Μιλάνο, αυγές του 21ου αιώνα, σε μια αριστοκρατική Art Deco βίλα που ανήκει στους Ρέκι, μια πανίσχυρη οικογένεια βιομηχάνων. Είναι η βραδιά των γενεθλίων του ιδρυτή της επιχείρησης, που πρόκειται ν’ ανακοινώσει την αλλαγή σκυτάλης στη μικρή αυτοκρατορία που ο ίδιος δημιούργησε. Στη διάρκεια του δείπνου, ο γοητευτικός εγγονός του, Εντοάρντο, παρουσιάζει την κοπέλα που θέλει να παντρευτεί, η αδελφή του, Ελιζαμπέτα, χαρίζει έναν πίνακα στο παππού της, κι ένας νεαρός σεφ κάνει μια απροσδόκητη εμφάνιση. Έτσι αρχίζει μια αφήγηση που παρακολουθεί την οικογένεια Ρέκι και τα μυστικά της, κάτω από ένα μικροσκόπιο που βγάζει στην επιφάνεια όλη τη διακριτική γοητεία της μιλανέζικης μπουρζουαζίας, αλλά και όλη την υποκρισία της.

Σκηνοθεσία:

Luca Guadagnino

Κύριοι Ρόλοι:

Tilda Swinton … Emma Recchi

Edoardo Gabbriellini … Antonio Biscaglia

Flavio Parenti … Edoardo Recchi Junior

Alba Rohrwacher … Elisabetta ‘Betta’ Recchi

Pippo Delbono … Tancredi Recchi

Maria Paiato … Ida Marangon

Diane Fleri … Eva Ugolini

Waris Ahluwalia … Shai Kubelkian

Marisa Berenson … Allegra Rori Recchi

Gabriele Ferzetti … Edoardo Recchi Senior

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Barbara Alberti, Ivan Cotroneo, Walter Fasano, Luca Guadagnino

Στόρι: Luca Guadagnino

Παραγωγή: Luca Guadagnino, Francesco Melzi d’Eril, Marco Morabito, Tilda Swinton, Alessandro Usai, Massimiliano Violante

Μουσική: John Adams

Φωτογραφία: Yorick Le Saux

Μοντάζ: Walter Fasano

Σκηνικά: Francesca Di Mottola

Κοστούμια: Antonella Cannarozzi

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Io Sono l’Amore
  • Ελληνικός Τίτλος: Είμαι ο Έρωτας
  • Διεθνής Τίτλος: I Am Love

Άμεσοι Σύνδεσμοι

Κύριες Διακρίσεις

  • Υποψήφιο για Όσκαρ κοστουμιών.
  • Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα ξενόγλωσσης ταινίας.
  • Υποψήφιο για Bafta ξενόγλωσσης ταινίας.

Παραλειπόμενα

  • Επί 11 χρόνια, Swinton και Guadagnino σχεδίαζαν μαζί την ταινία.
  • Για τον ρόλο της, η Tilda Swinton έμαθε ιταλικά και ρωσικά, τα οποία δεν μιλούσε καθόλου προηγουμένως.
  • Ο τίτλος είναι δάνειο από την άρια La Mamma Morta, της όπερας Andrea Chenier (1986) του Umberto Giordano.
  • Το πρώτο μοντάζ ήταν στα 210 λεπτά.
  • Εδώ άνοιξε τη τριλογία του “Πόθου”.

Μουσικά Παραλειπόμενα

  • Οι συνθέσεις του μοντέρνου μουσουργού John Adams δεν γράφτηκαν ειδικά για την ταινία, αλλά προϋπήρχαν. Η Swinton εξήγησε πως το φιλμ κατασκευάστηκε πάνω στη συγκεκριμένη μουσική, και αφού τελείωσαν ζήτησαν από τον Adams να τη χρησιμοποιήσουν για την ταινία. Εκείνος δεν είχε επιτρέψει ποτέ κάτι παρόμοιο, αλλά υπήρχε ανακούφιση όταν ο Adams είδε την ταινία και του άρεσε, εγκρίνοντας τη χρήση της μουσικής του.

Κριτικός: Σταύρος Γανωτής

Έκδοση Κειμένου: 24/9/2010

Αυτό δεν είναι απλά έκπληξη, είναι εκπληκτικό! Ένα σκηνοθετικό όνομα που δεν έχουμε ξανασυναντήσει προκαλεί την αισθητική και τις αισθήσεις και παρουσιάζει την πρώτη πολύ μεγάλη ταινία της δεκαετίας. Το Είμαι ο Έρωτας δεν είναι αριστούργημα απλά επειδή αιφνιδιάζει, ίσως ακόμα και τον δημιουργό του. Σε πιάνει κοιμισμένο και σε αφήνει υπνωτισμένο. Κι επειδή θεματικά θα μπορούσε να καλυφτεί μέσα σε δύο μονάχα παραγράφους, μοιάζει με την απίστευτα γοητευτική γυναίκα που παρουσιάζεται από το πουθενά και ποτέ δεν βγάζεις από τον νου σου…

Ο Guadagnino καταφέρνει κάτι απίστευτο. Συνθέτει ένα μωσαϊκό επιρροών από τη βαθιά του κινηματογραφική παιδεία και τις συγχωνεύει σε ένα αμάλγαμα με συνοχή και προσωπική ταυτότητα. Κάθε σκηνή αυτού του δράματος είναι μια περιπέτεια του ματιού και οι μικρές-μικρούλες ατέλειες της κάμερας και του μοντάζ είναι αυτές που το καθιστούν ως ένα γραμματόσημο που κόπηκε λάθος κι έγινε ανυπολόγιστης αξίας. Είναι αλήθεια πως το έργο επικαλείται να έχετε μια σινεφιλική παιδεία, και δύσκολα η ελλειπτική του ανάπτυξη θα γοητεύσει τους μη μυημένους. Αφήστε τον εαυτό σας ελεύθερο στην ατίθαση ομορφιά της γηραιάς Swinton, των θεματικών κεφαλαίων-καλλιτεχνικών ευρεσιτεχνιών του δημιουργού, και της υποψίας ότι βλέπετε κλασικό σινεμά εν έτει 2010. Γιατί όντως βλέπετε…

Βαθμολογία:


Κριτικός: Σοφία Γουργουλιάνη

Έκδοση Κειμένου: 11/10/2010

Άλλη μια «νοικοκυρά σε απόγνωση» που εγκαταλείπει τα πάντα για χάρη ενός μεγάλου, κεραυνοβόλου έρωτα. Γιατί, λοιπόν, αυτή η ιστορία που μοιάζει κοινότυπη να έχει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον; Κι όμως, η ιστορία της γυναίκας αυτής και του έρωτα της αποτυπώνεται με έναν τρόπο διαφορετικό από όσα βλέπουμε στις μέρες μας. Ο Guadagnino κάνει ένα σινεμά απόλυτα ξεχωριστό. Μοιάζει όχι μόνο να γνωρίζει τη φιλμική ιστορία, αλλά προχωρά ένα βήμα παρακάτω και ξέρει πώς να διαχειριστεί τις επιρροές του.

Κάνει έναν κινηματογράφο γεμάτο νοσταλγία για τον Antonioni των 1960 και για τον Louis Malle του Les Amants. Ξεναγεί το κοινό του, όχι μόνο στην πορεία ενός μεγάλου έρωτα, αλλά και σε έναν κόσμο γεμάτο από σινεφιλικές αναφορές και συναρπαστικές φιλμικές λεπτομέρειες. Μιλάμε για έναν σκηνοθετικό θρίαμβο, κι από μια άλλη όμως όψη. Ο σκηνοθέτης χτίζει μια ατμόσφαιρα απόλυτα ερωτική, ανταποκρινόμενος απόλυτα στο «Είμαι ο Έρωτας» του τίτλου του. Δεν ερωτεύεται μονάχα την Tilda Swinton και τους λοιπούς πρωταγωνιστές του, αλλά σαν άλλος Woody Allen αναπτύσσει μια διαλεκτική ερωτική σχέση με το Μιλάνο, τον τόπο όπου εξελίσσεται η ιστορία. Μια σχέση αμφίδρομη από την οποία κερδίζει, αλλά και παίρνει, πολλά. Το Μιλάνο δεν είναι μόνο ο τόπος της ταινίας, είναι ο φιλμικός μας μικρόκοσμος, ένας μικρόκοσμος που όλοι θα ερωτευτούμε χάρη στο μοναδικό ταλέντο του σκηνοθέτη.

Όλα καλά ως εδώ, όλα καλά ως τη μαγευτική σκηνοθεσία και τον προσωπικό θρίαμβο του σκηνοθέτη. Όμως, η ταινία παρουσιάζεται σεναριακά άνιση, με ένα σενάριο που επουδενί δεν ανταποκρίνεται στην εκπληκτική της σκηνοθεσία. Έχουμε να κάνουμε με μια ταινία που προσπαθεί να μας πείσει ότι στον βωμό του έρωτα αξίζει να θυσιάσουμε τα πάντα. Θέλει να ανάγει τον τρελό έρωτα, το πρωτόγονο πάθος σε υπέρτατη αξία. Δεν επικρίνω την αντίληψη αυτή, ούτε ξέρω αν είναι τελικά ο έρωτας πάνω απ’ όλους και όλα, ξέρω όμως ότι το σενάριο δεν με έπεισε. Θα μου πείτε, γιατί να είναι αυτός ο στόχος της ταινίας και να μην είναι να καταδείξει απλά την αδυναμία του ανθρώπου μπροστά στα βέλη του θεού Έρωτα; Σκεφτείτε μικρές λεπτομέρειες, όπως είναι η διαρκής απουσία του συζύγου, η τελική στάση της κόρης απέναντι στη μάνα και νομίζω πως θα καταλάβετε το πνεύμα της ταινίας. Ναι, μεν, απαντάει στο ερώτημα που στην ουσία θέτει με τον τίτλο, δεν ανταποκρίνεται όμως στον απώτερο στόχο που η ίδια επιφύλαξε για τον εαυτό της. Όλοι θα βρούμε στην έννοια του έρωτα αυτά τα βέλη που μας κάνουν να νιώθουμε τόσο αδύναμοι, πουθενά όμως δεν θα βρούμε γιατί αξίζει πράγματι αυτά τα βέλη να μας κάνουν να εγκαταλείψουμε τα πάντα. Ένα ακόμη μειονέκτημα του σεναρίου είναι ότι δεν καταφέρνει σε κανένα του σημείο να σε εκπλήξει. Όλα όσα αναμένετε να δείτε είναι εκεί, σε σημείο που να μοιάζουν κλισέ. Και όταν τελικά έρχεται ένα φινάλε που πλασάρεται ως μεγαλειώδες, φαντάζει κι αυτό τόσο αναμενόμενο που σχεδόν περνά αδιάφορο.

Είναι σίγουρα μια καλή ταινία που εισάγει σκηνοθετικές καινοτομίες, αλλά και που τη διακρίνει μια έντονη ανισότητα ανάμεσα στη σκηνοθεσία και το σενάριο της. Δείτε τη για να θαυμάσετε έναν νέο και πολλά υποσχόμενο δημιουργό, ονόματι Luca Guadagnino.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

16 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *