Ο Δολοφόνος του Τόκιο
- Tengoku to Jigoku
- High and Low
- 1963
- Ιαπωνία
- Ιαπωνικά
- Αστυνομική, Δραματικό Θρίλερ, Νουάρ, Σινεφίλ
Ο μεγαλοβιομήχανος υποδημάτων Γκόντο βρίσκεται στα πρόθυρα να κλείσει μια εμπορική συμφωνία που θα του επιτρέψει να πάρει τον πλήρη έλεγχο της επιχείρησής του, όταν πληροφορείται ότι έχει απαχθεί το παιδί του. Όμως οι απαγωγείς έχουν απαγάγει κατά λάθος το παιδί του σοφέρ του, θέτοντας στον Γκόντο ένα τεράστιο ηθικό δίλημμα, αν θα πρέπει να πληρώσει τα λύτρα. Στο μεταξύ, ο επιθεωρητής Τοκούρα στήνει ένα ανθρωποκυνηγητό στο Τόκιο για να βρει τα ίχνη τον απαγωγέα.
Σκηνοθεσία:
Akira Kurosawa
Κύριοι Ρόλοι:
Toshiro Mifune … Kingo Gondo
Tsutomu Yamazaki … Ginjiro Takeuchi
Tatsuya Nakadai … επιθεωρητής Tokura
Kyoko Kagawa … Reiko Gondo
Tatsuya Mihashi … Kawanishi
Kenjiro Ishiyama … επιθεωρητής ‘Bos’n’ Taguchi
Isao Kimura … ντετέκτιβ Arai
Takeshi Kato … ντετέκτιβ Nakao
Yutaka Sada … Aoki
Takashi Shimura … ντετέκτιβ
Susumu Fujita … ντετέκτιβ
Yoshio Tsuchiya … ντετέκτιβ Murata
Jun Tazaki … Kamiya
Nobuo Nakamura … Ishimaru
Yunosuke Ito … Baba
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Hideo Oguni, Ryuzo Kikushima, Eijiro Hisaita, Akira Kurosawa
Παραγωγή: Ryuzo Kikushima, Tomoyuki Tanaka
Μουσική: Masaru Sato
Φωτογραφία: Asakazu Nakai, Takao Saito
Μοντάζ: Akira Kurosawa
Σκηνικά: Yoshiro Muraki
Κοστούμια: Miyuki Suzuki
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Tengoku to Jigoku
- Ελληνικός Τίτλος: Ο Δολοφόνος του Τόκιο
- Διεθνής Τίτλος: High and Low
- Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Ο Δολοφόνος του Τόκυο
Άμεσοι Σύνδεσμοι
- High and Low (2025)
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: King’s Ransom: An 87th Precinct Mystery του Evan Hunter.
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα ξενόγλωσσης ταινίας.
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βενετίας.
Παραλειπόμενα
- Βασίζεται σε μυθιστόρημα του 1950 από τον Ed McBain (υπέγραφε ως Evan Hunter), που από το 1962 είχε διασκευαστεί εν είδει επεισοδίου της τηλεοπτικής σειράς 87th Precinct στις ΗΠΑ (επεισόδιο 21 με τίτλο King’s Ransom). Η ταινία του Akira Kurosawa ήταν όμως αυτή που το έκανε δημοφιλές, και θα ακολουθήσουν ριμέικ σε Ινδία, Χονγκ Κονγκ, Ιαπωνία (τηλεταινία του 2007) και ΗΠΑ (από τον Spike Lee).
- Τα γυρίσματα μοιράστηκαν ανάμεσα στα Toho Studios (εκεί, σε δύο πλατό, ήταν και η βίλα του κεντρικού ήρωα, αλλά και όσα αφορούν την τελική σκηνή) και διάφορα σημεία της Γιοκοχάμα. Είναι χαρακτηριστική η εμφάνιση σε αυτά μιας Ιαπωνίας που εξελίσσονταν τεχνολογικά (κυρίως όσον αφορά τα μέσα μεταφοράς) εν όψει τότε της Ολυμπιάδας του Τόκυο του 1964.
- Κάποιες λήψεις τραβούσαν ως το 10λεπτο, και θα ήταν μεγαλύτερες σε διάρκεια εάν το επέτρεπε η τεχνολογία των διαθέσιμων καμερών. Επίσης, το φιλμ γυρίστηκε σε CinemaScope.
- Ο ολότελα άπειρος κινηματογραφικά Tsutomu Yamazaki εμφανίστηκε στην οντισιόν εξαιρετικά νευρικός, και ηρέμησε μόνο όταν άρχισε να συνομιλεί με τον σκηνοθέτη. Η εμφάνιση του εδώ θα τον εκτοξεύσει σε αστέρι πρώτου μεγέθους για τη χώρα του, και μεταξύ άλλων θα εμφανιστεί σε ακόμα δύο ταινίες του Kurosawa.
- Ο Kurosawa θα δηλώσει αργότερα ότι επέλεξε τη συγκεκριμένη ταινία επειδή ο γιος ενός φίλου του είχε απαχθεί. Ομολόγησε όμως ότι δεν ήταν ιδιαίτερα ενθουσιασμένος με τη γραφή του Ed McBain, και οι αλλαγές στο κείμενο ήταν αρκετές, με αιχμή το φινάλε και τις κοινωνικές αντιθέσεις επί τους νοήματος.
- Το φινάλε είχε μεν γραφτεί στο σενάριο ίδιο με του βιβλίου, αλλά ο δημιουργός το άλλαξε βλέποντας την ισχυρή ερμηνεία του Yamazaki και το γύρισε ως μια μακρά συνομιλία ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστές. Παρότι όμως αυτό χρειάστηκε δύο εβδομάδες για να γυριστεί, ο Kurosawa αποφάσισε να το περικόψει.
- Το post-production επισπεύστηκε στον έναν μήνα, με τις δοκιμαστικές προβολές να είναι ενθουσιώδεις και το φιλμ να παίρνει ευρεία διανομή. Το αποτέλεσμα ήταν να γίνει η μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία του Kurosawa εντός της χώρας του. Η ακόλουθη επιτυχία σε αίθουσες της Νέας Υόρκης τράβηξε την προσοχή της 20th Century Fox, που του είχε προσφέρει να αναλάβει το πολεμικό έπος Τόρα! Τόρα! Τόρα! Υπήρχε όμως κι ένας προσωπικός αντίκτυπος για τον σκηνοθέτη, που δεν ήταν καθόλου θετικός. Με την έξοδο της ταινίας στις αίθουσες, κάποιοι τηλεφωνούσαν σπίτι του και απειλούσαν ότι θα απαγάγουν την κόρη του. Το κορίτσι έτσι έπρεπε να πηγαίνει και να έρχεται από το σχολείο φρουρούμενο.
- Οι κριτικές ήταν άμεσα υψηλές, και θεωρείται ως ένα από τα πλέον επιδραστικά φιλμ του ιάπωνα δημιουργού, κυρίως όσον αφορά τα αστυνομικά φιλμ που επικεντρώνονται στα διαδικαστικά των ερευνών.
Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης
Έκδοση Κειμένου: 17/12/2024
Παράδεισος και κόλαση. Αυτό σημαίνει ο τίτλος «Tengoku to jigoku» (1963), απόλυτα ταιριαστός σε μια ιστορία ηθικής παρακμής, όχι ενός ατόμου αλλά της κοινωνίας γενικότερα. Η αφηγηματική δομή που επέλεξε ο Akira Kurosawa είναι δυαδική.
Παράδεισος είναι ο κόσμος του επιχειρηματία Gondo (Toshiro Mifune), που ζει με την οικογένεια του σε μια βίλα που στέκεται επιβλητικά σε έναν λόφο, κοιτάζοντας αφ’ υψηλού τις φτωχικές συνοικίες του Τόκυο. Το πρώτο μέρος της ταινίας έχει θεατρική δομή και διαδραματίζεται αποκλειστικά στη βίλα. Ο Gondo φιλοξενεί μια συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της National Shoes και καλείται να συμμετάσχει στην αποπομπή του ευσυνείδητου προέδρου της εταιρίας, ο οποίος αντιστέκεται στην πρόθεση των άλλων μεγαλομετόχων να παράγουν μια νέα σειρά παπουτσιών -λιγότερο ανθεκτικών αλλά πιο κερδοφόρων. Ο Gondo απορρίπτει την πρόταση και αντ’ αυτού ξεκινά μια αιφνιδιαστική απόπειρα εξαγοράς της εταιρίας -αφού υποθηκεύει σχεδόν όλα όσα κατέχει. Λίγες ώρες πριν οριστικοποιηθεί η εξαγορά, ένας άνδρας τηλεφωνεί στο σπίτι του και απαιτεί λύτρα 30 εκατομμυρίων γιεν για τον απαχθέντα γιο του. Αποδεικνύεται, ωστόσο, ότι ο απαγωγέας έχει πάρει κατά λάθος τον γιο του σοφέρ του, Aoki (Yutaka Sada). Τότε ο Gondo αντιμετωπίζει ένα δύσκολο δίλημμα: αν πληρώσει τα λύτρα, η εξαγορά θα αποτύχει και θα χάσει τα πάντα. Εάν οριστικοποιήσει την προσφορά, αργά ή γρήγορα τα μέσα ενημέρωσης θα τον κατηγορήσουν για την απόφασή του να μη βοηθήσει τον πιστό υπάλληλο του, αμαυρώνοντας τη δημόσια εικόνα του. Σε αυτό το πρώτο μέρος, ο επιχειρηματικός κόσμος περιγράφεται με όλη την αδίστακτη αναλγησία και σκληρότητα του.
Τα δυο μέρη της ταινίας συνδέονται με μια συναρπαστική τετράλεπτη σεκάνς που γυρίστηκε σε πραγματικό τρένο, γυρισμένη με 6 κάμερες χειρός. Αυτό το διάσημο ιντερμέδιο, στο οποίο κορυφώνεται η δράση, είναι ένα από τα μεγάλα επιτεύγματα κινηματογραφικού μοντάζ, καθώς εμπεριέχει όλα τα συστατικά των συγκρούσεων της ταινίας, συμπιεσμένα στον χώρο και τον χρόνο, εξωθώντας το σασπένς στα άκρα.
Κόλαση είναι ο κόσμος του απαγωγέα Ginjiro Takeuchi (Tsutomu Yamazaki), ενός κοινωνιοπαθούς ασκούμενου γιατρού που από την παιδική του ηλικία βλέπει το «παλάτι» του Gondo από το παράθυρο του άθλιου διαμερίσματός του. Στο δεύτερο αυτό μέρος η ταινία μετατρέπεται σε αγωνιώδες νουάρ, αν και κάτω από το φως του ήλιου. Οι σκηνές του αστυνομικού τμήματος, όπου ο Kurosawa απεικονίζει ανθρώπινες ομάδες με μια αίσθηση όγκου αντάξια των ζωγράφων της Αναγέννησης, εναλλάσσονται με βουτιές στην αστική μυρμηγκοφωλιά της μητρόπολης και των προαστίων. Η περιπλάνηση των αστυνομικών σε αναζήτηση του απαγωγέα μετατρέπεται σε ένα εφιαλτικό ταξίδι στον κύκλο του Δάντη, ανάμεσα σε ανθρώπινα ναυάγια μεταξύ ζωής και θανάτου, βρώμικες πόρνες και αποστεωμένους ναρκομανείς να σέρνονται σαν ζόμπι εκλιπαρώντας για τη δόση τους. Σε μια ανατριχιαστική σεκάνς, ο Takeuchi περιφέρεται σαν αρπακτικό, αναζητώντας ένα στερητικό άτομο ως πειραματόζωο για δοκιμή καθαρής ηρωίνης. Όταν τη βρίσκει την περικυκλώνει σαν «δόκτωρ θάνατος» με την αντανάκλαση από το φως του δρόμου στα μεγάλα μαύρα γυαλιά του να δημιουργεί την εικόνα του αποτρόπαιου βλέμματος του «Εωσφόρου». Η μινιμαλιστική μουσική του Masaru Sato, που συνδυάζει τζαζ και electronica, ενισχύει περαιτέρω τη ζοφερή ατμόσφαιρα.
O Takeuchi απεικονίζεται ως ένας πραγματικός δαίμονας της κόλασης, που δεν σέβεται την ανθρώπινη ύπαρξη. Παρόλα αυτά ζητά να συναντηθεί με τον Godo πριν την εκτέλεσή του. Στη συνάντηση τους, το πρόσωπο του καθενός αντανακλάται πάνω σε αυτό του άλλου, με τις επικαλυπτόμενες εικόνες να νοηματοδοτούν ότι δεν υπάρχει τόσο μεγάλη διαφορά μεταξύ των δύο ανδρών, μεταξύ Καλού και Κακού. Μετά την απελπισμένη ομιλία του θανατοποινίτη, η ιστορία αρχίζει να φαίνεται υπό νέο φως. Οι ασυμβίβαστες ταξικές αντιφάσεις δημιουργούν χαώδεις οικονομικές ανισότητες. Οι άνθρωποι, χωρίς να το συνειδητοποιούν, με τα ίδια τους τα χέρια δημιουργούν για τον εαυτό τους τόσο τον παράδεισο όσο και την κόλαση, και αλαζονικά πιστεύουν ότι η νομοτελειακή τιμωρία θα τους παρακάμψει.
Βαθμολογία:
0 κακή | 1 μέτρια | 2 ενδιαφέρουσα | 3 καλή | 4 πολύ καλή | 5 αριστούργημα