Συντάκτης: Γιώργος Σπανός

Το έτος είναι 1918. Ο Edward, υπάλληλος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, βρίσκεται τοποθετημένος στη Ρανγκούν της Βιρμανίας. Πρόκειται να συναντηθεί στην αποβάθρα του λιμανιού με την αρραβωνιαστικιά του, Molly, η οποία καταφθάνει από το Λονδίνο με το πλοίο για να τον παντρευτεί, όταν μια ανεξήγητη τάση φυγής τον κάνει να τα εγκαταλείψει ξαφνικά όλα και, προκειμένου να την αποφύγει, να ξεκινήσει μια μακρά, άσκοπη περιπλάνηση στην ανατολική Ασία, πάντα με την υπερβολικά ενθουσιώδη και επίμονη Molly στο κατόπι του.

Στο πρώτο μέρος του φιλμ ακολουθούμε τον Edward, ενώ στο δεύτερο τη Molly. Η παραπάνω σύνοψη της πλοκής της νέας ταινίας του Miguel Gomes είναι ακριβής όσο και παραπλανητική. Από την αρχή θα διαπιστώσουμε διάφορες παραδοξότητες, όπως ότι οι βρετανοί ήρωές μας μιλούν πορτογαλικά, ή ένα smartphone εμφανίζεται «ξεχασμένο» στην άκρη του πλάνου, προτού το χέρι κάποιου τεχνικού του κινηματογραφικού συνεργείου ξεπροβάλει «διακριτικά» για να το μαζέψει, και ήδη αντιλαμβανόμαστε ότι σε αυτό το Grand Tour η αποδόμηση των φιλμικών συμβάσεων θα είναι εξίσου σημαντική με τη ρομαντική ιστορία με το εξωτικό φόντο, αν όχι σημαντικότερη. Ο πορτογάλος δημιουργός, γνωστός κυρίως για το πανέμορφο “Tabu” (2012), εδώ κάνει εξαρχής σαφές ότι δεν ενδιαφέρεται για μια συμβατική αφήγηση, παρά περισσότερο για έναν παιγνιώδη μετακειμενικό πειραματισμό πάνω στο μέσον του σινεμά και στον τρόπο αφήγησης μιας ιστορίας. Έτσι, η εξέλιξη της πλοκής διαρκώς διακόπτεται, ή καλύτερα θα λέγαμε συμπληρώνεται, από αφήγηση με voice-over (σε διάφορες ασιατικές γλώσσες), ενόσω εμείς παρακολουθούμε εικόνες από τη σύγχρονη όψη και ζωή των εκάστοτε τοποθεσιών, που άλλοτε συνδιαλέγονται λιγότερο, άλλοτε περισσότερο με τις περιπέτειες του Edward και της Molly. Επαναλαμβανόμενο μοτίβο αυτών των παρεκβάσεων είναι οι παραστάσεις ασιατικού θεάτρου σκιών, που άλλωστε υπήρξε και η αρχαιότερη μορφή «σινεμά».

Τώρα, ως προς την αποτελεσματικότητά της, η ιδέα της πειραματικής μίξης της αφήγησης της ρομαντικής ιστορίας με το σύγχρονο ντοκιμαντεριστικό υλικό (που επικρατεί της κεντρικής πλοκής του 1918) παραμένει ταυτόχρονα ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα όσο και ιδιόρρυθμη, και αρκετές φορές ασύνδετη και αυθαίρετη, χωρίς όμως να αποσπά, από τη στιγμή που θα τη συνηθίσουμε ως θεατές. Παράλληλη με την πλοκή, λειτουργεί με ένα εθνογραφικό αντιστικτικό ενδιαφέρον, φέρνοντας σε διάλογο το παρελθόν με το σήμερα, την παράδοση με τον μοντερνισμό, την εξωτικοποίηση της Ανατολής με την πραγματικότητα, αλλά και την ίδια τη φύση της μυθοπλασίας με την καθημερινή πραγματικότητα. Ιδιοφυής είναι παραδείγματος χάριν η σκηνή όπου ο αφηγητής αφηγείται στο παρελθόν την επίσκεψη της Molly σε μια μάντισσα, ενώ παράλληλα εμείς παρακολουθούμε μια σύγχρονη ασιάτισσα χαρτορίχτρα, σε ένα απολύτως πεζό περιβάλλον, απομαγεμένο από τον φαντασιακό μυστικισμό της μυθοπλασίας. Σε άλλα σημεία, η σύνδεση είναι νοηματικά πιο χαλαρή, αλλά αισθητικά απολαυστική, όπως για παράδειγμα στη στιγμή που μοντέρνα οχήματα «χορεύουν» στους σύγχρονους δρόμους κάποιας ασιατικής πόλης υπό τους ήχους ενός κλασικού βαλς που «ακούγεται» από μια δεξίωση στο παρελθόν της ιστορίας.

Αυτές οι τεχνικές αφήνουν βέβαια μια συνολική αίσθηση ενός σκαμπρόζικου παιχνιδιού που όμως δεν δουλεύει πλήρως, την εντύπωση δηλαδή ότι η κατά βάση υποτυπώδης πλοκή δεν είναι παρά μόνο μια σχηματική αφορμή για τον φορμαλιστικό πειραματισμό του σκηνοθέτη και για ταξιδιωτική περιήγηση, και σε κρατάει εσκεμμένα σε απόσταση από την όποια συναισθηματική εμπλοκή. Το πρώτο μέρος της ταινίας, που ακολουθεί τον άνδρα ώσπου εκείνος να φτάσει στους πρόποδες του Θιβέτ και σε μια δυνάμει «επιφοίτηση» ενσυναίσθησης, είναι κι αυτό που πάσχει σε μεγαλύτερο βαθμό από αυτή την έλλειψη προσωπικής εμπλοκής του θεατή. Το δεύτερο μέρος που ακολουθεί τη γυναίκα, σταδιακά, όσο ισορροπεί η ιστορία της Molly έναντι του φορμαλιστικού πειράματος, γίνεται ομορφότερο, με τα τελευταία 20 περίπου λεπτά να μας κερδίζουν αυθεντικά, και με το ταιριαστά υπερβατικό, θαυμάσιο φινάλε, με το κινηματογραφικό συνεργείο να παρεμβαίνει λυτρωτικά στην έκβαση της ιστορίας -ταινία είναι!- υπό τους ρετρό ήχους του “Somewhere beyond the sea”, να αφήνει μια ιδιαίτερα συγκινητική αίσθηση-επίγευση που βρισκόταν σε έλλειμμα στην υπόλοιπη διάρκεια.

Θα θέλαμε να μας συγκινήσει ακόμα περισσότερο το όμορφο και αιθέριο “Grand Tour”, μια εστέτ ταινία με παράδοξη γοητεία, στην οποία, εντέλει, το παιχνίδι, η αναζήτηση, η περιπλάνηση, κυριολεκτική ή φορμαλιστική, είναι αυτοσκοπός.

Βαθμολογία:

0 κακή | 1 μέτρια | 2 ενδιαφέρουσα | 3 καλή | 4 πολύ καλή | 5 αριστούργημα

| μπείτε και στη σελίδα της ταινίας για περισσότερα

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΚΑΙ...

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *