
Luchino Visconti: Ο Κόκκινος Κόμης * μέρος ΙV
Συντάκτης: Γιώργος Ξανθάκης
ΙΙ. ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ
Το ανέφικτο του έρωτα
Λευκές Νύχτες | Le Notti Bianche (1957)
Η νύχτα πέφτει σε μια επαρχιακή ιταλική πόλη. Σε μια στάση λεωφορείου. μια παρέα ανθρώπων κατεβαίνει και περνάει μέσα από τις λαμπερές λίμνες νερού στον δρόμο. Ένας μοναχικός νεαρός άνδρας, τυλιγμένος σε ένα μακρύ σκούρο παλτό, απομακρύνεται από το πλήθος και ξεκινάει αναζητώντας μια νυχτερινή περιπέτεια. Τα φώτα σβήνουν παντού γύρω του. Τα παραθυρόφυλλα κλείνουν στους τοίχους των σπιτιών, ψηλά πάνω από το κεφάλι του. Τα βήματα του τον οδηγούν μέσα από ένα λαβύρινθο από σκοτεινά, στενά δρομάκια, από μικροσκοπικά κανάλια που καλύπτονται από τοξωτά γεφύρια. Σε μια γέφυρα, βλέπει μια σιλουέτα ενός νεαρού κοριτσιού. Περπατάει μπροστά της, προσποιείται ότι την αγνοεί, αλλά οι αισθήσεις του είναι σε εγρήγορση. Καθώς περνά, την ακούει να κλαίει. Σταματάει για μία στιγμή. Αναρωτιέται τι να κάνει. Αμφιταλαντεύεται -χωρίς να το γνωρίζει- μεταξύ δύο κόσμων. Η γέφυρα αυτή αποτελεί τη θέση ισορροπίας στη χωρο-χρονική ταλάντωση μεταξύ του ονείρου και πραγματικότητας, ανάμνησης και παρόντος.
Ο θεατής παρατηρεί, σε αυτές τις στιγμές ανοίγματος του φιλμ, πως όλα φαίνονται σχολαστικά ρεαλιστικά αλλά ταυτόχρονα και ελαφρώς ψεύτικα. Προσαρμόζοντας με εκπληκτικό τρόπο την ομώνυμη νουβέλα του Fyodor Dostoevsky, ο Visconti μετέφερε τη δράση από τα κανάλια της τσαρικής Αγίας Πετρούπολης στους δρόμους του Λιβόρνο της δεκαετίας του 1950 -μιας από τις πιο παράξενες και ιδιοσυγκρασιακές ιταλικές πόλεις. Αποφεύγοντας να κινηματογραφήσει σε πραγματικές τοποθεσίες, έστησε με εκπληκτικά σκηνικά μια ολόκληρη συνοικία της πόλης, συνεπικουρούμενος από τη φανταστική φωτογραφία του Giuseppe Rotunno, με τα έξοχα και συναρπαστικά βάθη πεδίου και την ονειρικά μελαγχολική μουσική του Nino Rota.
«Πρέπει να φανεί σαν να ήταν ψεύτικο», είπε o Visconti, «αλλά όταν αρχίσετε να πιστεύετε ότι είναι ψεύτικο, πρέπει να φαίνεται σαν να ήταν πραγματικό». Έτσι όλη η ταινία φαίνεται να αιωρείται -όπως ο νεαρός άνδρας στη γέφυρα- ανάμεσα σε έναν κόσμο που τείνουμε να αποκαλούμε «πραγματικότητα» και ένα άλλον που λέμε «όνειρα». Ποιος μπορεί να πει με βεβαιότητα ποια είναι η αλήθεια;
Τέτοια δοκίμια στην «κατασκευασμένη» πραγματικότητα ήταν ασύμβατα με το ύφος του ιταλικού νεο-ρεαλισμού (στον οποίο ο Visconti είχε συμβάλει στην πρωτοπορία της δεκαετίας του 1940), αλλά και με τις τάσεις της εμπορικής παραγωγής ταινιών στη δεκαετία του 1950. Οι ταινίες εκείνης της εποχής που είχαν δημιουργηθεί σε στούντιο ήταν κατάλληλες για ασκήσεις με καθαρή φαντασία -«Τα Παραμύθια του Hoffmann» (Michael Powell και Emeric Pressburger, 1951) και «Marguerite de la Nuit» (Claude Autant-Lara, 1955) είναι και τα δύο καλά παραδείγματα. Μόνο ο Visconti θα τολμούσε να αντιμετωπίσει ένα θεωρητικά «ρεαλιστικό» θέμα με τόσο εξεζητημένη και ποιητική οπτική. Οι κριτικοί, βέβαια, ήταν σοκαρισμένοι και ο μαρξιστής μελετητής ταινιών Umberto Barbaro επιτέθηκε με μένος στις «Λευκές Νύχτες» αποκαλώντας τις ως «φορμαλιστικό εφιάλτη». Το κοινό ήταν σε αμηχανία και έμεινε αποστασιοποιημένο, και η ταινία παρέμεινε ένα παραμελημένο έργο, ακόμη και από τους πιο ένθερμους οπαδούς του σκηνοθέτη.
Σίγουρα αυτός ο νεαρός άνδρας -που στέκεται σε εκείνη τη σκοτεινή, παγωμένη γέφυρα- δεν έχει τίποτα κοινό με τον τυπικό πρωταγωνιστή των ταινιών του Visconti. Ο ηθοποιός που τον ενσαρκώνει, ο Marcello Mastroianni, έγινε δημοφιλής στη δεκαετία του 1950 σε ρόλους ενός συνηθισμένου άντρα κατώτερης ή μεσαίας τάξης. Το πρόσωπό του ήταν έτη φωτός μακριά από την εξωτική αρρενωπότητα των Alain Delon και Helmut Berger, που πρωταγωνίστησαν στις πιο γνωστές ταινίες του maestro. Ωστόσο, είχε συνεργαστεί σε θεατρικές παραστάσεις του Visconti και ήθελε απεγνωσμένα να διευρύνει το ερμηνευτικό του φάσμα καθώς παραπονιόταν: «Είμαι καταδικασμένος να παίζω οδηγούς ταξί μέχρι το τέλος της ζωής μου». Η απάντηση τού ιταλού σκηνοθέτη δεν ήταν να μεταμορφώσει το πρόσωπο του Mastroianni, αλλά να το αντιπαραθέσει με μια ηθοποιό, τη Maria Schell, που ήταν μια εικονική παρωδία των οπερατικά τραγικών ηρωίδων του Visconti. Παρόλο που ήταν ένα τεράστιο ευρωπαϊκό αστέρι στη δεκαετία του 1950, διέθετε έναν άφθαρτο ανθηρό συναισθηματισμό μοιάζοντας σαν ο «σύνδεσμος που λείπει» μεταξύ της Luise Rainer και της Liv Ullmann. Ως εκ τούτου είναι ιδανική ως Ναταλία, η νεαρή κοπέλα που ξοδεύει τις νύχτες της κλαίγοντας πάνω σε μια γέφυρα.
Μέσω αυτής, ο Μάριο (Mastroianni) -ο αρχετυπικός αισθησιακός υλιστής- ανακαλύπτει έναν εντελώς νέο τρόπο ύπαρξης, έναν εντελώς νέο τύπο αγάπης. Οι νύχτες της Ναταλίας καταναλώνονται αναμένοντας με μοναχική λαχτάρα έναν μυστηριώδη και ορμητικό ώριμο άνδρα (Jean Marais), που ξαφνικά εξαφανίστηκε, αφήνοντας μόνο μια αόριστη υπόσχεση να επιστρέψει σε έναν χρόνο. Λέει χαρακτηριστικά η Ναταλία με συγκινητική αφοσίωση: «Όταν τον γνώρισα η ζωή μου αποφασίστηκε…». Ο Marais, μακροχρόνιος φίλος του Visconti, μόλις και μετά βίας ενεργεί σε όλη την ταινία. Έχει σκιαγραφηθεί ως ερωτικό όνειρο, ένα γλυπτό ανάγλυφο των ταινιών του με τον Jean Cocteau (έχει επίσης μια ολέθρια ομοιότητα με τον ίδιο τον Visconti, την εποχή που γυρίστηκε το φιλμ). Ο Μάριο γνωρίζει ότι η αφοσίωση της Ναταλίας σε αυτό τον άνθρωπο είναι στα όρια της ψυχικής διαταραχής. Ωστόσο, ο αυξανόμενος ενθουσιασμός του τον οδηγεί αργά αλλά σταθερά στον δυσλειτουργικό κόσμο του ονείρου. Αυτό που ξεκινά ως μοναχική εμμονή γίνεται αναπόφευκτα μια πυρετώδης δυαδική τρέλα. Δίνοντας στους βασικούς χαρακτήρες την επιλογή ανάμεσα στην καθημερινή λογική και στην παραληρητική ρομαντική τρέλα, αυτοί χωρίς δισταγμό επιλέγουν το δεύτερο.
Οι «Λευκές Νύχτες» είναι τυλιγμένες σε μια αχλύ παραμυθιού, με τον σκηνοθέτη να συλλαμβάνει τον αγνό ρομαντισμό, τη βαθιά καλοσύνη της αυταπάρνησης, αλλά και με οξύτητα να σκιαγραφεί τη μοναξιά του καθημερινού ανθρώπου. Μήπως τελικά οι «Λευκές Νύχτες» είναι μια τυπική βισκοντική ταινία;
Ένας τυραννισμένος «άγιος»
Ο Ρόκο και τ’ Αδέλφια του | Rocco e i Suoi Fratelli (1960)
Δώδεκα χρόνια μετά το «Η Γη Τρέμει», ο Luchino Visconti επιστρέφει στην αντιμετώπιση του «Ζητήματος του Νότου», αυτή τη φορά από τη σκοπιά εκείνων που αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν: τις δυσκολίες προσαρμογής σε μια νέα κοινωνική πραγματικότητα, την κατάσταση εκείνων που αισθάνονται ξένοι σε μια εχθρική πόλη, ανάμεσα στα όνειρα της επιστροφής στην πατρίδα και στην επιθυμία για ένταξη. Ο ρεαλισμός στον τρόπο αφήγησης κάνει τον «Ρόκο» μια ιδανική συνέχεια στο προγενέστερο αριστούργημα του. Και εδώ ανιχνεύονται οι λογοτεχνικές πηγές: «Il ponte della Ghisolfa» του Giovanni Testori, «Giuseppe e i suoi fratelli» του Thomas Mann, «Ο ηλίθιος» του Dostoevsky και «A View from the Bridge» του Arthur Miller, που ο Visconti σκηνοθέτησε για το θέατρο μόλις δύο χρόνια νωρίτερα. Αλλά πέρα από τη διάστασή του ως οικογενειακό έπος και μεγαλειώδες λαϊκό μυθιστόρημα, αυτό το κινηματογραφικό αριστούργημα είναι πάνω από όλα ένα επιδέξιο μείγμα από δυνατά συναισθήματα, προγονικές και αρχαϊκές παρορμήσεις, ένα από τα υψηλότερα επιτεύγματα του Visconti, που σκηνοθετεί το Μιλάνο μέσα από τα μάτια εκείνων που απορρίπτονται, αποξενώνονται, καταποντίζονται.
Με ένα εξαιρετικά δομημένο σενάριο, ο Visconti χωρίζει την ιστορία του σε πέντε κεφάλαια, καθένα από τα οποία είναι αφιερωμένο σε έναν από τους γιους της οικογένειας. Βέβαια το κεντρικό πρόσωπο είναι η δεσποτική, υπερπροστατευτική και σπαρακτική μάνα, που δεν επιθυμεί τίποτα παραπάνω από το καλό των παιδιών της, την οποία υποδύεται με θεατρική υπερβολή η Κατίνα Παξινού.
Αρχικά η οικογένεια εγκαθίσταται στο υπόγειο μιας πολυκατοικίας. Τα προβλήματα τους είναι πολλά, αλλά σταδιακά τα καταφέρνουν να βρουν από μία δουλειά. Ο Simone (Renato Salvatori), ο δεύτερος σε ηλικία μετά τον Vincenzo (Σπύρος Φωκάς), θα ασχοληθεί επαγγελματικά με την πυγμαχία· ο Rocco (Alain Delon) θα πιάσει δουλειά σε ένα καθαριστήριο ρούχων και παράλληλα θα πυγμαχεί για χόμπι· ο τρίτος, ο Ciro (Max Cartier), προσλαμβάνεται ως εργάτης σε μια αυτοκινητοβιομηχανία· και τέλος, ο μικρός Luca (Rocco Vidolazzi) κάνει θελήματα για τους μαγαζάτορες της γειτονιάς. Σύντομα η οικογένεια Parondi μετακομίζει σ’ ένα πιο άνετο διαμέρισμα και όλα βαίνουν καλά, μέχρι τη στιγμή που ο Simone συνάπτει μια μοιραία σχέση με τη Nadia (Annie Girardot), μια όμορφη νεαρή πόρνη.
Προσπαθώντας να επιβιώσουν, τα αδέλφια θα αντιμετωπίσουν, ο καθένας με τον τρόπο του, την αστική ζούγκλα, τον κόσμο της πορνείας και του μποξ, με αναπόφευκτη την πτώση τους και την καταστροφική κατάληξη για ένα από αυτά.
Ο Visconti, με μια ισχυρή διεισδυτική ματιά, γεμάτη ρεαλισμό και με έντονα μελοδραματικό τρόπο που σε αρκετά σημεία θυμίζει αρχαία ελληνική τραγωδία, αναλύει ένα ευρύ φάσμα συναισθηματικών καταστάσεων αλλά και κοινωνικών ζητημάτων της εποχής του, όπως το θέμα των ταξικών αντιθέσεων, την ανέχεια, τη μετανάστευση, τη ματαιοδοξία του πλούτου και της κοινωνικής ανέλιξης που έχει σαν αποτέλεσμα την κατάρρευση των δεσμών της οικογένειας και των ηθών.
Η διαλεκτική της ταινίας συνδέει τις προσωπικές συγκρούσεις της οικογένειας με τη σκληρή καπιταλιστική εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, μέσα από την περιγραφή του κόσμου και των παρασκηνίων της πυγμαχίας, που κατέχει δεσπόζουσα θέση στη δομή της ταινίας, αφού είναι ο τρόπος που προσπαθούν να ξεφύγουν από τη μιζέρια τα δυο σημαντικότερα πρόσωπα της οικογένειας, ο Ρόκο και ο Σιμόνε.
Ο ιταλός δημιουργός βρίσκεται εδώ σε μια μετάβαση από τις αρχές του νεορεαλισμού προς τις διακοσμητικά οπερατικές υπερβολές πολλών από τις μεταγενέστερες ταινίες του. Με μεγάλη εικαστική δύναμη και εκπληκτική ακρίβεια, σκηνοθετεί ένα από τα αριστουργήματα της καριέρας του, ένα οικογενειακό έπος, ενώ ταυτόχρονα αναπαράγει στην οθόνη την κοινωνική τοιχογραφία μια ολόκληρης εποχής.
Η ασπρόμαυρη φωτογραφία του Giuseppe Rotunno μοιάζει να ισορροπεί μεταξύ ενός ζοφερού ντοκιμαντερίστικου νεορεαλισμού και του στυλιζαρίσματος των φιλμ νουάρ, με τη μουσική του Nino Rota να αντικατοπτρίζει με συναισθηματική ρώμη την ιστορία της εσωτερικής μετανάστευσης μιας φτωχής σικελικής οικογένειας και τη σταδιακή αποσύνθεση της από την καταστροφική μαγεία της επιρροής του χρήματος, της ριζοσπαστικότητας και του έρωτα.
Ίσως είναι δύσκολο να πεισθεί ο θεατής από τον εκπληκτικά όμορφο Alain Delon ως πυγμάχο, με τέτοια αγιοσύνη που να θυσιάζει την ευτυχία του με την ισχνή ελπίδα να διατηρήσει την οικογένεια του ενωμένη. Ωστόσο, ο Renato Salvatori είναι απόλυτα πειστικός ως ο οργιώδης και ανεύθυνος μεγαλύτερος αδελφός που καταστράφηκε από την απληστία του, και η Annie Girardot είναι τόσο αισθησιακή και αξιοθαύμαστα πειστική ως το συναισθηματικά πολύπλοκο κορίτσι που παρεισδύει ανάμεσα στα δυο αδέλφια.
Tο φιλμ αποτελεί μια ρεαλιστική κοινωνική τοιχογραφία που ξεδιπλώνεται σαν λυρικό μελόδραμα, με πάθος, με ομορφιά, με λυγμό. Ο Visconti ζωγραφίζει τους υποκείμενους μηχανισμούς της κοινωνίας της εποχής -όχι πολύ ανόμοιους από αυτούς του σήμερα- και το κάνει αφηγούμενος το δράμα του Rocco, ενός ιδεαλιστή που αντιδρά με συναισθηματική ρώμη στις σειρήνες του νεωτερισμού και στις εκκλήσεις της κατανάλωσης.
Συμπαγές από δραματουργική άποψη, ισχυρό από περιγραφική άποψη, το φιλμ υπερβαίνει την εμφανή ιδεολογική φόρτιση χάρη στις σκηνοθετικές αρετές του Visconti: τη συμπυκνωμένη δραματουργική πυκνότητα, το μυθιστορηματικό μεγαλείο, τα υψηλά επίπεδα κινηματογραφικής γραφής, την πολυφωνική ενορχήστρωση και τη δύναμη με την οποία σκιαγραφούνται τα συναισθήματα και εκρήγνυνται τα πάθη.
Συνέχεια με το πέμπτο μέρος το επόμενο Σάββατο…