Συντάκτης: Σταύρος Γανωτής

Πέσαμε σε περιπτωσάρα, και απορώ πώς χρειάστηκε να φτάσει στο τρίτο μέρος για να το ανακαλύψουν οι έλληνες διανομείς. Χωρίς λοιπόν να έχω κι εγώ προσωπική επαφή με τα δύο πρώτα κεφάλαια, ελάχιστα με απασχόλησαν κατά τη θέαση οι πολλές αναφορές σε αυτά, και ομολογώ πως το απόλαυσα. Πέστε το ενοχικά, μια και πλησιάζει επικίνδυνα στον αδόκιμο όρο «σίχαμα», αλλά και δεν έχει  καμία ηθική αναστολή ούτε για τα προσχήματα.

Σίγουρα υπάρχουν ολόγυρα μικρές ατεχνίες που δεν καλύπτονται πάντα από το γεγονός ότι παρακολουθούμε μια χαμηλού μπάτζετ ταινία, αλλά ενώ έτσι δεν θα πρέπει να υπερβάλουμε στην τελική ετυμηγορία επί του συνόλου, ελάχιστα ως καθόλου υπονομεύουν τη χαρά του ορκισμένου λάτρη της καλής ταινίας τρόμου. Ξεχνάμε ό,τι έχει συμβεί κινηματογραφικά από τη δεκαετία του 1990 και έπειτα, κι επιστρέφουμε ολοταχώς στη χρυσή εποχή του σλάσερ και του σπλάτερ, όταν το αίμα «μύριζε» αίμα, και οι κανόνες του mainstream αγνοούνταν κατά κόρον από θεοπάλαβους κινηματογραφιστές. Έχουν γίνει αρκετές φυσικά παρόμοιες προσπάθειες τα τελευταία 20 χρόνια για την επιστροφή του είδους στις ρίζες του, αλλά ίσως αυτή είναι η πιο ουσιαστικά τολμηρή και εύστοχη.

Χωρίς να ομολογώ ότι με γοήτευσε, ο κλόουν πρωταγωνιστής είναι εφάμιλλος με τον σχιζοφρενή με το πριόνι, τον Τζέισον, τον Μάικ Μάιερς και όλη τη γνωστή παλιοπαρέα. Με λίγο άστοχο και κλισέ κυνικό χιούμορ που όμως καθορίζει τη μοναδικότητα του ως ήρωα, έχει αυτό που πρέπει να έχουν όλοι οι συγκεκριμένοι της φάρας του: καμία αναστολή. Το μεταφυσικό που τον περικλείει ως ύπαρξη δικαιολογεί την ανομολόγητη φύση όσων πράττει, κι έτσι αποφεύγουμε αυτό το εξίσου ανομολόγητο να παρουσιάζονται ως ψυχοπαθείς δολοφόνοι παρόμοιων πράξεων άνθρωποι κανονικοί με δείκτη ευφυΐας στον θεό -μια φασίζουσα λογική που δεν πρέπει να παίρνουμε στα σοβαρά. Το εξίσου θετικό είναι πως ο Αρτ ο κλόουν είναι η παραφωνία σε ένα γενικό σκηνικό που αφορά οικογένεια, νιάτα και γιορτές. Μια μίξη που πάντα πετύχαινε, και είναι δύσκολο να μην πετύχει (ο Spielberg κι αν το είχε πάρει αυτό χαμπάρι). Αγγίζει τον θεατή στα ευαίσθητα του σημεία, και ανεβάζει τον πήχη της φρίκης.

Μια φρίκη που βρίσκει απεικόνιση σε σκηνές που αν είχαν προβληθεί προ λίγων δεκαετιών θα τις θυμόμαστε σαν κλασικές του είδους. Και αυτό άμεσα προτείνει το ερώτημα αν το ψηφιακό σινεμά και οι οργανωμένες στην εντέλεια παραγωγές μπορούν να εκφράσουν την αυθεντικότητα και την αμεσότητα οπτικών εφέ φτιαγμένων με περισσότερο μεράκι και κόπο παρά επαγγελματισμό. Ακόμα και η αίσθηση του ψεύτικου σε αυτές παραπέμπει σε εκείνο το ελλαττωματικό «χρατς» των δίσκων βινυλίου που τόσο μα τόσο λείπει από τη σημερινή μουσική…

Χαλαρώνουμε εν ολίγοις, θυμόμαστε ότι βλέπουμε μυθοπλασία και όχι ντοκιμαντέρ, και απολαμβάνουμε ένα ψυχανώμαλο -στην κυριολεξία- φιλμ, που αντί όμως να σε ωθεί στη βία, σε σπρώχνει με αιματηρή χάρη προς τη νοσταλγία.

Βαθμολογία:

0 κακή | 1 μέτρια | 2 ενδιαφέρουσα | 3 καλή | 4 πολύ καλή | 5 αριστούργημα

| μπείτε και στη σελίδα της ταινίας για περισσότερα

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΚΑΙ...

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *