
Η χήρα Ροσάρια μετακομίζει στο Μιλάνο από το χωριό της, με τους τέσσερις γιους της. Ο πέμπτος της γιος, ο Βινσέντζο, ζει ήδη στο Μιλάνο. Στην αρχή η οικογένεια έχει πολλά προβλήματα, αλλά στο τέλος καταφέρνουν να τακτοποιηθούν και θα βρεθεί μια δουλειά για τον καθένα. Ο Σιμόν παίζει μποξ, ο Ρόκο δουλεύει σε στεγνοκαθαριστήριο και ο Τσίρο πηγαίνει σχολείο. Ο Σιμόν θα συναντηθεί με τη Νάντια, μια νεαρή πόρνη, με την οποία θα αναπτύξει ένα φλογερό ειδύλλιο. Μετά από λίγο καιρό, όμως, ο Ρόκο, αφού τελειώσει το στρατιωτικό, θα πέσει στα δίχτυα της, και θα αναπτύξει κι αυτός σχέση μαζί της. Η πίκρα και η ζήλια θα ανάψει τις φλόγες της ανάμεσα στα δύο αδέλφια, και οι αψιμαχίες θα τους οδηγήσουν πολύ μακριά, τόσο μακριά όσο ένας φόνος.
Σκηνοθεσία:
Luchino Visconti
Κύριοι Ρόλοι:
Alain Delon … Rocco Parondi
Renato Salvatori … Simone Parondi
Annie Girardot … Nadia
Κατίνα Παξινού … Rosaria Parondi
Max Cartier … Ciro Parondi
Σπύρος Φωκάς … Vincenzo Parondi
Rocco Vidolazzi … Luca Parondi
Claudia Cardinale … Ginetta
Paolo Stoppa … Cerri
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Suso Cecchi D’Amico, Pasquale Festa Campanile, Massimo Franciosa, Enrico Medioli, Luchino Visconti
Στόρι: Luchino Visconti, Suso Cecchi D’Amico, Vasco Pratolini
Παραγωγή: Goffredo Lombardo
Μουσική: Nino Rota
Φωτογραφία: Giuseppe Rotunno
Μοντάζ: Mario Serandrei
Σκηνικά: Mario Garbuglia
Κοστούμια: Piero Tosi
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Rocco e i Suoi Fratelli
- Ελληνικός Τίτλος: Ο Ρόκο και τ’ Αδέλφια του
- Διεθνής Τίτλος: Rocco and His Brothers
- Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Ο Ρόκο και τα Αδέλφια του
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα (τμήμα): Il Ponte della Ghisolfa του Giovanni Testori.
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Bafta καλύτερης ταινίας από οποιαδήποτε προέλευση και ξένης ηθοποιού (Annie Girardot).
- Καλύτερη παραγωγή στα David di Donatello.
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βενετίας. Ειδικό βραβείο επιτροπής και βραβείο FIPRESCI.
Παραλειπόμενα
- Ο τίτλος είναι ένα πάντρεμα του τίτλου του τετράτομου έργου Joseph and His Brothers του Thomas Mann, και του ονόματος του ποιητή Rocco Scotellaro, που είχε εκφράσει τα συναισθήματα του για τους χωρικούς της Νότιας Ιταλίας.
- Οι δημοτικές αρχές απαγόρευσαν το γύρισμα του τελικού φόνου σε μια μεγάλη και τουριστική περιοχή ανάπλασης. Ως αιτία παρατέθηκε η άκαιρη ομοιότητα με την πραγματικότητα, μια και στην ίδια περιοχή είχε πριν λίγο καιρό δολοφονηθεί μια πόρνη. Αυτό όμως είχε και συνέχεια, αφού ο καρδινάλιος Tardini ώθησε την αστυνομία να αναλάβει δράση εναντίον “συγκεκριμένων καταστροφικών ταινιών”. Έτσι, απαιτήθηκε το κόψιμο τεσσάρων σκηνών, και να οδηγηθεί ο παραγωγός σε δίκη. Όλα ήρθαν σε έναν συμβιβασμό, όταν ο Goffredo Lombardo συμφώνησε να μπουν σκοτεινά φίλτρα στις επίμαχες σκηνές, με τις δύο από αυτές να χάνονται τελείως.
- Renato Salvatori και Annie Girardot ξεκίνησαν στα γυρίσματα δεσμό.
- Η φωνή του Alain Delon και της Annie Girardot είναι ντουμπλαρισμένες. Και οι υπόλοιπες όμως φωνές εικάζεται ότι ανήκουν σε διαφορετικούς ηθοποιούς από αυτούς που βλέπουμε στην οθόνη, όπως παρατηρείται από τον περίεργο συγχρονισμό του ήχου με την κίνηση των στομάτων.
- Μπορεί ο Σπύρος Φωκάς να ερμηνεύει τον μεγάλο αδελφό, στην πραγματικότητα όμως η ηλικία του ήταν μικρότερη από αυτήν των Alain Delon και Renato Salvatori.
- Όταν η ταινία προβλήθηκε το 1961 στις ΗΠΑ, μεγάλο της μέρος είχε κοπεί ως πολύ βίαιο για το αμερικανικό κοινό.
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 6/4/2018
Το σινεμά του Λουκίνο Βισκόντι ήθελε μεγάλα κότσια, όταν βέβαια ο δημιουργός είχε τα κέφια του. Πώς αλλιώς να χαρακτηρίσει κάποιος την ικανότητα αυτού του ανθρώπου στο να συνθέτει εικόνες με τέτοια επιμέλεια στη λεπτομέρεια. Πιο πολύ θα έλεγε κανείς πως συνέθετε όπερα, παρά κινηματογραφική ταινία. Κι εδώ μιλάμε για μία εκ των πλέον προσεγμένων του δουλειών (όχι όμως της ανώτερης), όπου ένα πλήθος σπουδαίων για την έβδομη τέχνη ονομάτων υποκύπτουν στα απόλυτα θέλω του δημιουργού. Ένα επικό και σκοτεινό μελόδραμα που ίσως δυσκολέψει τους μη λάτρεις του κομψού σινεμά άλλων χρόνων και τεχνοτροπιών, αλλά ταυτόχρονα απλό στη σεναριακή δομή του, ένα αμάλγαμα του μικρού με το μεγάλο. Με απίστευτη σύλληψη φωτογραφίας, ο Βισκόντι «ταλαιπωρεί» τους ήρωες του για να τους χωρέσει σε ένα κάδρο βιαιότητας, ιστορικών αντιθέσεων, αλλά την ίδια ώρα και κλασικού ιταλικού μελοδράματος. Ένα αριστούργημα οπτικής και αφηγηματικής εκτέλεσης.
Βαθμολογία:
Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης
Έκδοση Κειμένου: 4/3/2023
Δώδεκα χρόνια μετά το «Η Γη Τρέμει», ο Luchino Visconti επιστρέφει στην αντιμετώπιση του «Ζητήματος του Νότου», αυτή τη φορά από τη σκοπιά εκείνων που αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν: τις δυσκολίες προσαρμογής σε μια νέα κοινωνική πραγματικότητα, την κατάσταση εκείνων που αισθάνονται ξένοι σε μια εχθρική πόλη, ανάμεσα στα όνειρα της επιστροφής στην πατρίδα και στην επιθυμία για ένταξη. Ο ρεαλισμός στον τρόπο αφήγησης κάνει τον «Ρόκο» μια ιδανική συνέχεια στο προγενέστερο αριστούργημα του. Και εδώ ανιχνεύονται οι λογοτεχνικές πηγές: «Il ponte della Ghisolfa» του Giovanni Testori, «Giuseppe e i suoi fratelli» του Thomas Mann, «Ο ηλίθιος» του Dostoevsky και «A View from the Bridge» του Arthur Miller, που ο Visconti σκηνοθέτησε για το θέατρο μόλις δύο χρόνια νωρίτερα. Αλλά πέρα από τη διάστασή του ως οικογενειακό έπος και μεγαλειώδες λαϊκό μυθιστόρημα, αυτό το κινηματογραφικό αριστούργημα είναι πάνω από όλα ένα επιδέξιο μείγμα από δυνατά συναισθήματα, προγονικές και αρχαϊκές παρορμήσεις, ένα από τα υψηλότερα επιτεύγματα του Visconti, που σκηνοθετεί το Μιλάνο μέσα από τα μάτια εκείνων που απορρίπτονται, αποξενώνονται, καταποντίζονται.
Με ένα εξαιρετικά δομημένο σενάριο, ο Visconti χωρίζει την ιστορία του σε πέντε κεφάλαια, καθένα από τα οποία είναι αφιερωμένο σε έναν από τους γιους της οικογένειας. Βέβαια το κεντρικό πρόσωπο είναι η δεσποτική, υπερπροστατευτική και σπαρακτική μάνα, που δεν επιθυμεί τίποτα παραπάνω από το καλό των παιδιών της, την οποία υποδύεται με θεατρική υπερβολή η Κατίνα Παξινού.
Αρχικά η οικογένεια εγκαθίσταται στο υπόγειο μιας πολυκατοικίας. Τα προβλήματα τους είναι πολλά, αλλά σταδιακά τα καταφέρνουν να βρουν από μία δουλειά. Ο Simone (Renato Salvatori), ο δεύτερος σε ηλικία μετά τον Vincenzo (Σπύρος Φωκάς), θα ασχοληθεί επαγγελματικά με την πυγμαχία· ο Rocco (Alain Delon) θα πιάσει δουλειά σε ένα καθαριστήριο ρούχων και παράλληλα θα πυγμαχεί για χόμπι· ο τρίτος, ο Ciro (Max Cartier), προσλαμβάνεται ως εργάτης σε μια αυτοκινητοβιομηχανία· και τέλος, ο μικρός Luca (Rocco Vidolazzi) κάνει θελήματα για τους μαγαζάτορες της γειτονιάς. Σύντομα η οικογένεια Parondi μετακομίζει σ’ ένα πιο άνετο διαμέρισμα και όλα βαίνουν καλά, μέχρι τη στιγμή που ο Simone συνάπτει μια μοιραία σχέση με τη Nadia (Annie Girardot), μια όμορφη νεαρή πόρνη.
Προσπαθώντας να επιβιώσουν, τα αδέλφια θα αντιμετωπίσουν, ο καθένας με τον τρόπο του, την αστική ζούγκλα, τον κόσμο της πορνείας και του μποξ, με αναπόφευκτη την πτώση τους και την καταστροφική κατάληξη για ένα από αυτά.
Ο Visconti, με μια ισχυρή διεισδυτική ματιά, γεμάτη ρεαλισμό και με έντονα μελοδραματικό τρόπο που σε αρκετά σημεία θυμίζει αρχαία ελληνική τραγωδία, αναλύει ένα ευρύ φάσμα συναισθηματικών καταστάσεων αλλά και κοινωνικών ζητημάτων της εποχής του, όπως το θέμα των ταξικών αντιθέσεων, την ανέχεια, τη μετανάστευση, τη ματαιοδοξία του πλούτου και της κοινωνικής ανέλιξης που έχει σαν αποτέλεσμα την κατάρρευση των δεσμών της οικογένειας και των ηθών.
Η διαλεκτική της ταινίας συνδέει τις προσωπικές συγκρούσεις της οικογένειας με τη σκληρή καπιταλιστική εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, μέσα από την περιγραφή του κόσμου και των παρασκηνίων της πυγμαχίας, που κατέχει δεσπόζουσα θέση στη δομή της ταινίας, αφού είναι ο τρόπος που προσπαθούν να ξεφύγουν από τη μιζέρια τα δυο σημαντικότερα πρόσωπα της οικογένειας, ο Ρόκο και ο Σιμόνε.
Ο ιταλός δημιουργός βρίσκεται εδώ σε μια μετάβαση από τις αρχές του νεορεαλισμού προς τις διακοσμητικά οπερατικές υπερβολές πολλών από τις μεταγενέστερες ταινίες του. Με μεγάλη εικαστική δύναμη και εκπληκτική ακρίβεια, σκηνοθετεί ένα από τα αριστουργήματα της καριέρας του, ένα οικογενειακό έπος, ενώ ταυτόχρονα αναπαράγει στην οθόνη την κοινωνική τοιχογραφία μια ολόκληρης εποχής.
Η ασπρόμαυρη φωτογραφία του Giuseppe Rotunno μοιάζει να ισορροπεί μεταξύ ενός ζοφερού ντοκιμαντερίστικου νεορεαλισμού και του στυλιζαρίσματος των φιλμ νουάρ, με τη μουσική του Nino Rota να αντικατοπτρίζει με συναισθηματική ρώμη την ιστορία της εσωτερικής μετανάστευσης μιας φτωχής σικελικής οικογένειας και τη σταδιακή αποσύνθεση της από την καταστροφική μαγεία της επιρροής του χρήματος, της ριζοσπαστικότητας και του έρωτα.
Ίσως είναι δύσκολο να πεισθεί ο θεατής από τον εκπληκτικά όμορφο Alain Delon ως πυγμάχο, με τέτοια αγιοσύνη που να θυσιάζει την ευτυχία του με την ισχνή ελπίδα να διατηρήσει την οικογένεια του ενωμένη. Ωστόσο, ο Renato Salvatori είναι απόλυτα πειστικός ως ο οργιώδης και ανεύθυνος μεγαλύτερος αδελφός που καταστράφηκε από την απληστία του, και η Annie Girardot είναι τόσο αισθησιακή και αξιοθαύμαστα πειστική ως το συναισθηματικά πολύπλοκο κορίτσι που παρεισδύει ανάμεσα στα δυο αδέλφια.
Tο φιλμ αποτελεί μια ρεαλιστική κοινωνική τοιχογραφία που ξεδιπλώνεται σαν λυρικό μελόδραμα, με πάθος, με ομορφιά, με λυγμό. Ο Visconti ζωγραφίζει τους υποκείμενους μηχανισμούς της κοινωνίας της εποχής -όχι πολύ ανόμοιους από αυτούς του σήμερα- και το κάνει αφηγούμενος το δράμα του Rocco, ενός ιδεαλιστή που αντιδρά με συναισθηματική ρώμη στις σειρήνες του νεωτερισμού και στις εκκλήσεις της κατανάλωσης.
Συμπαγές από δραματουργική άποψη, ισχυρό από περιγραφική άποψη, το φιλμ υπερβαίνει την εμφανή ιδεολογική φόρτιση χάρη στις σκηνοθετικές αρετές του Visconti: τη συμπυκνωμένη δραματουργική πυκνότητα, το μυθιστορηματικό μεγαλείο, τα υψηλά επίπεδα κινηματογραφικής γραφής, την πολυφωνική ενορχήστρωση και τη δύναμη με την οποία σκιαγραφούνται τα συναισθήματα και εκρήγνυνται τα πάθη.
Βαθμολογία: