Μια διάσημη ροκ σταρ, η Μαριάν, παραθερίζει μαζί με τον αρραβωνιαστικό της, τον σκηνοθέτη Πολ, κάτω από τον ειδυλλιακό ήλιο της απόμερης ιταλικής νήσου Παντελερία. Η ηρεμία τους διαταράσσεται από την απρόσμενη άφιξη ενός παλιού φίλου και της κόρης του, ο Χάρι και η Πενέλοπι, κάτι που θα εκτοξεύσει έναν ανεμοστρόβιλο ζήλιας και πάθους, μια και ο Χάρι είναι κρυφός εραστής της Μαριάν, μα ακόμα και κινδύνου.

Σκηνοθεσία:

Luca Guadagnino

Κύριοι Ρόλοι:

Tilda Swinton … Marianne Lane

Matthias Schoenaerts … Paul De Smedt

Ralph Fiennes … Harry Hawkes

Dakota Johnson … Penelope Lannier

Lily McMenamy … Sylvie

Aurore Clement … Mireille

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: David Kajganich

Παραγωγή: Michael Costigan, Luca Guadagnino

Φωτογραφία: Yorick Le Saux

Μοντάζ: Walter Fasano

Σκηνικά: Maria Djurkovic

Κοστούμια: Giulia Piersanti

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: A Bigger Splash
  • Ελληνικός Τίτλος: Κάτω από τον Ήλιο

Άμεσοι Σύνδεσμοι

Σεναριακή Πηγή

  • Μυθιστόρημα: La Piscine του Alain Page.
  • Σενάριο: Η Πισίνα των Jacques Deray, Jean-Claude Carriere.

Κύριες Διακρίσεις

  • Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βενετίας. Βραβείο μουσικής.

Παραλειπόμενα

  • Χαλαρά βασισμένο στην Πισίνα του 1969.
  • Αρχική επιλογή για τον ρόλο της Μαριάν ήταν η Cate Blanchett. Το ίδιο ίσχυε και για τον ρόλο της Πενέλοπι, που αρχικά είχε δοθεί στη Margot Robbie.
  • Ο τίτλος είναι δάνειο από πίνακα του ποπ-αρτ ζωγράφου David Hockney.
  • Μαζί με το Είμαι ο Έρωτας (2009) και το Να Με Φωνάζεις με τ’ Όνομα σου (2017) αποτελούν την τριλογία του “Πόθου”.

Κριτικός: Πάνος Αχτσιόγλου

Έκδοση Κειμένου: 30/7/2016

Τέσσερις -όχι και τόσο- διαφορετικοί άνθρωποι καταστρέφουν ο ένας τον άλλο, πλαισιωμένοι από το απέραντο γαλάζιο ενός επίγειου παραδείσου της Μεσογείου. Η νέα ταινία του αξιοπρόσεκτου ιταλού σκηνοθέτη Λούκα Γκουαντανίνο («Είμαι ο Έρωτας») αναδίδει θερμότητα, σχεδόν στα όρια της παραζάλης. Το αγγλόφωνο ριμέικ του ψυχολογικού θρίλερ του Ζακ Ντερέ, «Η Πισίνα» του 1969, μεταφέρεται από τη Νότια Γαλλία στο μικρό νησί Παντελερία της Ιταλίας, γεμάτο φίδια, κοινωνικές αναταράξεις, αλλά κι όμορφους ανθρώπους. Η υπόθεση θέλει τη διεθνούς φήμης ροκ-σταρ Μαριάν Λέιν (Τίλντα Σουίντον) να βρίσκεται αποσυρμένη στην πολυτελή βίλα της με τον νεαρότερο σύντροφό της, Πολ (Ματίας Σένερτς), και σε κατάσταση πλήρους αφωνίας μετά από μια εγχείρηση, απολαμβάνοντας τη σχετική ανωνυμία, τον καυτό ήλιο και την απομόνωση.

Η σκηνοθετική δεξιοτεχνία των πρώτων λεπτών του φιλμ σε αφήνει έκπληκτο, με το μοντάζ σχεδόν να επικαλύπτει σκηνές της πρώην ζωής της ροκ ντίβας (ένα ελαφρώς πιο θηλυπρεπές άλτερ-έγκο του Ντέιβιντ Μπόουι) με τη βουβή ηρεμία του μεσογειακού τοπίου. Δυστυχώς, το επίτευγμα δεν μπορεί να αντέξει ως το τέλος, με την ταινία να αλλάζει ρυθμό, όταν ο τοξικά ναρκισσιστής πρώην σύντροφος και μάνατζερ της Μαριάν (Ρέιφ Φάινς) φτάνει στο νησί με την -υπό αμφισβήτηση- κόρη του (Ντακότα Τζόνσον), φέρνοντας την καταστροφή. Ήδη η άφιξή του ανακοινώνεται σουρεαλιστικά, με το αεροπλάνο να πέρνα πάνω από τα γυμνά σώματα των δύο εραστών αφήνοντας την απειλητική σκιά του. Οι τέσσερις χαρακτήρες θα αρχίσουν σταδιακά να στροβιλίζονται γύρω από μια δίνη ηδονισμού, παρασυρόμενης ανίας (θυμίζοντας ξεκάθαρα ταινίες του Αντονιόνι), αρσενικού ανταγωνισμού και συνεχόμενων αποπειρών σαγήνευσης. Στο ενδιάμεσο, ο Γκουαντανίνο φροντίζει να γεμίζει τα κενά με λήψεις υποκειμενικές, διορατικά φλας-μπακ, εικόνες μινιμαλιστικής φυσικής ομορφιάς, αλλά κι έντονης κοινωνικής αναταραχής.

Παρότι όλες οι ερμηνείες της βασικής υποκριτικής τετράδας αποδεικνύονται αξιόλογες, ο Φάινς και κυρίως η Σουίντον ξεχωρίζουν, με την τελευταία να αποτελεί ξεκάθαρα τη μεγάλη σταρ του φιλμικού εγχειρήματος. Η προσωπική της απόφαση να αποδώσει τη Μαριάν σχεδόν βουβή (το σενάριο αρχικά της έδινε κάποιες σελίδες διαλόγου) απογειώνει χωρίς δεύτερη σκέψη ολόκληρη την ταινία, αναδεικνύοντας για ακόμη μία φορά την τεράστια ερμηνευτική της ικανότητα (πέρα από την υπέροχα παράξενη φυσική της παρουσία) κυρίως μπροστά σε τρομερά απαιτητικούς ρόλους. Όσο αμίλητα γοητευτική είναι η ίδια, της άλλο τόσο μανιώδης και θεατρική είναι η ερμηνεία του συμπρωταγωνιστή της, ξεσηκώνοντας σύννεφα σεξουαλικής επιδειξιμανίας στο πέρασμά του, μιλώντας ακατάπαυστα και ισοπεδώνοντας οποιοδήποτε αίσθηση αυτοπεριορισμού. Καθώς ο κύκλος των σχέσεων στενεύει όλο και περισσότερο, η σκηνοθεσία μάς επιτρέπει να αποσπάσουμε την προσοχή, εστιάζοντας και λίγο παραπέρα. Στο τεράστιο προσφυγικό πρόβλημα του νησιού ή στην ανικανότητα της τοπικής αστυνομίας που υπολειτουργεί στα όρια της καρικατούρας. Ματιές ενός πραγματικού κόσμου που εμφανέστατα έχει κάτι να πει για τη χρυσή, σχεδόν ναρκισσιστική απομόνωση των κεντρικών χαρακτήρων.

Ωστόσο, οι όποιοι πολιτικοί υπαινιγμοί αποκτούν σκόπιμα (και σχεδόν συνειδητά) έναν διακοσμητικό χαρακτήρα. Οι σκηνές φτάνουν να αποτελούν στοιχείο κινηματογραφικού οπορτουνισμού, αφού και οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές μοιάζει να μην ασχολούνται καν με ό,τι συμβαίνει γύρω τους. Όμοιες με το ξεθωριασμένο σφυροδρέπανο που έχει ως τατουάζ ο Φάινς, συμβολίζουν -αναπάντεχα αποδοτικά- τη γενικότερη στάση μιας κατ` επίφαση ενοχικής απόλαυσης της ζωής. Εκεί που η ματαιοδοξία συμβαδίζει με την αναισθησία και ο πόθος με την αυτοκαταστροφή. Καθώς το δράμα που σιγοβράζει οδηγεί την αφήγηση σε άλλα μονοπάτια, ανακαλύπτεται ένα είδος χρόνιας κακόβουλης κοινωνικής λειτουργίας σχεδόν οικογενειακού τύπου, με το φιλμ να σε αφήνει να αναρωτιέσαι στο τέλος τι είναι αυτό που έχεις δει ακριβώς. Το σύμπλεγμα που κατασκευάζεται συνεχίζει να οδηγείται από τις αλληλοσυμπληρούμενες επιθυμίες των χαρακτήρων μέχρι το τέλος, δίνοντας στην ταινία την απαραίτητη ώθηση, αλλά και την αίσθηση της απειλής που όλο και ζυγώνει, άλλα δεν γίνεται ποτέ ορατή. Αυτό που τελικά μένει σχεδόν φετιχιστικά μέσα σου, όπως τα εξαντλητικά κοντινά πλάνα που θαρρείς μοιάζουν έτοιμα για φωτογράφηση σε περιοδικό μόδας, είναι η εξής τρομακτική διαπίστωση: «κακά πράγματα συμβαίνουν διαρκώς», στο μεταξύ όμως έχεις την ευκαιρία να απολαμβάνεις λαίμαργα ό,τι σου απομένει.

Βαθμολογία:


Κριτικός: Χάρης Καλογερόπουλος

Έκδοση Κειμένου: 31/7/2016

H ώριμης ηλικίας ροκ-σταρ Μάριαν Λέιν (Τίλντα Σουίντον) -σαν θηλυκή εκδοχή του Μπόουι- ξεκουράζεται σε μια αγροτική βίλα σε ιταλικό νησάκι, σε προσωρινή κατάσταση αφωνίας κατόπιν εγχείρησης στον λαιμό της. Μαζί της είναι ο νεαρός σύντροφός της, Πολ (Ματίας Σένερτς), ντοκιμαντερίστας σε απεξάρτηση απ` το αλκοόλ. Απρόσμενα, τους επισκέπτεται ο πρώην εραστής Χάρι (Ρέιφ Φάινς), παραγωγός της ροκ, μαζί με μια κοπέλα, την Πενέλοπι (Ντακότα Τζόνσον), που λέει πως είναι η κόρη του που πρόσφατα ανακάλυψε ότι υπάρχει. Ο Χάρι είχε κάνει στο παρελθόν το προξενιό με τον Πολ, που ήταν φίλος του, αλλά τώρα φαίνεται να το έχει μετανιώσει… θέλει ξανά τη Μάριαν και η μικρή «Λολίτα» μοιάζει να καραδοκεί ως «αντάλλαγμα»

Πρόκειται για την Πισίνα του 1968 (με τους Ντελόν, Σνάιντερ, Ρονέ, Μπίρκιν) σε ελεύθερη διασκευή από τον ανερχόμενο Λούκα Γκουαντανίνο που ύστερα από πολλές μικρού μήκους και ντοκιμαντέρ, ξάφνιασε την παγκόσμια σινεφίλ κοινότητα με το Είμαι ο Έρωτας το 2009. Ξάφνιασε γιατί επρόκειτο για 100 τοις 100 τέχνη του σινεμά, αποκαθαρμένη από τα θεατρικά εργαλεία (ερμηνείες μέσα από ακονισμένους διαλόγους). Όλα τα κοινωνικά σχόλια και τα εσωτερικά δράματα πέρασαν στην εικόνα, στη σημειολογία του κάδρου, στην κίνηση της κάμερας, στην επιλογή χώρων, στα ρακόρ, τους ρυθμούς, επιστρατεύοντας από αντονιονινική σύλληψη χωροχρόνου μέχρι και μοντάζ-ατραξιόν κ.λπ.

Διασκευάζοντας τώρα την «Πισίνα»: ο παλιός εραστής είναι υστερικός λογάς, νάρκισσος, ηθελημένα ενοχλητικός. Οι ατάκες του πέφτουν βροχή, σαν να «δυσκολεύουν» τη γραφή του Γκουαντανίνο κι ίσως γι` αυτό η σταρ χρειάζεται να είναι άφωνη, και ο τωρινός της χαμηλών τόνων. Να κρατιούνται ισορροπίες. Απ` την άλλη, βάζοντας τη σταρ σχεδόν αμίλητη, αυξάνει υποβλητικά το ειδικό βάρος της σε όλα τα επίπεδα- εναλλακτικό ροκ σύμβολο (αναντικατάστατη στον ρόλο η Τίλντα Σουίντον), αντικείμενο πόθου, λιμάνι για την αντρική ανασφάλεια. Αλλά και πάλι: ποιο είναι το θέμα μας; Στην παλιά γαλλική εκδοχή τρεις αστοί πλήττουν και επιστρατεύουν πόθους κι αντρικό ανταγωνισμό για να γεμίσουν τα κενά.. Αν το ζευγάρι μένει στο τέλος μαζί, είναι μάλλον από κοινή ανημπόρια, μεταμφιεσμένη σε συναισθήματα. Το θέμα ήταν μια δραματική όσο και ειρωνική ματιά της αστικής τάξης μέσα απ` το ερωτικό τερέν.

Εδώ; Καταρχάς υπάρχει το μπέρδεμα με το ροκ που θολώνει το αστικό πεδίο. Κάποιες στιγμές στην ιστορία του, στο χίπικο ξέσπασμα με Γούντστοκ κ.λπ ή αργότερα με την αρχή του πανκ ή του μεταπάνκ π.χ. των Joy Division, υπήρξαν ρόκερ που πράγματι ζούσαν για την έκφρασή τους, επαναστατικά, έτοιμοι να καούν μέσα σ` αυτήν. Το μεγαλύτερο μέρος όμως του ροκ δεν ήταν και δεν είναι παρά ένα μεγάλο εμπόριο. Showbiz. Άρα κι εδώ, δεν έχουμε να κάνουμε παρά με χαριτωμένους -στην καλύτερη περίπτωση- ή αντιπαθείς ή αδιάφορους για μας βολεμένους, που απλά δεν τους λέμε αστούς γιατί ανήκουν στη μυθολογία του ροκ. Είναι λοιπόν και πάλι ένα αστικό ερωτικό δράμα και ως τέτοιο, άκαιρο για την εποχή μας. Γιατί το επιλέγει ο σκηνοθέτης;

Κάποια στιγμή, οι δυο νέοι, ο Πολ και η Πενέλοπι, σε πεζοπορία τους θα συναπαντηθούν στα κατσάβραχα με λαθρομετανάστες από τα απέναντι παράλια της Τυνησίας. Αργότερα, θα μάθουμε ότι είναι πλέον περισσότεροι από τους κατοίκους του νησιού, ότι επτά πνίγηκαν στη θάλασσα, ενώ βλέπουμε άλλους να είναι προσωρινά μαντρωμένοι από τις αρχές. Και κάπου εκεί αναρωτιέσαι τι θα πει ο τίτλος: «A Bigger Splash». Ποιο είναι αυτό το «μεγαλύτερο» πλατσούρισμα» από κείνα της πισίνας στη βίλα; Το μεγάλο θανάσιμο πλατσούρισμα ένα μοιραίο βράδυ ή ο πνιγμός των μεταναστών; Άρα το πολυκαιρισμένο αστικό δράμα αποκτά νόημα στην αντιπαράθεση μιας δυτικής κοινωνίας που για πολλές δεκαετίες έχει «παίξει ανέμελα με τα κουβαδάκια της στην άμμο», με τις καταστροφικές συνέπειες που έφερε η εκμετάλλευση της Ανατολής από τους δυτικούς, ώστε να μπορούν να παίζουν με τα κουβαδάκια τους -βλέπε και το ροκ ως παιχνίδι (όσο κι αν το αγαπήσαμε), βλέπε ως λεπτομέρεια και το χαμένο βλέμμα της σταρ πάνω στη σκηνή, με τους δεκάδες χιλιάδες φαν να την αποθεώνουν και κείνη να φαίνεται ότι βιώνει μια απόλυτη ξένωση.

Ωστόσο, ακόμα κι αν έχω τακτοποιήσει στο μυαλό μου τι είδα, έστω κι αν η ανάγνωσή μου είναι υποκειμενική, δεν ένοιωσα τη συγκίνηση που μου πρόσφερε το απόλυτα συγκεντρωμένο στην ουσία του «Είμαι ο Έρωτας». Ίσως, γιατί εδώ ο Γκουαντανίνο έπαιξε πολύ ελεύθερα κι αυθαίρετα με ετερόκλητα υλικά. Τι το ήθελε το στοιχείο του ροκ; Η κριτική της δυτικής κουλτούρας και η επιμέρους κριτική του ροκ (όπως το είδα εγώ) είναι πολύ μεγάλα θέματα για να τα συμπτύξεις. Η αφωνία της ηρωίδας είναι ένα παραπάνω στοιχείο που κλέβει την παράσταση αδίκως, ό,τι συσχετισμό και να κάνεις. Και οι ελάχιστες νύξεις για τους μετανάστες δεν αποτελούν παρά ένα σχόλιο κι όχι εις βάθος συσχέτιση. Μπορεί όλα αυτά να έγιναν για να δουλέψει πάνω στην αγαπημένη του, Τίλντα Σουίντον. Άλλωστε, έχει ανακοινώσει ότι μαζί της θα διασκευάσει και το Σουσπίρια του Αρζέντο. Ο Γκουαντανίνο είναι μεγάλος στυλίστας. Ακόμα κι έτσι, απολαμβάνεις τη γραφή του. Αλλά πρέπει αυτή του την άνεση να την τιθασεύει. Πολλές ιδέες στροβιλίζονται γύρω απ` την μπαγκέτα του σε αυτό το φιλμ, αλλά σου μένει κυρίως ο, γοητευτικός, στροβιλισμός.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

17 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *