Κριτική | Μονομάχος ΙΙ (2024)
Συντάκτης: Ορέστης Μαλτέζος
Ο Ρίντλεϊ Σκοτ είναι ένας θαυμαστός τεχνίτης του mainstream κινηματογράφου: πώς αλλιώς να χαρακτηρίσεις έναν σκηνοθέτη που στα 86 του χρόνια παραδίδει τα πιο φιλόδοξα ιστορικά έπη με την “Τελευταία Μονομαχία” και τον “Ναπολέοντα”, ταινίες κατά πολύ ανώτερες του “Βασιλείου των Ουρανών” και της “Εξόδου: Θεοί και Βασιλιάδες”; Κι ας το κάνει με έναν πονηρό “παλαιάς σχολής” τρόπο που δίνει στον “Μονομάχο 2” μια σπάνια ποιότητα και το παράξενο πλεονέκτημα να είναι τόσο ένα σίκουελ όσο και μια επανεκκίνηση της ίδιας ακριβώς ιστορίας, μια μίμηση και ταυτόχρονα μια λαμπρή αναδιάταξη του πρωτότυπου, όπου από τη μια το θέμα είναι πιο περίπλοκο και από την άλλη παρουσιάζεται με πιο βατούς όρους.
Ο αξιόπιστος σεναριογράφος και σταθερός συνεργάτης του Σκοτ, Ντέιβιντ Σκάρπα, αναδιαρθρώνει την προηγούμενη ιστορία του Ντέιβιντ Φρανζόνι ώστε να κατασκευάσει μια κλασικότροπη ‘ταινία χλαμύδας’ ιταλικού στιλ, με την υπόθεση βγαλμένη από τις ταινίες του Μασίστα, πασπαλισμένη με γερές δόσεις “Μπεν-Χουρ” και “Πτώσης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας”: ένας βάρβαρος ενάντια σε μια αυτοκρατορία με κίνητρο μια γυναίκα που σκοτώθηκε σε μάχη, ένας ξεχασμένος ήρωας, μια πονεμένη μητέρα, μια διεφθαρμένη πόλη, και ένα αδύνατο όνειρο, στοιχεία εμποτισμένα με σκληρές και βάναυσες μονομαχίες σώμα-με-σώμα. Πρωταγωνιστής ο χαμένος πρίγκιπας Λούσιος που καλείται να προσαρμοστεί στις διαφορετικές επιταγές του καθήκοντος και να μεταπηδήσει από το τυφλό μίσος ενάντια στον στρατηγό Ακάκιο στη συνειδητοποίηση σχετικά με την ταυτότητα των πραγματικών εχθρών, όχι μόνο οι δίδυμοι αδερφοί-αυτοκράτορες -μια παρωδία των παρανοϊκών πολιτικών-κλόουν του 21ου αιώνα- αλλά και ο δουλέμπορος Μακρίνος (Ντένζελ Ουάσινγκτον), ένας μακιαβελιστής εκπρόσωπος του καπιταλισμού που παίζει το παιχνίδι του χρησιμοποιώντας τη βία, μία “εμφανή παγκόσμια γλώσσα” σύμφωνα με τον ίδιο, εξαναγκάζοντας την αδικία, την εκμετάλλευση, τη διαφθορά και τον φόβο, προσφέροντας στους πληβείους άφθονα θεάματα αλλά πλέον καθόλου άρτο.
Ερμηνευτικά έχουμε την αξιοπρεπή επιστροφή των Ντέρεκ Τζάκομπι και Κόνι Νίλσεν, την εισαγωγή των άψογων Τζόζεφ Κουίν και Φρεντ Χέτσινγκερ, και φυσικά το δίδυμο Πολ Μεσκάλ και Πέντρο Πασκάλ που ενσαρκώνει υπέροχα τη φόρμουλα του ουμανιστικού ιδεαλισμού έναντι του υποδουλωμένου πραγματισμού. Ο Μεσκάλ επιβάλλει άψογα την παρουσία του ως ένας αντιήρωας δράσης παρά ως χαρισματικός ερμηνευτής, καθότι η ταινία δεν του το ζητάει και ο τόνος που διατρέχει το ταξίδι του είναι μάλλον απαισιόδοξος και απομυθοποιητικός παρά ηρωικός. Ο Σκοτ και ο Σκάρπα δεν επιχειρούν να δημιουργήσουν έναν ακόμα Μάξιμο και παρουσιάζουν τον Λούσιο ως ένα θνητό θύμα, ένα αντικείμενο πολλαπλής χρήσης παρά ένα στιβαρό υποκείμενο δράσης. Αυτό που ενδιαφέρει περισσότερο τον Σκοτ είναι ο χαρακτήρας του Μακρίνου, που εκφράζει το αουτσάιντερ ως παράγοντα αλλαγής, τη δύναμη που κινείται στο περιθώριο του συστήματος μέχρι να το καταστρέψει ή να καταστραφεί. Μετά την εναρκτήρια σεκάνς που αναβιώνει το είδος του peplum με την εισβολή των ρωμαϊκών λεγεώνων μέσω μιας θαλάσσιας εισβολής με τριήρεις στο βασίλειο της Νουμιδίας που σηματοδοτεί την έναρξη της πορείας του Άννωνα/Λούσιου, ο Σκοτ μάς εισάγει στον ρωμαϊκό υπόκοσμο και τις ίντριγκες του παλατιού, στοιχείο στο οποίο ο Σκοτ επιστρέφει κάθε φορά που η αφήγηση κινδυνεύει να χωλαίνει.
Σκηνοθετικά, η ταινία κινείται με μια απερίσκεπτη ισορροπία ανάμεσα σε εθιστικά σουρεαλιστικές σκηνές μάχης και σεκάνς πολιτικού θρίλερ τυλιγμένου με στιγμές οικογενειακού μελοδράματος. Είναι αξιοσημείωτο το πώς η ταινία φλερτάρει με το deja-vu χρησιμοποιώντας ανά σημεία έως και τα ίδια πλάνα με την ταινία του 2000 και ταυτόχρονα διαθέτει την αναβράζουσα μαεστρία του Σκοτ, με τον τρόπο που το soundtrack του Harry Gregson-Williams αναβιώνει τη λογική αυτού του Hans Zimmer χωρίς να το καταχράται. Ο “Μονομάχος 2” αποτελείται από μια νέα ταινία εντός μιας παλιάς ταινίας, με τα κομμάτια να ταιριάζουν μεταξύ τους χάρη στην ανακάλυψη μιας μηδενιστικής αφήγησης για τον πυρήνα των μηχανισμών που αρθρώνουν την ίδια εξουσία σήμερα όσο και πριν από δύο χιλιάδες χρόνια. Πρόκειται για έναν γνήσιο Σκοτ που έχει υποστεί ανακαίνιση, και σε αντίθεση με άλλους βετεράνους κινηματογραφιστές, έχει ακόμα τη δύναμη να παρασύρει και να εντυπωσιάζει τον θεατή.
Βαθμολογία:
0 κακή | 1 μέτρια | 2 ενδιαφέρουσα | 3 καλή | 4 πολύ καλή | 5 αριστούργημα