Λευκές Νύχτες
- Le Notti Bianche
- White Nights
- 1957
- Ιταλία
- Ιταλικά
- Αισθηματική, Δραματική
Ένας μοναχικός νέος, ο Μάριο, συναντά μια εξίσου μοναχική κοπέλα, τη Ναταλία. Μα ο καθένας τους ζει στη μοναξιά για διαφορετικό λόγο. Ο Μάριο είναι νεοφερμένος στην πόλη και δεν έχει κάνει καμία ακόμα γνωριμία, ενώ η Ναταλία ζούσε πάντα στην απομόνωση, ακόμα κι αν βρίσκεται στην καρδιά της πόλης. Η κοπέλα είναι, δε, ερωτευμένη ακόμα με έναν άντρα, που παρότι έχει φύγει, αυτή δεν επιθυμεί να βάλει κανέναν άλλον στη θέση της καρδιάς της.
Σκηνοθεσία:
Luchino Visconti
Κύριοι Ρόλοι:
Maria Schell … Natalia
Marcello Mastroianni … Mario
Jean Marais … ο ένοικος
Marcella Rovena … η σπιτονοικοκυρά
Clara Calamai … ο πόρνη
Maria Zanoli … η υπηρέτρια
Corrado Pani … ο νέος με τη μοτοσυκλέτα
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Luchino Visconti, Suso Cecchi D’Amico
Παραγωγή: Franco Cristaldi, Jean-Paul Guibert, Giuseppe Maggi, Mario Maggi
Μουσική: Nino Rota
Φωτογραφία: Giuseppe Rotunno
Μοντάζ: Mario Serandrei
Σκηνικά: Mario Chiari
Κοστούμια: Piero Tosi
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Le Notti Bianche
- Ελληνικός Τίτλος: Λευκές Νύχτες
- Διεθνής Τίτλος: White Nights
Σεναριακή Πηγή
- Διήγημα: White Nights του Fyodor Dostoevsky.
Κύριες Διακρίσεις
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βενετίας. Αργυρός Λέοντας.
Παραλειπόμενα
- Το διήγημα του Fyodor Dostoevsky από το 1848 διασκευάζεται εδώ -με αρκετές αλλαγές- για πρώτη φορά στον κινηματογράφο. Θα ακολουθήσουν ακόμα 10 εκδοχές, με την ταινία του Visconti να θεωρείται μακράν η σημαντικότερη.
- Όλα όσα παρακολουθούμε δεν βρίσκονται στο Λιβόρνο, αλλά εντός των στούντιο της Τσινετσιτά. Δεν υπήρχε όμως διαθέσιμος κάποιος τρόπος να παραχθεί ομίχλη, με το εφέ να δημιουργείται κρεμώντας λευκά τούλια από το ταβάνι του σκηνικού (και μια λάμπα πίσω από κάθε ένα).
- Ο Visconti γνώρισε την αυστριακή Maria Schell στο φεστιβάλ Βενετίας, και άμεσα της πρότεινε τον ρόλο. Δεν χρειάστηκε όμως να την ντουμπλάρει στα ιταλικά (που ήταν και κάτι το σύνηθες), με την ηθοποιό να εντυπωσιάζει μαθαίνοντας απ’ έξω τους ιταλικούς διαλόγους, ακόμα κι αν δεν γνώριζε καλά τη γλώσσα. Αντίθετα, ο γάλλος Jean Marais ντουμπλαρίστηκε από τον Giorgio Albertazzi.
- Δεν συγκαταλέγεται ανάμεσα στις διασκευές από το διήγημα του 1848, αλλά το Δύο Έρωτες (2008) του James Gray επηρεάστηκε άμεσα όχι μόνο από το λογοτεχνικό έργο αλλά και την ταινία του Visconti.
Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης
Έκδοση Κειμένου: 4/3/2023
Η νύχτα πέφτει σε μια επαρχιακή ιταλική πόλη. Σε μια στάση λεωφορείου. μια παρέα ανθρώπων κατεβαίνει και περνάει μέσα από τις λαμπερές λίμνες νερού στον δρόμο. Ένας μοναχικός νεαρός άνδρας, τυλιγμένος σε ένα μακρύ σκούρο παλτό, απομακρύνεται από το πλήθος και ξεκινάει αναζητώντας μια νυχτερινή περιπέτεια. Τα φώτα σβήνουν παντού γύρω του. Τα παραθυρόφυλλα κλείνουν στους τοίχους των σπιτιών, ψηλά πάνω από το κεφάλι του. Τα βήματα του τον οδηγούν μέσα από ένα λαβύρινθο από σκοτεινά, στενά δρομάκια, από μικροσκοπικά κανάλια που καλύπτονται από τοξωτά γεφύρια. Σε μια γέφυρα, βλέπει μια σιλουέτα ενός νεαρού κοριτσιού. Περπατάει μπροστά της, προσποιείται ότι την αγνοεί, αλλά οι αισθήσεις του είναι σε εγρήγορση. Καθώς περνά, την ακούει να κλαίει. Σταματάει για μία στιγμή. Αναρωτιέται τι να κάνει. Αμφιταλαντεύεται -χωρίς να το γνωρίζει- μεταξύ δύο κόσμων. Η γέφυρα αυτή αποτελεί τη θέση ισορροπίας στη χωρο-χρονική ταλάντωση μεταξύ του ονείρου και πραγματικότητας, ανάμνησης και παρόντος.
Ο θεατής παρατηρεί, σε αυτές τις στιγμές ανοίγματος του φιλμ, πως όλα φαίνονται σχολαστικά ρεαλιστικά αλλά ταυτόχρονα και ελαφρώς ψεύτικα. Προσαρμόζοντας με εκπληκτικό τρόπο την ομώνυμη νουβέλα του Fyodor Dostoevsky, ο Visconti μετέφερε τη δράση από τα κανάλια της τσαρικής Αγίας Πετρούπολης στους δρόμους του Λιβόρνο της δεκαετίας του 1950 -μιας από τις πιο παράξενες και ιδιοσυγκρασιακές ιταλικές πόλεις. Αποφεύγοντας να κινηματογραφήσει σε πραγματικές τοποθεσίες, έστησε με εκπληκτικά σκηνικά μια ολόκληρη συνοικία της πόλης, συνεπικουρούμενος από τη φανταστική φωτογραφία του Giuseppe Rotunno, με τα έξοχα και συναρπαστικά βάθη πεδίου και την ονειρικά μελαγχολική μουσική του Nino Rota.
«Πρέπει να φανεί σαν να ήταν ψεύτικο», είπε o Visconti, «αλλά όταν αρχίσετε να πιστεύετε ότι είναι ψεύτικο, πρέπει να φαίνεται σαν να ήταν πραγματικό». Έτσι όλη η ταινία φαίνεται να αιωρείται -όπως ο νεαρός άνδρας στη γέφυρα- ανάμεσα σε έναν κόσμο που τείνουμε να αποκαλούμε «πραγματικότητα» και ένα άλλον που λέμε «όνειρα». Ποιος μπορεί να πει με βεβαιότητα ποια είναι η αλήθεια;
Τέτοια δοκίμια στην «κατασκευασμένη» πραγματικότητα ήταν ασύμβατα με το ύφος του ιταλικού νεο-ρεαλισμού (στον οποίο ο Visconti είχε συμβάλει στην πρωτοπορία της δεκαετίας του 1940), αλλά και με τις τάσεις της εμπορικής παραγωγής ταινιών στη δεκαετία του 1950. Οι ταινίες εκείνης της εποχής που είχαν δημιουργηθεί σε στούντιο ήταν κατάλληλες για ασκήσεις με καθαρή φαντασία -«Τα Παραμύθια του Hoffmann» (Michael Powell και Emeric Pressburger, 1951) και «Marguerite de la Nuit» (Claude Autant-Lara, 1955) είναι και τα δύο καλά παραδείγματα. Μόνο ο Visconti θα τολμούσε να αντιμετωπίσει ένα θεωρητικά «ρεαλιστικό» θέμα με τόσο εξεζητημένη και ποιητική οπτική. Οι κριτικοί, βέβαια, ήταν σοκαρισμένοι και ο μαρξιστής μελετητής ταινιών Umberto Barbaro επιτέθηκε με μένος στις «Λευκές Νύχτες» αποκαλώντας τις ως «φορμαλιστικό εφιάλτη». Το κοινό ήταν σε αμηχανία και έμεινε αποστασιοποιημένο, και η ταινία παρέμεινε ένα παραμελημένο έργο, ακόμη και από τους πιο ένθερμους οπαδούς του σκηνοθέτη.
Σίγουρα αυτός ο νεαρός άνδρας -που στέκεται σε εκείνη τη σκοτεινή, παγωμένη γέφυρα- δεν έχει τίποτα κοινό με τον τυπικό πρωταγωνιστή των ταινιών του Visconti. Ο ηθοποιός που τον ενσαρκώνει, ο Marcello Mastroianni, έγινε δημοφιλής στη δεκαετία του 1950 σε ρόλους ενός συνηθισμένου άντρα κατώτερης ή μεσαίας τάξης. Το πρόσωπό του ήταν έτη φωτός μακριά από την εξωτική αρρενωπότητα των Alain Delon και Helmut Berger, που πρωταγωνίστησαν στις πιο γνωστές ταινίες του maestro. Ωστόσο, είχε συνεργαστεί σε θεατρικές παραστάσεις του Visconti και ήθελε απεγνωσμένα να διευρύνει το ερμηνευτικό του φάσμα καθώς παραπονιόταν: «Είμαι καταδικασμένος να παίζω οδηγούς ταξί μέχρι το τέλος της ζωής μου». Η απάντηση τού ιταλού σκηνοθέτη δεν ήταν να μεταμορφώσει το πρόσωπο του Mastroianni, αλλά να το αντιπαραθέσει με μια ηθοποιό, τη Maria Schell, που ήταν μια εικονική παρωδία των οπερατικά τραγικών ηρωίδων του Visconti. Παρόλο που ήταν ένα τεράστιο ευρωπαϊκό αστέρι στη δεκαετία του 1950, διέθετε έναν άφθαρτο ανθηρό συναισθηματισμό μοιάζοντας σαν ο «σύνδεσμος που λείπει» μεταξύ της Luise Rainer και της Liv Ullmann. Ως εκ τούτου είναι ιδανική ως Ναταλία, η νεαρή κοπέλα που ξοδεύει τις νύχτες της κλαίγοντας πάνω σε μια γέφυρα.
Μέσω αυτής, ο Μάριο (Mastroianni) -ο αρχετυπικός αισθησιακός υλιστής- ανακαλύπτει έναν εντελώς νέο τρόπο ύπαρξης, έναν εντελώς νέο τύπο αγάπης. Οι νύχτες της Ναταλίας καταναλώνονται αναμένοντας με μοναχική λαχτάρα έναν μυστηριώδη και ορμητικό ώριμο άνδρα (Jean Marais), που ξαφνικά εξαφανίστηκε, αφήνοντας μόνο μια αόριστη υπόσχεση να επιστρέψει σε έναν χρόνο. Λέει χαρακτηριστικά η Ναταλία με συγκινητική αφοσίωση: «Όταν τον γνώρισα η ζωή μου αποφασίστηκε…». Ο Marais, μακροχρόνιος φίλος του Visconti, μόλις και μετά βίας ενεργεί σε όλη την ταινία. Έχει σκιαγραφηθεί ως ερωτικό όνειρο, ένα γλυπτό ανάγλυφο των ταινιών του με τον Jean Cocteau (έχει επίσης μια ολέθρια ομοιότητα με τον ίδιο τον Visconti, την εποχή που γυρίστηκε το φιλμ). Ο Μάριο γνωρίζει ότι η αφοσίωση της Ναταλίας σε αυτό τον άνθρωπο είναι στα όρια της ψυχικής διαταραχής. Ωστόσο, ο αυξανόμενος ενθουσιασμός του τον οδηγεί αργά αλλά σταθερά στον δυσλειτουργικό κόσμο του ονείρου. Αυτό που ξεκινά ως μοναχική εμμονή γίνεται αναπόφευκτα μια πυρετώδης δυαδική τρέλα. Δίνοντας στους βασικούς χαρακτήρες την επιλογή ανάμεσα στην καθημερινή λογική και στην παραληρητική ρομαντική τρέλα, αυτοί χωρίς δισταγμό επιλέγουν το δεύτερο.
Οι «Λευκές Νύχτες» είναι τυλιγμένες σε μια αχλύ παραμυθιού, με τον σκηνοθέτη να συλλαμβάνει τον αγνό ρομαντισμό, τη βαθιά καλοσύνη της αυταπάρνησης, αλλά και με οξύτητα να σκιαγραφεί τη μοναξιά του καθημερινού ανθρώπου. Μήπως τελικά οι «Λευκές Νύχτες» είναι μια τυπική βισκοντική ταινία;
Βαθμολογία: