
1911. Κουρασμένος από τη χιμαιρική αναζήτηση της ομορφιάς και από το μάταιο κυνήγι της τελειότητας, ο Άσενμπαχ, ένας γερμανός συνθέτης, καταφθάνει για ανάπαυση σε ξενοδοχείο στη Βενετία. Μια απροσδόκητη συνάντηση θα αλλάξει τη ζωή του δραματικά. Στο πρόσωπο του νεαρού Τάτζιο, μιας ανδρόγυνης φιγούρας, όπου το παιδί, η γυναίκα και ο άνδρας συνυπάρχουν, ο Άσενμπαχ θα συναντήσει την απόλυτη ομορφιά και την τελειότητα, αλλά ταυτόχρονα θα νοιώσει και την παγωμένη ανάσα του θανάτου.
Σκηνοθεσία:
Luchino Visconti
Κύριοι Ρόλοι:
Dirk Bogarde … Gustav von Aschenbach
Bjorn Andresen … Thaddeus/Tadzio
Mark Burns … Alfred
Marisa Berenson … Κα von Aschenbach
Silvana Mangano … η μητέρα του Thaddeus
Romolo Valli … διευθυντής ξενοδοχείου
Nora Ricci … η γκουβερνάντα
Franco Fabrizi … ο κουρέας
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Luchino Visconti, Nicola Badalucco
Παραγωγή: Luchino Visconti
Φωτογραφία: Pasqualino De Santis
Μοντάζ: Ruggero Mastroianni
Σκηνικά: Ferdinando Scarfiotti
Κοστούμια: Piero Tosi
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Morte a Venezia
- Ελληνικός Τίτλος: Θάνατος στη Βενετία
- Διεθνής Τίτλος: Death in Venice
Άμεσοι Σύνδεσμοι
- Οι Καταραμένοι (1969)
- Το Λυκόφως των Θεών (1972)
- Το Πιο Όμορφο Αγόρι του Κόσμου (2021)
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: Death in Venice του Thomas Mann.
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Όσκαρ κοστουμιών.
- Βραβείο Bafta φωτογραφίας, σκηνικών, κοστουμιών και σάουντρακ. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία και πρώτο αντρικό ρόλο (Dirk Bogarde).
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών. Ειδικό βραβείο στον Luchino Visconti, με την ευκαιρία της 25χρονης επετείου του φεστιβάλ.
- Καλύτερη σκηνοθεσία στα David di Donatello.
Παραλειπόμενα
- Δεύτερο μέρος της Τριλογίας της Γερμανίας του Visconti, όπου συμπληρώνεται με τα Οι Καταραμένοι (1969), Το Λυκόφως των Θεών (1972).
- Ο Burt Lancaster ήθελε διακαώς τον ρόλο του Γκούσταβ.
- Παρότι γυρίστηκε στη Βενετία, μέρος του εσωτερικού του Αγίου Μάρκου κατασκευάστηκε αναγκαστικά στα στούντιο της Τσινετσιτά.
- Δεν ήταν το ντεμπούτο του εδώ, αλλά ο Bjorn Andresen απέκτησε τεράστια φήμη μετά την παρουσία του ως εξιδανικευμένο αντικείμενο πόθου. Χρόνια μετά, ο ηθοποιός αποστασιοποιήθηκε από το θέμα της ταινίας (ως παιδόφιλο), με τον ίδιον να αναλύει την εμπειρία του στο ντοκιμαντέρ Το Πιο Όμορφο Αγόρι του Κόσμου (2021).
- Η Warner Bros. είχε αναλάβει την παγκόσμια διανομή της ταινίας. Όταν έγινε η ιδιωτική προβολή του Visconti στο Λος Άντζελες για τα στελέχη της εταιρίας, αυτοί ήθελαν να διαγραφεί το υλικό, επειδή φοβούνταν την απαγόρευση του φιλμ στις ΗΠΑ, λόγω του τολμηρού περιεχομένου της. Αυτό άλλαξε μονάχα όταν έγινε μια ειδική προβολή στο Λονδίνο, όπου λάμβανε χώρα ένα γκαλά όπου παρευρίσκονταν η βασίλισσα Ελίζαμπεθ, για τη συγκέντρωση χρημάτων υπέρ της βυθιζόμενης ιταλικής πόλης.
- Στην αυτοβιογραφία του, ο Bogarde θυμόταν το πώς το επιτελείο του φιλμ προσπαθούσε να βρει τρόπο να τον κάνει “κάτασπρο” για τις τελικές σκηνές της ταινίας. Αφού δοκίμασαν κάποιες κρέμες και βαφές προσώπου που δεν είχαν το θεμιτό αποτέλεσμα, βρέθηκε επιτέλους μια κρέμα και έγινε το γύρισμα. Όταν όμως το πρόσωπο του ηθοποιού άρχισε να καίγεται άσχημα, αποκαλύφθηκε ότι στην κρέμα έγραφε “κρατήστε το μακριά από μάτια και δέρμα”. Όπως αποδείχτηκε, ο Visconti αυτό το γνώριζε εξαρχής και είχε κάνει πρώτα κάποια μικρά πειράματα με το συνεργείο του.
- Ο Ken Russell εξέφρασε την αντιπάθεια του στην ταινία μέσω μιας σκηνής στο Έκσταση (Mahler, 1974), όπου και την παρωδεί.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Μια “προσωπική” συνάντηση του ιταλού σκηνοθέτη με τη μουσική του Gustav Mahler (ακούγονται η 3η και η 5η συμφωνία του). Άλλωστε ο κεντρικός χαρακτήρας βασίζεται στην προσωπικότητα του συνθέτη, και άλλαξε από συγγραφέας που είναι στο βιβλίο, ακριβώς για αυτό τον λόγο.
- Πέρα από Mahler, ακούγονται και Ludwig van Beethoven και Modest Mussorgsky.
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 5/1/2009
Ένα αριστούργημα που δίνει ξεχωριστή πνοή στο μυθιστόρημα του Τόμας Μαν και στην πόλη με τις γόνδολες. Ο Λουκίνο Βισκόντι το είδε σαν βιογραφικό παράλληλο του Γκούσταβ Μάλερ και γι’ αυτό κάνει εκτεταμένη χρήση των μελωδιών του, που συνυπάρχουν με τις σκηνοθετικές «χορογραφίες» του. Τις μπλέκει με το οπτικό θαύμα που ονομάζεται Βενετία, και την ψυχοσύνθεση του ήρωα του, η οποία τρέφεται από τα ερεθίσματα, κι δη αυτά που τον γεμίζουν. Ο μικρός Μπιορν Άντερσεν παίρνει τον ιδεατό ρόλο να εκφράσει το ιδεατά-ανέγγιχτα όμορφο, που ο κάθε καλλιτέχνης αναζητά για έμπνευση. Έχουμε μια ταινία που την απολαμβάνεις σε πολλά επίπεδα. Τόσο εσωτερικά, όσο κι αισθητικά, ένα χάρμα ιδέστε από όλες τις πλευρές. Δυστυχώς, δεν υπάρχει κάποιο μεγάλο βραβείο να συνοδεύει τον θρύλο της, αφού έμεινε αβράβευτη στις Κάνες, αλλά και στην άσφαιρη υποψηφιότητα στα Όσκαρ για τα κοστούμια της.
Βαθμολογία:
Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης
Έκδοση Κειμένου: 26/3/2023
Όσο υπέρμετρα πυρακτωμένοι ήταν οι «Καταραμένοι», τόσο η επόμενη ταινία του Visconti, «Θάνατος στη Βενετία», προσαρμογή στην ομώνυμη νουβέλα του 1912 του Thomas Mann, είναι υποτονική, σκοτεινή και πεσιμιστική. Ανέκαθεν γοήτευαν τον Visconti τα θέματα του τελικού απολογισμού της ζωής ενός καλλιτέχνη, της διαφοράς ανάμεσα στις αισθητικές αναζητήσεις και την πεζή καθημερινότητα, της διαφοράς ανάμεσα στην ύπαρξή που υπερβαίνει την Iστορία και τη συμμετοχή της σε “ιστορικές” στιγμές, και εντέλει τη διαφορά ανάμεσα στη χιμαιρική αναζήτηση της ομορφιάς και την αδυναμία της κατάκτησης της. Η νουβέλα του Mann πρόσφερε στον Visconti όλα αυτά τα δομικά στοιχεία, και πέρα από την υποδειγματική κινηματογραφική μεταφορά του κλασικού αυτού έργου, καταγράφεται και η συνάντηση του ιταλού σκηνοθέτη με τη μουσική του Γκούσταβ Μάλερ (ακούγονται η 3η και η 5η συμφωνία του)· άλλωστε ο κεντρικός χαρακτήρας βασίζεται στην προσωπικότητα του συνθέτη.
Το φιλμ ακολουθεί τον ηλικιωμένο συνθέτη Gustav von Aschenbach (Dirk Bogarde) καθώς ταξιδεύει στη Βενετία για αναρρωτικές διακοπές, μη γνωρίζοντας ότι μια επιδημία πανώλης εξολοθρεύει έναν προς έναν τους παραθεριστές. Ωστόσο οι αρχές αποκρύπτουν την κατάσταση, επειδή φοβούνται μην πληγεί ο τουρισμός. Η εικόνα της Βενετίας είναι υγρή και καταθλιπτική: σκουπίδια στοιβαγμένα σε κάθε γωνία, με τον άνεμο να κουβαλά ταυτόχρονα την αρρώστια και την ομορφιά. Αυτή η θλιβερή Βενετία καθρεφτίζει και την εικόνα του Aschenbach: καταβεβλημένη, γερασμένη, βασανισμένη. Μέσα σε αυτή την ανησυχητική κατάσταση, ο συνθέτης αναπτύσσει μια εμμονή για ένα νεαρό αγόρι που διαμένει στο ξενοδοχείο, τον Tadzio (Bjorn Andresen). Ενώ, αρχικά, o γερασμένος μουσικός μοιάζει αποσυρμένος από τα εγκόσμια και μόνιμα κατηφής, η παρουσία του πανέμορφου έφηβου με τις χρυσές μπούκλες διεγείρει κάτι βαθιά μέσα του προκαλώντας του άμεση ερωτική έλξη. Ο Aschenbach στοιχειώνεται από την περιοδική παρουσία και την αμφίσημη ανταπόκριση του έφηβου Tadzio, καθώς σε αυτόν θα συναντήσει την απόλυτη ομορφιά και τελειότητα, αλλά ταυτόχρονα θα νοιώσει και την παγωμένη ανάσα του θανάτου.
Ο Aschenbach θεωρεί πως η τέχνη δεν έχει καμία σχέση με τις αισθήσεις, τη χυδαιότητα του σώματος, την καθημερινότητα της ύπαρξης, αλλά με το μεγαλείο, το εξαίσιο της ψυχής. Αυτή η ηθική τής αισθητικής αποτελεί το θέμα έντονων συζητήσεων μ’ έναν φίλο του που αντιτείνει ως μοναδικές αυθεντικές και γόνιμες πηγές της δημιουργίας το σαρκικό πάθος. Αλλά όλα αποδεικνύονται μάταια, και η ταινία ολοκληρώνεται με μία από τις πιο μελαγχολικές, μηδενιστικές και απαισιόδοξες τελικές σεκάνς στην ιστορία του κινηματογράφου.
Η ερμηνεία του Bogarde είναι λαμπρή και βαθιά βιωματική. Η σκηνοθεσία του Visconti είναι μεθοδική και ελικοειδής, αναπτύσσοντας σταδιακά τη συναισθηματική φόρτιση στο τελευταίο ημίωρο της ταινίας. Το φιλμ παθητικό και σκοτεινό αποτελεί ένα από τα μεγάλα αριστουργήματα του ευρωπαϊκού σινεμά και ίσως το μεγαλύτερο ερμηνευτικό επίτευγμα του Dirk Bogarde.
Βαθμολογία:
Η καλυτερη μηπως μεταφορα ιδεαλιστικου γραπτου λογου στον κινηματογραφο;
Σίγουρα από τις πλέον κορυφαίες. Κι αυτό ο Βισκόντι το πέτυχε "μεταφράζοντας" τον ιδεαλισμό με οπτική ποίηση.