Πρόκειται για την ιστορία του βασιλιά της Βαυαρίας, του Λούντβιχ, από το 1864 μέχρι και τον θάνατό του, το 1886. Ο Λούντβιχ, οπαδός του Ρίτσαρντ Βάγκνερ, προδομένος, ερωτευμένος με την ξαδέρφη του την Ελισάβετ της Αυστρίας, εγκαταλελειμμένος από αυτήν, περιθωριοποιημένος για την ομοφυλοφιλία του, οδηγείται σιγά σιγά στην τρέλα.
Σκηνοθεσία:
Luchino Visconti
Κύριοι Ρόλοι:
Helmut Berger … βασιλιάς Ludwig II
Romy Schneider … αυτοκράτειρα Elisabeth
Trevor Howard … Richard Wagner
Silvana Mangano … Cosima von Bulow
Gert Frobe … πάτερ Hoffman
Helmut Griem … κόμης Durckheim
Umberto Orsini … κόμης von Holnstein
Sonia Petrovna … πριγκίπισσα Sophie
John Moulder-Brown … πρίγκιπας Otto
Adriana Asti … Lila von Buliowski
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Luchino Visconti, Enrico Medioli, Suso Cecchi D’Amico
Στόρι: Luchino Visconti, Enrico Medioli
Παραγωγή: Dieter Geissler, Ugo Santalucia
Φωτογραφία: Armando Nannuzzi
Μοντάζ: Ruggero Mastroianni
Σκηνικά: Mario Chiari, Mario Scisci
Κοστούμια: Piero Tosi
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Ludwig
- Ελληνικός Τίτλος: Το Λυκόφως των Θεών
- Εναλλακτικός Τίτλος: Ludwig II
- Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: Ludwig: The Mad King of Bavaria
- Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Λούντβιχ [τηλεόραση]
Άμεσοι Σύνδεσμοι
- Το Κόκκινο Ρόδο (1955)
- Οι Καταραμένοι (1969)
- Θάνατος στη Βενετία (1971)
- Λουδοβίκος, Ρέκβιεμ για έναν Παρθένο Βασιλιά (1972)
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Όσκαρ κοστουμιών.
- Βραβείο καλύτερης ταινίας και σκηνοθεσίας στα David di Donatello. Ειδικό βραβείο ερμηνείας στον Helmut Berger.
- Υποψήφιο για πρώτο αντρικό ρόλο (Helmut Berger) και πρώτο γυναικείο ρόλο (Romy Schneider) στα εθνικά βραβεία της Γερμανίας.
Παραλειπόμενα
- Το φιλμ κλίνει την τριλογία της Γερμανίας του Luchino Visconti.
- Ο βασιλιάς Λουδοβίκος ο Β’ απασχόλησε τη μεγάλη οθόνη ήδη από το βωβό σινεμά, με αρχή το 1922 και το Ludwig II του Otto Kreisler, και εν συνεχεία με το Ludwig der Zweite, Konig von Bayern του William Dieterle το 1930. Πρώτη όμως επιτυχημένη εμφάνιση του ήταν αυτή στο Ludwig II (Το Κόκκινο Ρόδο) του 1955 από τον Helmut Kautner, ενώ το 1972 θα αποτελέσει μέρος της Γερμανικής Τριλογίας, αυτή τη φορά του Hans-Jurgen Syberberg (Λουδοβίκος, Ρέκβιεμ για έναν Παρθένο Βασιλιά). Πέρα από ενσωμάτωση του ως χαρακτήρας και σε άλλα ιστορικά φιλμ (όπως το Βάγκνερ του 1955, πάλι από τον William Dieterle), θα είναι ο κεντρικός και στο Ludwig II του 2012 από τους Peter Sehr και Marie Noelle.
- Γυρίστηκε στα αγγλικά, αλλά για την κινηματογραφική προβολή της μεταγλωττίστηκε στα ιταλικά, γερμανικά και γαλλικά.
- Η Romy Schneider επιστρέφει στον ρόλο της αυτοκράτειρας Ελίζαμπεθ, όπου την είχε κάνει διάσημη μέσω της αυστριακής τριλογίας Σίσυ. Η ηθοποιός όμως συμφώνησε να παίξει εκ νέου την αυτοκράτειρα μόνο αν δεν επαναλαμβάνονταν τα ανιστόρητα κλισέ που τη συνόδευαν στην τριλογία.
- Ο ιταλός μετρ ήθελε τον Laurence Olivier ως Βάγκνερ.
- Κατά τα γυρίσματα, ο Visconti υπέστη βαρύ εγκεφαλικό επεισόδιο.
- Παρότι ο Visconti είχε παραδώσει μια ταινία τεσσάρων ωρών, η πρεμιέρα στη Βόννη έγινε με διάρκεια τριών ωρών. Αυτό έγινε δίχως τη συγκατάθεση του δημιουργού, που ήταν ανήμπορος να αντιδράσει λόγω της κακής υγείας του. Μετά από τις άμεσες αντιδράσεις για την απεικόνιση ενός βαβαρού βασιλιά ως ομοφυλόφιλου (ανάμεσα σε άλλους, και από τον τότε πρωθυπουργό του κρατιδίου), οι διανομείς φοβήθηκαν και έκοψαν ακόμα 55 λεπτά από την ταινία. Χρειάστηκε να έρθει το 2017 για να γίνει η αποκατάσταση στα αρχικά 238 λεπτά.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Η ηχητική μπάντα κατακλύζεται από μουσική του Richard Wagner, ενώ ακούγεται και Jacques Offenbach.
- Ο πιανίστας Franco Mannino ερμηνεύει το Elegie in A Flat Major του Wagner, μια σύνθεση που δεν είχε ως τότε εκδοθεί.
Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης
Έκδοση Κειμένου: 26/3/2023
«Ludwig, είσαι το αγαπημένο τέκνο του Κυρίου, γιατί περισσότερο από κάθε άλλο άτομο, εκτίθεσαι στην αμαρτία». Αυτό λέει ένας παρηγορητικός ιερέας στον ημίτρελο βασιλιά της Βαυαρίας. Αυτό φαίνεται ότι ενέπνευσε και τον Visconti να γυρίσει αυτή τη μεγαλειώδη και μελαγχολική βιογραφία του Ludwig, του οποίου η απερίσκεπτη και εμμονική επιδίωξη της αισθητικής και αισθησιακής ευχαρίστησης τού στοίχισε τον θρόνο του.
Με πρωταγωνιστή τον Helmut Berger, ο οποίος έγινε γρήγορα ο αγαπημένος σύντροφος του Visconti (τόσο στην οθόνη όσο και εκτός), το έπος ξεκινάει το 1864, με τον ενθρονισμένο 18χρονο μονάρχη να ενδιαφέρεται λιγότερο για τα διοικητικά του καθήκοντα και περισσότερο για την υποστήριξη του συνθέτη Richard Wagner (Trevor Howard), τον υπερβολικό τρόπο ζωής του και τις ανησυχητικές σχέσεις του με δύο βασικούς θηλυκούς χαρακτήρες, την αυτοκράτειρα Ελισάβετ της Αυστρίας (Romy Schneider) και την αδελφή της, Sophie (Sonia Petrovna). Η βραχύβια βασιλεία του Ludwig κατακρημνίζεται από μια σταδιακή κάθοδο στην τρέλα και τη φυσική κατάρρευση. Μέχρι το τέλος της ταινίας, ενώ κάποιοι παραμένουν σταθεροί στην αδιάκοπη πίστη τους, η πλειοψηφία των υπουργών του που ενοχλούνται από το «νοσηρό μυαλό» του συστηματικά συνωμοτούν για να υφαρπάξουν την εξουσία του Ludwig, και τελικά τον καθαιρούν επικαλούμενοι ότι είναι ψυχασθενής.
Ο Visconti, κληρονόμος μιας ονομαστής οικογένειας της ιταλικής αριστοκρατίας, ήταν ένας μαρξιστής σκηνοθέτης που ποτέ δεν εγκατέλειψε τα αριστοκρατικά του γούστα, και καθώς περνούσαν τα χρόνια, φάνηκε να έλκεται ακόμα περισσότερο από τα περίτεχνα και μεγαλόπνοα ιστορικά θεάματα. Ο Ludwig, που προέρχεται από μια μακρά σειρά ευρωπαϊκών μοναρχών, στράφηκε μακριά από την ενασχόληση με την πολιτική, τους πολέμους και την ιμπεριαλιστική στρατηγική, επιλέγοντας να κλειστεί στα κάστρα του, αφιερώνοντας τον εαυτό του σε έναν κόσμο τέχνης και μουσικής, θεάτρου και φαντασίας, μετατρέποντας τα πολιτικά ζητήματα του σε αθύρματα της μοίρας και των παθών του. Φυσικά, ο Visconti δεν πήγε ποτέ τόσο μακριά όσο ο Ludwig -οι ταινίες του παρέμειναν πολιτικά σύνθετες, μιλώντας συχνά για την εποχή τους. Αλλά μπορεί κάποιος να αισθανθεί τη σθεναρή αντίσταση του στην νεωτεριστική τάση, ειδικά από τους οπαδούς της nouvelle-vague, για απαξίωση αυτών των παρακμιακών κινηματογραφικών έργων. Για τον σκηνοθέτη, η ζωή αυτού του βασανισμένου, προδομένου και ντροπιασμένου μονάρχη αποτελεί μια ελκυστική πρόκληση τόσο σε επίπεδο οπτικής απεικόνισης όσο και διερεύνησης της ψυχοσύνθεσης του.
Το «Ludwig» αποτέλεσε μία από τις πιο φιλόδοξες ταινίες του Visconti -το τελευταίο μέρος της λεγόμενης Γερμανικής Τριλογίας. Οι προηγούμενοι τίτλοι, «Οι Καταραμένοι» και «Θάνατος στη Βενετία», ήταν διεθνείς επιτυχίες, αλλά αυτό το κολοσσιαίο έργο θα ταξινομηθεί στα λιγότερο καλλιτεχνικά και εμπορικά επιτυχημένα του σκηνοθέτη. Μοιάζει με το πρώτο στην πολύπλευρη πλοκή και τον διακοσμητικό σχεδιασμό του, ιδιαίτερα τη χαρακτηριστική αυστηρή λεπτομέρεια του Visconti, αλλά περισσότερο μοιάζει μάλλον με το δεύτερο, καθώς ο εσκεμμένα αργός ρυθμός του χαρακτηρίζεται από περιόδους υπονοούμενης σιωπής και καυστικής συμπεριφοράς. Ωστόσο υστερεί απέναντι τους, καθώς απουσιάζει η δαιμονική υστερία των «Καταραμένων» ή ο πένθιμος λυρισμός του «Θανάτου στη Βενετία».
Η τελευταία κόπια του φιλμ των 35mm διαρκεί 238 λεπτά, αλλά αρχικά το «Ludwig» κυκλοφόρησε σε εκδοχή με περικοπές στις ΗΠΑ (173 λεπτά) και στο Ηνωμένο Βασίλειο (137 λεπτά). Οι κριτικοί ήταν σε μεγάλο βαθμό αμήχανοι από τον αργό ρυθμό του, από τους διαλόγους, και την έλλειψη εκείνων των βισκοντικών αρετών του θεάματος και του οπερατικού μελοδράματος. Μια πληρέστερη εκδοχή εμφανίστηκε μόνο στις αρχές της δεκαετίας του 1980, μετά τον θάνατο του σκηνοθέτη.
Το έργο του Visconti ήταν, κατά μία έννοια, μια πράξη αποκατάστασης. Αυτός ο βασιλιάς θεωρήθηκε για δεκαετίες ως μια αξιολύπητη ντροπή, ένας αποτυχημένος πολιτικός τού οποίου η χαμένη λογική κόστισε στο έθνος του ακριβά. Ο Visconti έλκεται από τον ηττημένο Ludwig, τον θεωρεί εξαιρετικά σύνθετη και πολύπλοκη προσωπικότητα έξω από κάθε φυσιολογική νόρμα. Στα μάτια του Visconti, η προσωπικότητα του Ludwig σηματοδοτεί το τέλος του γερμανικού ρομαντισμού, ένα σύμβολο-οδηγητής μιας διαδρομής που δεν διανύθηκε ως το τέλος. Η προσέγγισή του διαφέρει σημαντικά από αυτήν του γερμανού σκηνοθέτη Hans-Jürgen Syberberg, ο οποίος επίσης έκανε μια ταινία για τον βασιλιά το 1972. Για τον Syberberg, ο Ludwig και ο γερμανικός ρομαντισμός ήταν πρώιμες εκφράσεις της ίδιας παρόρμησης που θα έφερναν τελικά τον Χίτλερ στην εξουσία.
Ο γνωστός γάλλος σκηνοθέτης Olivier Assayas έγραψε για το φιλμ: “Το «Λυκόφως των Θεών» του Luchino Visconti ανήκει αναμφίβολα στην κατηγορία εκείνων των ταινιών που είναι πιο μεγαλειώδεις από τον κινηματογράφο, πιο τολμηρές από την εποχή τους, και των οποίων η ύπαρξη και μόνο αποτελεί μια πρόκληση στην πεζότητα της καθημερινότητας, στον υλισμό του αιώνα”.
Βαθμολογία: