Συντάκτης: Ορέστης Μαλτέζος

Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, η ολλανδική τηλεόραση πρόβαλλε ένα ντοκιμαντέρ αφιερωμένο στην εγχώρια κινηματογραφική βιομηχανία που τότε είχε πάρει πολύ τα πάνω της. Μέσα υπήρχε και μια σκηνή με τον σκηνοθέτη Πολ Βερχόφεν στο αεροδρόμιο, τη στιγμή που ήταν έτοιμος να αφήσει πίσω τη γενέτειρά του και να κυνηγήσει την καριέρα του στο Χόλιγουντ, χαρακτηρίζοντάς τον ως “τον σκηνοθέτη που μάζεψε τον περισσότερο κόσμο στα σινεμά”. Κι αυτό ήταν αλήθεια. Οι ταινίες του Βερχόφεν δεν ήταν μόνο εμπορικές επιτυχίες στην Ολλανδία, αλλά είχαν κάνει εντύπωση και στον υπόλοιπο κόσμο, με το “Λουλούδι της Σάρκας” [Turkish Delight, 1973] να κερδίζει το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας. Αυτό που ήταν εξίσου αλήθεια αλλά δεν έδειξε κανένα ντοκιμαντέρ ήταν πως ο Βερχόφεν δεν έφυγε οικειοθελώς αλλά τον έδιωξαν κακήν-κακώς οι κριτικοί και οι παραγωγοί που θεωρούσαν ότι οι ταινίες του δεν υποβάθμιζαν μόνο το σινεμά αλλά και την κοινωνία ολόκληρη. Βλέπετε, ο εμπορικότερος σκηνοθέτης της χώρας ήταν γι’ αυτούς εμπορικός με τον λάθος τρόπο.

Όπως δήλωσε ο ίδιος ο Βερχόφεν: «Οι ταινίες στην Ολλανδία χρηματοδοτούνται κατά το ήμισυ από το κράτος. Στα μέσα του ‘80, ήταν σχεδόν αδύνατο να πάρω λεφτά από τις κρατικές επιτροπές. Θεωρούσαν ότι οι ταινίες μου πρόβαλλαν κακά πράγματα και ήταν εμπορικές και υπερφίαλες».

Τι κι αν κέρδιζε στα διεθνή βραβεία, τι κι αν ο ίδιος ο Σπίλμπεργκ τού είχε απευθύνει ανοιχτή πρόσκληση, ο Βερχόφεν παρόλα αυτά δεν ήθελε να εγκαταλείψει την Ολλανδία. Ο κόσμος έβλεπε τις ταινίες του, είχε φτιάξει την κινηματογραφική του ομάδα με την οποία συνεργαζόταν άψογα, μέσα στην οποία βρισκόταν και ο ηθοποιός Ρούτγκερ Χάουερ, και είχε και μια οικογένεια που έπρεπε να θρέψει. Μέχρι που η σύζυγός του πήρε την απόφαση γι’ αυτόν. «Δεν θα τολμούσα να το κάνω χωρίς την υποστήριξή της. Μου είπε ‘πήγαινε και όταν τελειώσουν τα παιδιά το σχολείο θα έρθω να σε βρω, δεν μπορώ να σε βλέπω άλλο να γελοιοποιείσαι, υπάρχουν τόσες ευκαιρίες στην Αμερική’». Έτσι λοιπόν, ο Πολ Βερχόφεν αποχαιρέτησε την Ολλανδία που δεν μπορούσε να νιώθει ότι θίγεται η κοινωνία της, για να πάει στην Αμερική όπου, όπως ανακάλυψε, δεν είχε κανένα πρόβλημα να θιχτεί η υπόληψη της δικής της κοινωνίας από έναν σκηνοθέτη εμπορικό, σε μια χώρα όπου αυτή η λέξη έχει μόνο θετικό πρόσημο. Άλλωστε, δεν πήγε στα τυφλά. Στην τσέπη του είχε ένα σενάριο με τίτλο “RoboCop”…

Ρόμποκοπ: Ο Μπάτσος Ρομπότ | RoboCop (1987)

«Μου το έστειλαν ενώ βρισκόμουν σε διακοπές. Ήμουν στην παραλία, το διάβασα στα γρήγορα και το πέταξα, το βρήκα απαίσιο. Όταν βγήκα από τη θάλασσα, η γυναίκα μου είπε ‘κάνεις λάθος, διάβασέ το πάλι, υπάρχουν πολλές δυνατότητες για να κάνεις κάτι ξεχωριστό και ενδιαφέρον’. Και το διάβασα ξανά, αυτή τη φορά πιο προσεκτικά».

Με ένα λεξικό ανά χείρας, ο Βερχόφεν μελέτησε προσεκτικά το φουτουριστικό σενάριο των Εντ Νιεμάιερ και Μάικλ Μάινερ, το οποίο βασίστηκε σε μια απλή ιδέα που γεννήθηκε στον Νιεμάιερ όταν δούλευε στο “Blade Runner”. Είχε ρωτήσει έναν τεχνικό το θέμα της ταινίας, ο οποίος του αποκρίθηκε: «Είναι για έναν μπάτσο που κυνηγάει ρομπότ». Καλό ακούγεται, σκέφτηκε, αλλά και το ανάποδο δεν θα ήταν καλή ιδέα; Ένας μπάτσος-ρομπότ που κυνηγάει ανθρώπους; Κι έτσι γεννήθηκε το “RoboCop”, μια φουτουριστική περιπέτεια που πάτησε πάνω σε μια βαθιά ανθρώπινη συνθήκη -την άφιξη του αστυνομικού και οικογενειάρχη Μέρφι στο σκληροτράχηλο τμήμα της Νέας Υόρκης και τη δολοφονία του από κακοποιούς- την οποία ο Βερχόφεν έντυσε με ένα απίστευτο κρεσέντο γραφικής βίας αλλά και μαύρου χιούμορ, το οποίο περίκλειε μέσα του έναν λεπτό αλλά διάχυτο κοινωνικό σχολιασμό.

Φτάνοντας ολομόναχος στο Χόλιγουντ, ο Βερχόφεν έπαθε το πρώτο πολιτισμικό σοκ ενός Ευρωπαίου που βρίσκεται ξαφνικά στην Αμερική, ιδιαίτερα από την τηλεόραση που ήταν γεμάτη από κηρύγματα τηλευαγγελιστών και «αυτά τα απίστευτα διαφημιστικά» που διέκοπταν το πρόγραμμα ανά δέκα λεπτά. Αντί να νιώσει ξένος σε ξένη χώρα, αποφάσισε να εκμεταλλευτεί αυτή την αίσθηση υπέρ του. Η αλλόκοτη παραξενιά της Αμερικής θα γινόταν θέμα στις ταινίες του. «Έβαλα μέσα την έκπληξη που μου προξένησε η Αμερική, ιδιαίτερα στις επόμενες ταινίες μου, όταν πλέον είχαν περάσει κάποια χρόνια και ήμουν πιο υποψιασμένος και επικριτικός». Το αποτέλεσμα ήταν μια ταινία με σκοτεινά σατιρικά στοιχεία, μεταξύ άλλων τα ψεύτικα διαφημιστικά που αποτελούσαν κομμάτι του σεναρίου και έγιναν κάτι σαν προσωπικό trademark στις μετέπειτα δουλειές του. “Βομβάρδισέ τους προτού σε πιάσουν! Ακόμα ένα ποιοτικό επιτραπέζιο από την Butler Brothers!” ακούμε να λέει η φωνή του διαφημιστή καθώς βλέπουμε μια ευτυχισμένη οικογένεια να παίζει στο τραπέζι του σαλονιού της.

Οι λάτρεις των 80s ακόμα θα τινάζονται από ενθουσιασμό βλέποντας το logo της Orion Pictures, της εταιρείας που ανέλαβε την παραγωγή του “RoboCop”. Περιχαρείς από την επιτυχία του “Εξολοθρευτή”, οι παραγωγοί ήθελαν τον Σβαρτσενεγκερ για τον ρόλο του αστυνομικού Μέρφι μέχρι που αντιλήφθηκαν ότι το σωματικό του μέγεθος σε σχέση με τη μεταλλική στολή του RoboCop θα διέλυε κάθε αίσθηση χωροταξικής ισορροπίας. Έτσι, επέλεξαν τον Πίτερ Γουέλερ, με κύριο γνώμονα ότι είχε πολύ ωραίο πηγούνι. Αφοσιωμένος πλήρως στη Μέθοδο, ο Γουέλερ ανταποκρινόταν μόνο όταν τον αποκαλούσαν Μέρφι ή Ρόμπο, αφήνοντας τον Βερχόφεν βαθιά μπερδεμένο, ενώ ήρθε σε μεγάλη ρήξη με τον υπεύθυνο για τη δημιουργία της στολής, Ρομπ Μπότιν, με αποτέλεσμα η στολή να είναι έτοιμη δύο εβδομάδες αφότου είχαν αρχίσει τα γυρίσματα. Ο Γουέλερ ωρυόταν που δεν μπορούσε να κάνει πρόβα, ο Μπότιν βρυχόταν για τις περιορισμένες κινητικές δυνατότητες της στολής, και ο Βερχόφεν ούρλιαζε που δεν μπορούσε να κάνει τη δουλειά του. Και κάπως έτσι, ο παραγωγός σταμάτησε το γύρισμα για δύο ημέρες και απέλυσε τον Γουέλερ, για να τον επαναπροσλάβει όταν συνειδητοποίησε ότι η στολή που κόστισε 600.000 δολάρια ήταν κομμένη και ραμμένη πάνω του. «Στην πραγματικότητα, το λάθος ήταν δικό μου και του (σεναριογράφο) Εντ. Εμείς είχαμε προκαλέσει την καθυστέρηση στη στολή και όταν τελικά ήρθε, δεν είχαμε ιδέα πώς να τη χρησιμοποιήσουμε. Αυτές οι μέρες ήταν πολύ επικίνδυνες γιατί το πρότζεκτ έμοιαζε ότι θα διακοπεί. Εντέλει, μιλήσαμε με τον Πίτερ (Γουέλερ), ξεκαθαρίσαμε μαζί του πώς θα έχουν τα πράγματα και δύο ημέρες μετά ξαναρχίσαμε. Μέχρι τότε όμως, υπήρχαν στιγμές που πραγματικά ήθελα να φύγει από την ταινία».

Όταν η ταινία κυκλοφόρησε στις αίθουσες, ήταν μια μεγάλη δικαίωση για τον Βερχόφεν, αφού παράλληλα με την εμπορική επιτυχία εισέπραξε και την αποδοχή των κριτικών που διέκριναν πίσω από τη βίαιη διασκέδαση, αυτή την υποδόρια ειρωνική σάτιρα που είχε γοητεύσει τον Βερχόφεν στο σενάριο.


Ολική Επαναφορά | Total Recall (1990)

Η επιτυχία του “RoboCop” τράβηξε την προσοχή του Άρνολντ Σβαρτσενέγκερ που πρότεινε τον Βερχόφεν για σκηνοθέτη της ταινίας “Ολική Επαναφορά”, ενός μπλοκμπάστερ επιστημονικής φαντασίας, βασισμένου σε μια ιστορία του Φίλιπ Ντικ, με θέμα έναν άντρα που πηγαίνει για εμφύτευση αναμνήσεων από διακοπές στον πλανήτη Άρη, οι οποίες του ξυπνούν παλιότερες αληθινές(;) μνήμες που κάποιοι είχαν διαγράψει. Το πρότζεκτ βρισκόταν σε επεξεργασία για δέκα χρόνια, με τον σεναριογράφο Νταν Ο’Μπάνον [Άλιεν, 1979] και τον παραγωγό Ρον Σάσετ να προσπαθούν να βγάλουν από το ‘στεγνό’ διήγημα του Ντικ, αυτό που οι ίδιοι ονόμαζαν τους “Κυνηγούς της Χαμένης Κιβωτού στον Άρη”. Κατά συνέπεια, όταν ο Βερχόφεν ανέλαβε τη σκηνοθεσία, αντί να του έρθει ένας φάκελος με το σενάριο, του ήρθε ένα κιβώτιο με πενήντα διαφορετικά σενάρια, το καθένα με τις απορριπτέες συνεισφορές άλλων σκηνοθετών που είχαν στο μεταξύ ασχοληθεί, μεταξύ άλλων του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ. Έχοντας αντιληφθεί όμως ότι η ταινία γινόταν ουσιαστικά για να προβληθεί ο Σβαρτσενέγκερ, ο Βερχόφεν πήρε ορισμένες καθοριστικές αποφάσεις.

«Αποφάσισα να κάνω την ταινία πολύ λιγότερο σοβαρή από αυτό που σκοπεύαμε αρχικά. Ο Σβαρτσενέγκερ, μόνο με την παρουσία του, κάνει τα πάντα γύρω του να δείχνουν πιο υπερβολικά απ’ όσο είναι, οπότε έκρινα ότι ο τόνος της ταινίας έπρεπε αντίστοιχα να είναι πιο ελαφρύς, πιο αστείος και λίγο πιο τραβηγμένος». Με τη συνεισφορά του Γκάρι Γκόλντμαν, σεναριογράφου του “Χαμός στην Τσάιναταουν” του Τζον Κάρπεντερ, ξαναδούλεψαν την πλοκή τοποθετώντας μια σειρά από ευφάνταστα ευρήματα, όπως τα νύχια που αλλάζουν χρώμα, και εστίασαν στο πιο συναρπαστικό στοιχείο της ιστορίας: όσα συμβαίνουν είναι όλα αληθινά ή βρίσκονται μέσα στο κεφάλι του Ντάγκλας Κουέιντ;

Με προϋπολογισμό 55 εκατομμυρίων δολαρίων, η “Ολική Επαναφορά” ήταν για το έτος 1990 η πιο ακριβή παραγωγή που είχε γυριστεί ποτέ. Τα γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν στο Μεξικό όπου όλο το συνεργείο δούλευε μονίμως άρρωστο από τα ντόπια μικρόβια, με τον ίδιο τον Βερχόφεν να φεύγει από το νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν για να συνεχίσει το γύρισμα σε φορείο. Επίσης έμαθε πως οι φωνές που έβαζε στην Ολλανδία όταν κάτι πήγαινε στραβά, δεν είχαν θέση σε ένα αμερικανικό συνεργείο, οπότε έμαθε να ζητά συγνώμη και ανέπτυξε νέες τακτικές. Ξαναβλέποντας πριν λίγα χρόνια την ταινία σε blu-ray, έμεινε έκπληκτος με το πόσο βίαιη είναι. «Είναι γεμάτη αίμα και θάνατο. Αλλά είναι και πολύ αστεία. Αυτό που γυρίσαμε ήταν πολύ πιο ακραίο από αυτό που είδε ο κόσμος. Πάντα είχα προβλήματα με την επιτροπή καταλληλότητας. Δεν καταλαβαίνουν ότι όταν κόβεις μια βίαιη σκηνή, στην πραγματικότητα γίνεται ακόμα πιο βίαιη. Συντομευμένη, χάνει την υπερβολή της και γίνεται πιο ρεαλιστική».


Στρατιώτες του Σύμπαντος | Starship Troopers (1997)

Το 1959, ένας αμερικάνος ονόματι Ρόμπερτ Χάινλαϊν, είδε μια καμπάνια ενάντια στα πυρηνικά όπλα και έπαθε τέτοιον παροξυσμό που έκατσε και έγραψε τους “Στρατιώτες του Σύμπαντος”, ένα βιβλίο επιστημονικής φαντασίας που υμνούσε τις στρατιωτικές αξίες, το οποίο αφιέρωσε “σε όλους τους στρατιωτικούς εκπαιδευτές εκεί έξω που κοπιάζουν να κάνουν τα αγόρια άντρες”. «Το παράτησα μετά από δύο κεφάλαια, ήταν τόσο βαρετό. Ζήτησα απ’ τον (σεναριογράφο) Εντ Νιεμάιερ να μου πει την ιστορία, γιατί απλά δεν μπορούσα να το διαβάσω. Είναι ένα πολύ δεξιό βιβλίο». Η υποδόρια σάτιρα των προηγούμενων ταινιών του Βερχόφεν έμοιαζε να ταιριάζει γάντι στην κινηματογραφική διασκευή του βιβλίου αυτού, στην οποία θέλησε να δημιουργήσει μια επιτηδευμένη πολιτική κριτική πάνω στην έννοια της απολυταρχίας.

Η ταινία αφηγείται την πορεία μιας ομάδας νέων που μόλις έχουν τελειώσει το σχολείο και μπαίνουν στη στρατιωτική ακαδημία ώστε να γίνουν ‘πολίτες-υπήκοοι’ αντί για απλοί πολίτες, από τους οποίους στερούνται βασικές κοινωνικές δυνατότητες, και βρίσκονται να παίρνουν μέρος σε έναν διαπλανητικό πόλεμο ενάντια σε γιγαντιαία εξωγήινα αραχνίδια. Ο Βερχόφεν παρουσιάζει μια κοινωνία όπου η δημοκρατία έχει αποτύχει και οι καλοί βετεράνοι στρατιωτικοί ανέλαβαν να επιδιορθώσουν τα κακώς κείμενα. «Σε όλη την ταινία παλεύαμε με τον φασισμό και τον μιλιταρισμό. Θέλαμε κάθε στιγμή οι θεατές να αναρωτιούνται ‘είναι τρελοί αυτοί οι άνθρωποι’; Η πιο διαβόητη σκηνή της ταινίας είναι αυτή με τα κοινόχρηστα ντουζ όπου το ολόγυμνο καστ μοιάζει να έχει βγει από τον “Θρίαμβο της Θέλησης” της Λένι Ρίφενσταλ. «Η ιδέα ήταν πως αυτοί οι υποτίθεται εξελιγμένοι άνθρωποι δεν έχουν λίμπιντο. Στέκονται εκεί και μιλάνε για πόλεμο και τις καριέρες τους χωρίς να κοιτάζονται καθόλου. Κι όλο αυτό εκθειάζεται γιατί είναι φασίστες».

Όταν κυκλοφόρησε η ταινία, πήρε πολλές αρνητικές κριτικές και η Washington Post κατηγόρησε τους εμπλεκόμενους ως νεοναζί. «Ήταν τρομερά απογοητευτικό. Δεν μπορούσαν να δουν ότι αυτό που έκανα ήταν να δημιουργήσω με ειρωνικό τρόπο μια φασιστική ουτοπία. Τη διαφήμισαν σαν μια ακόμα μπαμ-μπουμ ταινία. Οι Άγγλοι το ‘πιασαν. Εβγαλαν αφίσες με ηλίθιες πολεμικές ατάκες από την ταινία και σκέφτηκα ‘επιτέλους κάποιος που ξέρει πώς να την προμοτάρει΄».

Ο Βερχόφεν εγκατέλειψε τη σκηνοθεσία στο Χόλιγουντ μετά την αποτυχία της ταινίας “Αόρατο Άγγιγμα” [Hollow Man, 2000]. Το κινηματογραφικό τοπίο στην Αμερική είχε αλλάξει ανεπιστρεπτί. Οι εταιρείες με τις οποίες δούλευε, η Carolco και η Orion, είχαν κηρύξει πτώχευση. «Διοικούνταν από ανθρώπους που ένιωθαν πως αφού επιλέξουν σκηνοθέτη, μετά όλα περνάνε από τα χέρια του, μια πολύ ευρωπαϊκή σκέψη φυσικά». Πλέον όλα καθορίζονταν από πολυεθνικές-κολοσσούς που απαρτίζουν το Χόλιγουντ όπως το ξέρουμε σήμερα. Και ο ίδιος νιώθει απογοήτευση από την έλλειψη νέων ιδεών. Οι “Στρατιώτες του Σύμπαντος” απέκτησαν χωρίς καμία δική του συμμετοχή δύο βιντεοταινίες-σίκουελ, ενώ η “Ολική Επαναφορά” και ο “RoboCop” έχουν γίνει ριμέικ. Και μοιάζει τόσο ειρωνικό πως αν ο Βερχόφεν πήγαινε σήμερα στην Αμερική, πιθανότατα θα αναλάμβανε να κάνει ριμέικ των ταινιών της δεκαετίας στην οποία δούλευε. Και τα οποία δεν θα είχαν καμία σχέση με τις ταινίες-παρακαταθήκη που ο ίδιος δημιούργησε.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΚΑΙ...

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *