Luchino Visconti: Ο Κόκκινος Κόμης * μέρος VII
Συντάκτης: Γιώργος Ξανθάκης
ΙΙ. ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ
Έρωτας και θάνατος στη Βενετία
Θάνατος στη Βενετία | Morte a Venezia (1971)
Όσο υπέρμετρα πυρακτωμένοι ήταν οι «Καταραμένοι», τόσο η επόμενη ταινία του Visconti, «Θάνατος στη Βενετία», προσαρμογή στην ομώνυμη νουβέλα του 1912 του Thomas Mann, είναι υποτονική, σκοτεινή και πεσιμιστική. Ανέκαθεν γοήτευαν τον Visconti τα θέματα του τελικού απολογισμού της ζωής ενός καλλιτέχνη, της διαφοράς ανάμεσα στις αισθητικές αναζητήσεις και την πεζή καθημερινότητα, της διαφοράς ανάμεσα στην ύπαρξή που υπερβαίνει την Iστορία και τη συμμετοχή της σε “ιστορικές” στιγμές, και εντέλει τη διαφορά ανάμεσα στη χιμαιρική αναζήτηση της ομορφιάς και την αδυναμία της κατάκτησης της. Η νουβέλα του Mann πρόσφερε στον Visconti όλα αυτά τα δομικά στοιχεία, και πέρα από την υποδειγματική κινηματογραφική μεταφορά του κλασικού αυτού έργου, καταγράφεται και η συνάντηση του ιταλού σκηνοθέτη με τη μουσική του Γκούσταβ Μάλερ (ακούγονται η 3η και η 5η συμφωνία του)· άλλωστε ο κεντρικός χαρακτήρας βασίζεται στην προσωπικότητα του συνθέτη.
Το φιλμ ακολουθεί τον ηλικιωμένο συνθέτη Gustav von Aschenbach (Dirk Bogarde) καθώς ταξιδεύει στη Βενετία για αναρρωτικές διακοπές, μη γνωρίζοντας ότι μια επιδημία πανώλης εξολοθρεύει έναν προς έναν τους παραθεριστές. Ωστόσο οι αρχές αποκρύπτουν την κατάσταση, επειδή φοβούνται μην πληγεί ο τουρισμός. Η εικόνα της Βενετίας είναι υγρή και καταθλιπτική: σκουπίδια στοιβαγμένα σε κάθε γωνία, με τον άνεμο να κουβαλά ταυτόχρονα την αρρώστια και την ομορφιά. Αυτή η θλιβερή Βενετία καθρεφτίζει και την εικόνα του Aschenbach: καταβεβλημένη, γερασμένη, βασανισμένη. Μέσα σε αυτή την ανησυχητική κατάσταση, ο συνθέτης αναπτύσσει μια εμμονή για ένα νεαρό αγόρι που διαμένει στο ξενοδοχείο, τον Tadzio (Bjorn Andresen). Ενώ, αρχικά, o γερασμένος μουσικός μοιάζει αποσυρμένος από τα εγκόσμια και μόνιμα κατηφής, η παρουσία του πανέμορφου έφηβου με τις χρυσές μπούκλες διεγείρει κάτι βαθιά μέσα του προκαλώντας του άμεση ερωτική έλξη. Ο Aschenbach στοιχειώνεται από την περιοδική παρουσία και την αμφίσημη ανταπόκριση του έφηβου Tadzio, καθώς σε αυτόν θα συναντήσει την απόλυτη ομορφιά και τελειότητα, αλλά ταυτόχρονα θα νοιώσει και την παγωμένη ανάσα του θανάτου.
Ο Aschenbach θεωρεί πως η τέχνη δεν έχει καμία σχέση με τις αισθήσεις, τη χυδαιότητα του σώματος, την καθημερινότητα της ύπαρξης, αλλά με το μεγαλείο, το εξαίσιο της ψυχής. Αυτή η ηθική τής αισθητικής αποτελεί το θέμα έντονων συζητήσεων μ’ έναν φίλο του που αντιτείνει ως μοναδικές αυθεντικές και γόνιμες πηγές της δημιουργίας το σαρκικό πάθος. Αλλά όλα αποδεικνύονται μάταια, και η ταινία ολοκληρώνεται με μία από τις πιο μελαγχολικές, μηδενιστικές και απαισιόδοξες τελικές σεκάνς στην ιστορία του κινηματογράφου.
Η ερμηνεία του Bogarde είναι λαμπρή και βαθιά βιωματική. Η σκηνοθεσία του Visconti είναι μεθοδική και ελικοειδής, αναπτύσσοντας σταδιακά τη συναισθηματική φόρτιση στο τελευταίο ημίωρο της ταινίας. Το φιλμ παθητικό και σκοτεινό αποτελεί ένα από τα μεγάλα αριστουργήματα του ευρωπαϊκού σινεμά και ίσως το μεγαλύτερο ερμηνευτικό επίτευγμα του Dirk Bogarde.
Το Λυκόφως των Θεών | Ludwig (1973)
«Ludwig, είσαι το αγαπημένο τέκνο του Κυρίου, γιατί περισσότερο από κάθε άλλο άτομο, εκτίθεσαι στην αμαρτία». Αυτό λέει ένας παρηγορητικός ιερέας στον ημίτρελο βασιλιά της Βαυαρίας. Αυτό φαίνεται ότι ενέπνευσε και τον Visconti να γυρίσει αυτή τη μεγαλειώδη και μελαγχολική βιογραφία του Ludwig, του οποίου η απερίσκεπτη και εμμονική επιδίωξη της αισθητικής και αισθησιακής ευχαρίστησης τού στοίχισε τον θρόνο του.
Με πρωταγωνιστή τον Helmut Berger, ο οποίος έγινε γρήγορα ο αγαπημένος σύντροφος του Visconti (τόσο στην οθόνη όσο και εκτός), το έπος ξεκινάει το 1864, με τον ενθρονισμένο 18χρονο μονάρχη να ενδιαφέρεται λιγότερο για τα διοικητικά του καθήκοντα και περισσότερο για την υποστήριξη του συνθέτη Richard Wagner (Trevor Howard), τον υπερβολικό τρόπο ζωής του και τις ανησυχητικές σχέσεις του με δύο βασικούς θηλυκούς χαρακτήρες, την αυτοκράτειρα Ελισάβετ της Αυστρίας (Romy Schneider) και την αδελφή της, Sophie (Sonia Petrovna). Η βραχύβια βασιλεία του Ludwig κατακρημνίζεται από μια σταδιακή κάθοδο στην τρέλα και τη φυσική κατάρρευση. Μέχρι το τέλος της ταινίας, ενώ κάποιοι παραμένουν σταθεροί στην αδιάκοπη πίστη τους, η πλειοψηφία των υπουργών του που ενοχλούνται από το «νοσηρό μυαλό» του συστηματικά συνωμοτούν για να υφαρπάξουν την εξουσία του Ludwig, και τελικά τον καθαιρούν επικαλούμενοι ότι είναι ψυχασθενής.
Ο Visconti, κληρονόμος μιας ονομαστής οικογένειας της ιταλικής αριστοκρατίας, ήταν ένας μαρξιστής σκηνοθέτης που ποτέ δεν εγκατέλειψε τα αριστοκρατικά του γούστα, και καθώς περνούσαν τα χρόνια, φάνηκε να έλκεται ακόμα περισσότερο από τα περίτεχνα και μεγαλόπνοα ιστορικά θεάματα. Ο Ludwig, που προέρχεται από μια μακρά σειρά ευρωπαϊκών μοναρχών, στράφηκε μακριά από την ενασχόληση με την πολιτική, τους πολέμους και την ιμπεριαλιστική στρατηγική, επιλέγοντας να κλειστεί στα κάστρα του, αφιερώνοντας τον εαυτό του σε έναν κόσμο τέχνης και μουσικής, θεάτρου και φαντασίας, μετατρέποντας τα πολιτικά ζητήματα του σε αθύρματα της μοίρας και των παθών του. Φυσικά, ο Visconti δεν πήγε ποτέ τόσο μακριά όσο ο Ludwig -οι ταινίες του παρέμειναν πολιτικά σύνθετες, μιλώντας συχνά για την εποχή τους. Αλλά μπορεί κάποιος να αισθανθεί τη σθεναρή αντίσταση του στην νεωτεριστική τάση, ειδικά από τους οπαδούς της nouvelle-vague, για απαξίωση αυτών των παρακμιακών κινηματογραφικών έργων. Για τον σκηνοθέτη, η ζωή αυτού του βασανισμένου, προδομένου και ντροπιασμένου μονάρχη αποτελεί μια ελκυστική πρόκληση τόσο σε επίπεδο οπτικής απεικόνισης όσο και διερεύνησης της ψυχοσύνθεσης του.
Το «Ludwig» αποτέλεσε μία από τις πιο φιλόδοξες ταινίες του Visconti -το τελευταίο μέρος της λεγόμενης Γερμανικής Τριλογίας. Οι προηγούμενοι τίτλοι, «Οι Καταραμένοι» και «Θάνατος στη Βενετία», ήταν διεθνείς επιτυχίες, αλλά αυτό το κολοσσιαίο έργο θα ταξινομηθεί στα λιγότερο καλλιτεχνικά και εμπορικά επιτυχημένα του σκηνοθέτη. Μοιάζει με το πρώτο στην πολύπλευρη πλοκή και τον διακοσμητικό σχεδιασμό του, ιδιαίτερα τη χαρακτηριστική αυστηρή λεπτομέρεια του Visconti, αλλά περισσότερο μοιάζει μάλλον με το δεύτερο, καθώς ο εσκεμμένα αργός ρυθμός του χαρακτηρίζεται από περιόδους υπονοούμενης σιωπής και καυστικής συμπεριφοράς. Ωστόσο υστερεί απέναντι τους, καθώς απουσιάζει η δαιμονική υστερία των «Καταραμένων» ή ο πένθιμος λυρισμός του «Θανάτου στη Βενετία».
Η τελευταία κόπια του φιλμ των 35mm διαρκεί 238 λεπτά, αλλά αρχικά το «Ludwig» κυκλοφόρησε σε εκδοχή με περικοπές στις ΗΠΑ (173 λεπτά) και στο Ηνωμένο Βασίλειο (137 λεπτά). Οι κριτικοί ήταν σε μεγάλο βαθμό αμήχανοι από τον αργό ρυθμό του, από τους διαλόγους, και την έλλειψη εκείνων των βισκοντικών αρετών του θεάματος και του οπερατικού μελοδράματος. Μια πληρέστερη εκδοχή εμφανίστηκε μόνο στις αρχές της δεκαετίας του 1980, μετά τον θάνατο του σκηνοθέτη.
Το έργο του Visconti ήταν, κατά μία έννοια, μια πράξη αποκατάστασης. Αυτός ο βασιλιάς θεωρήθηκε για δεκαετίες ως μια αξιολύπητη ντροπή, ένας αποτυχημένος πολιτικός τού οποίου η χαμένη λογική κόστισε στο έθνος του ακριβά. Ο Visconti έλκεται από τον ηττημένο Ludwig, τον θεωρεί εξαιρετικά σύνθετη και πολύπλοκη προσωπικότητα έξω από κάθε φυσιολογική νόρμα. Στα μάτια του Visconti, η προσωπικότητα του Ludwig σηματοδοτεί το τέλος του γερμανικού ρομαντισμού, ένα σύμβολο-οδηγητής μιας διαδρομής που δεν διανύθηκε ως το τέλος. Η προσέγγισή του διαφέρει σημαντικά από αυτήν του γερμανού σκηνοθέτη Hans-Jürgen Syberberg, ο οποίος επίσης έκανε μια ταινία για τον βασιλιά το 1972. Για τον Syberberg, ο Ludwig και ο γερμανικός ρομαντισμός ήταν πρώιμες εκφράσεις της ίδιας παρόρμησης που θα έφερναν τελικά τον Χίτλερ στην εξουσία.
Ο γνωστός γάλλος σκηνοθέτης Olivier Assayas έγραψε για το φιλμ: “Το «Λυκόφως των Θεών» του Luchino Visconti ανήκει αναμφίβολα στην κατηγορία εκείνων των ταινιών που είναι πιο μεγαλειώδεις από τον κινηματογράφο, πιο τολμηρές από την εποχή τους, και των οποίων η ύπαρξη και μόνο αποτελεί μια πρόκληση στην πεζότητα της καθημερινότητας, στον υλισμό του αιώνα”.
Ο επίλογος του μεγάλου αφιερώματος το επόμενο Σάββατο…