια κάποιες ενδιαφέρουσες προσωπικές διαδρομές να μην ξετυλίγονται πλήρως μπροστά στα μάτια του θεατή. Ωστόσο, η μεγάλη εικόνα, παρά τα όποια στραβοπατήματα, είναι αυτή μιας δραμεντί αξιώσεων, με χαρακτηριστικά ευρωπαϊκά γνωρίσματα, που απεικονίζει μεταξύ άλλων το τέλμα της κρίσης της μέσης ηλικίας με μεγαλύτερη ακρίβεια από οποιαδήποτε άλλη κινηματογραφική δημιουργία των τελευταίων ετών. Ο επίλογος του φιλμ, κόντρα στην τραγωδία που προηγείται, είναι αθεράπευτα αλλά όχι αδικαιολόγητα αισιόδοξος, τόσο εντός των πλαισίων μιας νοοτροπίας του τύπου «η ζωή συνεχίζεται», αλλά και υπό το πρίσμα του γεφυρώματος του χάσματος των γενεών. Επιπλέον, είναι και απρόσμενα φιλοσοφημένος, καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως η πραγματική απελευθέρωση κι απόλαυση στους βίους όλων έρχεται με τη συμφιλίωση με το εύθραυστο και το φευγαλέο της καθημερινότητας, και όχι με την προσπάθεια «μασκαρέματός» της σε κάτι άλλο που δεν είναι.
Κακά τα ψέματα, όσο κι αν εντοπίζονται αξιόλογες ερμηνείες στους δεύτερους ρόλους που «νοστιμεύουν» το σύνολο (ειδικά η εσωτερική θλίψη που αποτυπώνεται στις εκφράσεις του «σταθερού» καρατερίστα του Vinterberg, Thomas Bo Larsen, είναι σε αρκετές φάσεις σπαρακτική), η ταινία ανήκει στον Mads Mikkelsen και είναι κατά κάποιον τρόπο σχεδιασμένη γύρω από την περσόνα του. Χωρίς να είναι ο συγκεκριμένος απαραίτητα ο καλύτερος ρόλος της καριέρας του, περικλείει εντός του πολλές πτυχές, ενίοτε και αλληλοσυγκρουόμενες, που θα ήταν δύσκολο να αποδοθούν από κάποιον λιγότερο έμπειρο. Ο Mikkelsen καταφέρνει να ανταποκριθεί σε όλες τις απαιτήσεις και να δημιουργήσει ένα ολοκληρωμένο πορτρέτο ενός άντρα στα όρια, αρχικά συνεσταλμένου και αργότερα απεγνωσμένου για την υπέρβαση, επιτυγχάνοντας να μεταβεί με εξαιρετική ομαλότητα από τη μία συναισθηματική συνθήκη στην επόμενη όσο εξελίσσεται η πλοκή. Σίγουρα αποτελεί την κινητήρια δύναμη μιας ταινίας με αφοπλιστική ζωντάνια, που δεν φοβάται το κέφι ακόμη κι όταν μιλάει για το σκοτάδι της ζωής.
Βαθμολογία:
Είναι ο σκηνοθέτης του Festen και του Jagden. 5/5, αν δεν πάρουν οι Ευρωπαίοι βαθμό, ποιον θα ψηφίσουμε;