Συντάκτης: Ορέστης Μαλτέζος

Στα οκτώ χρόνια που μεσολάβησαν από την κυκλοφορία της “Βαϊάνα”, οι σεναριογράφοι δεν κατόρθωσαν να ανακαλύψουν έναν σοβαρό αφηγηματικό λόγο για τη δημιουργία ενός σίκουελ, με την ταινία αυτή να φέρει μια επιτηδευμένη μίξη στοιχείων ελάχιστης συνδυαστικής ικανότητας. Η έφηβη Βαϊάνα της πρώτης ταινίας είχε παρουσιαστεί ως αισιόδοξη, θαρραλέα και προσανατολισμένη στον στόχο της, μόνο που εδώ η προσωπική εξέλιξη του ρόλου της πέφτει στο περιθώριο, όχι μόνο επειδή το σενάριο δεν δίνει ποτέ μια πειστική εξήγηση για τον λόγο της αποστολής που αναλαμβάνει, αλλά και γιατί είναι πολύ λιγότερο συναρπαστικό από συναισθηματική άποψη. Εξακολουθούμε να αγωνιούμε για τη Βαϊάνα, μιας και είναι η πιο πρακτική και με θετική ενέργεια χαρακτήρας της Ντίσνεϊ, αλλά όλες οι αμφιβολίες και οι αβεβαιότητες υπάρχουν γραμμένες στον ρόλο της απλώς και μόνο επειδή έτσι λειτουργεί η κλασική δραματουργία.

Από μια μεγάλη πρώτη πράξη που αναμασά τα πετυχημένα στοιχεία της πρωτότυπης ταινίας, οι χαρακτήρες περνούν από μια σειρά καταστάσεων που δεν έχουν λόγο ύπαρξης μετά το πέρας της σκηνής τους και εκ τούτου δεν αναπτύσσονται ποτέ πέρα από μια απελπισμένη προσπάθεια να βρεθεί κάτι ενδιαφέρον εντός τους ώστε να μην είναι βαρετές. Τουλάχιστον αυτό επιτυγχάνεται αρκετά συχνά, παρότι δεν είναι ποτέ εξίσου αστείο. Οι βοηθητικοί χαρακτήρες αποτελούνται κυρίως από τα τέσσερα μέλη του πληρώματος, το καθένα με μια προσωπική ιδιορρυθμία, που ελάχιστα γίνονται ενεργοί και περισσότερο βρίσκονται εκεί για να ενισχύσουν το μήνυμα της συντροφικότητας και της δύναμης-στους-αριθμούς που έχει η πλοκή. Αυτή που ξεχωρίζει περισσότερο είναι η Σιμέα, η μικρή αδερφή της Βαϊάνα, που ακόμα και στην ελάχιστη διάρκεια που εμφανίζεται, φέρνει μια ζεστασιά. Μια ειδική μνεία στον χαρακτήρα της Ματάνγκι, που ενώ προμηνύει για μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα προσθήκη, το σενάριο ολοκληρώνει ταχύτατα τη συμβολή της και δεν ξαναεμφανίζεται ποτέ. Κρίμα.

Από τεχνικής άποψης, δεν είναι υπερβολή πως αυτό που μπορεί να επιτευχθεί πλέον με τη βοήθεια της τεχνολογίας είναι εκπληκτικό. Η “Βαϊάνα” ήδη μας είχε πάει στον υπέροχο θαλασσινό κόσμο της Πολυνησίας έτσι όπως απεικονίστηκε σε animation από τους Musker και Clements, και εδώ βελτιώνεται ακόμα περισσότερο όσον αφορά την οπτική και τα μαγευτικά «αξιοθέατα», με τα χρώματα να αστράφτουν, ειδικά το μπλε του νερού και το πράσινο της νησιωτικής βλάστησης. Στο soundtrack είναι αισθητή η απουσία του Lin Manuel-Miranda, με τα τραγούδια να ξεφεύγουν μεν από το γενικό χαρακτηρισμό του showtune που συχνά συναντάμε σε animation ταινίες και να έχουν έναν καλοδεχούμενο δυναμισμό και σύγχρονο ήχο, αλλά δεν είναι διόλου πιασάρικα και βρίσκονται τοποθετημένα σε σημεία που νιώθεις πως οι σεναριογράφοι δεν είχαν ιδέες και έκλειναν απλώς τρύπες.

Αν ήμασταν στη δεκαετία του ‘90, η “Βαϊάνα 2” θα ήταν το σίκουελ σε βιντεοκασέτα που μπορεί ποιοτικά να μην έφτανε ούτε κατά διάνοια το πρωτότυπο αλλά είχε πολύ δυνατή ιστορία και χαρακτήρες, όπως το “Βασίλειο του Σίμπα” ή η “Επιστροφή του Τζαφάρ”, με τη διαφορά πως εδώ έχουμε ένα εξαιρετικής ποιότητας animation αλλά ιδέες τόσο περιστασιακές που θα ταίριαζαν καλύτερα σε αυτοτελή 20λεπτα επεισόδια του Nickelodeon. Επειδή όμως ο ηλικιακός στόχος κινείται σε πιο ανήλικους δρόμους, αυτό το σίκουελ δεν θα απογοητεύσει, πολύ απλά χάρη στην ίδια τη Βαϊάνα, μια από τις καλύτερες ηρωίδες του στούντιο.

Βαθμολογία:

0 κακή | 1 μέτρια | 2 ενδιαφέρουσα | 3 καλή | 4 πολύ καλή | 5 αριστούργημα

| μπείτε και στη σελίδα της ταινίας για περισσότερα

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΚΑΙ...

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *