Κριτική | Ο Δολοφόνος του Τόκιο (1963)
Συντάκτης: Γιώργος Ξανθάκης
Παράδεισος και κόλαση. Αυτό σημαίνει ο τίτλος «Tengoku to jigoku» (1963), απόλυτα ταιριαστός σε μια ιστορία ηθικής παρακμής, όχι ενός ατόμου αλλά της κοινωνίας γενικότερα. Η αφηγηματική δομή που επέλεξε ο Akira Kurosawa είναι δυαδική.
Παράδεισος είναι ο κόσμος του επιχειρηματία Gondo (Toshiro Mifune), που ζει με την οικογένεια του σε μια βίλα που στέκεται επιβλητικά σε έναν λόφο, κοιτάζοντας αφ’ υψηλού τις φτωχικές συνοικίες του Τόκυο. Το πρώτο μέρος της ταινίας έχει θεατρική δομή και διαδραματίζεται αποκλειστικά στη βίλα. Ο Gondo φιλοξενεί μια συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της National Shoes και καλείται να συμμετάσχει στην αποπομπή του ευσυνείδητου προέδρου της εταιρίας, ο οποίος αντιστέκεται στην πρόθεση των άλλων μεγαλομετόχων να παράγουν μια νέα σειρά παπουτσιών -λιγότερο ανθεκτικών αλλά πιο κερδοφόρων. Ο Gondo απορρίπτει την πρόταση και αντ’ αυτού ξεκινά μια αιφνιδιαστική απόπειρα εξαγοράς της εταιρίας -αφού υποθηκεύει σχεδόν όλα όσα κατέχει. Λίγες ώρες πριν οριστικοποιηθεί η εξαγορά, ένας άνδρας τηλεφωνεί στο σπίτι του και απαιτεί λύτρα 30 εκατομμυρίων γιεν για τον απαχθέντα γιο του. Αποδεικνύεται, ωστόσο, ότι ο απαγωγέας έχει πάρει κατά λάθος τον γιο του σοφέρ του, Aoki (Yutaka Sada). Τότε ο Gondo αντιμετωπίζει ένα δύσκολο δίλημμα: αν πληρώσει τα λύτρα, η εξαγορά θα αποτύχει και θα χάσει τα πάντα. Εάν οριστικοποιήσει την προσφορά, αργά ή γρήγορα τα μέσα ενημέρωσης θα τον κατηγορήσουν για την απόφασή του να μη βοηθήσει τον πιστό υπάλληλο του, αμαυρώνοντας τη δημόσια εικόνα του. Σε αυτό το πρώτο μέρος, ο επιχειρηματικός κόσμος περιγράφεται με όλη την αδίστακτη αναλγησία και σκληρότητα του.
Τα δυο μέρη της ταινίας συνδέονται με μια συναρπαστική τετράλεπτη σεκάνς που γυρίστηκε σε πραγματικό τρένο, γυρισμένη με 6 κάμερες χειρός. Αυτό το διάσημο ιντερμέδιο, στο οποίο κορυφώνεται η δράση, είναι ένα από τα μεγάλα επιτεύγματα κινηματογραφικού μοντάζ, καθώς εμπεριέχει όλα τα συστατικά των συγκρούσεων της ταινίας, συμπιεσμένα στον χώρο και τον χρόνο, εξωθώντας το σασπένς στα άκρα.
Κόλαση είναι ο κόσμος του απαγωγέα Ginjiro Takeuchi (Tsutomu Yamazaki), ενός κοινωνιοπαθούς ασκούμενου γιατρού που από την παιδική του ηλικία βλέπει το «παλάτι» του Gondo από το παράθυρο του άθλιου διαμερίσματός του. Στο δεύτερο αυτό μέρος η ταινία μετατρέπεται σε αγωνιώδες νουάρ, αν και κάτω από το φως του ήλιου. Οι σκηνές του αστυνομικού τμήματος, όπου ο Kurosawa απεικονίζει ανθρώπινες ομάδες με μια αίσθηση όγκου αντάξια των ζωγράφων της Αναγέννησης, εναλλάσσονται με βουτιές στην αστική μυρμηγκοφωλιά της μητρόπολης και των προαστίων. Η περιπλάνηση των αστυνομικών σε αναζήτηση του απαγωγέα μετατρέπεται σε ένα εφιαλτικό ταξίδι στον κύκλο του Δάντη, ανάμεσα σε ανθρώπινα ναυάγια μεταξύ ζωής και θανάτου, βρώμικες πόρνες και αποστεωμένους ναρκομανείς να σέρνονται σαν ζόμπι εκλιπαρώντας για τη δόση τους. Σε μια ανατριχιαστική σεκάνς, ο Takeuchi περιφέρεται σαν αρπακτικό, αναζητώντας ένα στερητικό άτομο ως πειραματόζωο για δοκιμή καθαρής ηρωίνης. Όταν τη βρίσκει την περικυκλώνει σαν «δόκτωρ θάνατος» με την αντανάκλαση από το φως του δρόμου στα μεγάλα μαύρα γυαλιά του να δημιουργεί την εικόνα του αποτρόπαιου βλέμματος του «Εωσφόρου». Η μινιμαλιστική μουσική του Masaru Sato, που συνδυάζει τζαζ και electronica, ενισχύει περαιτέρω τη ζοφερή ατμόσφαιρα.
O Takeuchi απεικονίζεται ως ένας πραγματικός δαίμονας της κόλασης, που δεν σέβεται την ανθρώπινη ύπαρξη. Παρόλα αυτά ζητά να συναντηθεί με τον Godo πριν την εκτέλεσή του. Στη συνάντηση τους, το πρόσωπο του καθενός αντανακλάται πάνω σε αυτό του άλλου, με τις επικαλυπτόμενες εικόνες να νοηματοδοτούν ότι δεν υπάρχει τόσο μεγάλη διαφορά μεταξύ των δύο ανδρών, μεταξύ Καλού και Κακού. Μετά την απελπισμένη ομιλία του θανατοποινίτη, η ιστορία αρχίζει να φαίνεται υπό νέο φως. Οι ασυμβίβαστες ταξικές αντιφάσεις δημιουργούν χαώδεις οικονομικές ανισότητες. Οι άνθρωποι, χωρίς να το συνειδητοποιούν, με τα ίδια τους τα χέρια δημιουργούν για τον εαυτό τους τόσο τον παράδεισο όσο και την κόλαση, και αλαζονικά πιστεύουν ότι η νομοτελειακή τιμωρία θα τους παρακάμψει.
Βαθμολογία:
0 κακή | 1 μέτρια | 2 ενδιαφέρουσα | 3 καλή | 4 πολύ καλή | 5 αριστούργημα