Ο Άντριου Νέιμαν είναι ένας φιλόδοξος ντράμερ της τζαζ, με μόνο πράγμα κατά νου να ξεχωρίσει στην ελίτ της ανατολικής ακτής. Επιφορτισμένος την αποτυχημένη καριέρα του πατέρα του στη συγγραφή, ο Άντριου ζει κάθε μέρα με τη σκέψη να συγκαταλεχθεί στους καλύτερους. Ο Τέρενς Φλέτσερ, εξίσου γνωστός για το ταλέντο του στη μουσική εκπαίδευση με τις τρομακτικές του μεθόδους, είναι επικεφαλής ενός τζαζ γκρουπ στο σχολείο. Θα ανακαλύψει τον Άντριου και θα τον πάρει στην μπάντα. Από αυτό το σημείο, το πάθος του νεαρού για την τελειότητα θα του γίνει εμμονή, ενώ ο αδίστακτος δάσκαλος θα τραβήξει τα όρια τόσο των ικανοτήτων του, όσο και της ψυχής του.
Σκηνοθεσία:
Damien Chazelle
Κύριοι Ρόλοι:
Miles Teller … Andrew Neiman
J.K. Simmons … Terence Fletcher
Paul Reiser … Jim Neimann
Melissa Benoist … Nicole
Austin Stowell … Ryan Connolly
Nate Lang … Carl Tanner
Chris Mulkey … θείος Frank
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Damien Chazelle
Παραγωγή: Jason Blum, Helen Estabrook, David Lancaster, Michel Litvak
Μουσική: Justin Hurwitz
Φωτογραφία: Sharone Meir
Μοντάζ: Tom Cross
Σκηνικά: Melanie Jones
Κοστούμια: Lisa Norcia
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Whiplash
- Ελληνικός Τίτλος: Χωρίς Μέτρο
Κύριες Διακρίσεις
- Όσκαρ δεύτερου αντρικού ρόλου (J.K. Simmons), μοντάζ και ήχου. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία και διασκευασμένο σενάριο.
- Χρυσή Σφαίρα δεύτερου αντρικού ρόλου (J.K. Simmons).
- Βραβείο Bafta δεύτερου αντρικού ρόλου (J.K. Simmons), μοντάζ και ήχου. Υποψήφιο για σκηνοθεσία και σενάριο.
- Μεγάλο βραβείο επιτροπής και βραβείου κοινού στο φεστιβάλ Sundance.
Παραλειπόμενα
- Ο Damien Chazelle συμμετείχε σε μπάντα καθώς φοιτούσε στο κολέγιο του Πρίνστοουν, και από αυτό άντλησε την έμπνευση του, γράφοντας ένα σενάριο 15 σελίδων (ικανό για μεγάλου μήκους φιλμ). Ο ίδιος είχε δηλώσει πως η συγγραφή έγινε σε μια περίοδο απελπισίας, στην άτυχη ακόμα προσπάθεια του να φέρει στην οθόνη το La La Land. Η Right of Way Films και η Blumhouse Productions ήταν αυτές που τον βοήθησαν να μετατρέψει αυτές τις 15 σελίδες σε υλικό για μια μικρού μήκους ταινία. Σε αυτήν, τον πρώτο ρόλο είχε ο Johnny Simmons, ενώ ο J.K. Simmons ήταν και πάλι ο Φλέτσερ (οι δυο τους δεν είχαν καμία μεταξύ τους συγγένεια). Το 18λεπτο φιλμ προβλήθηκε στο διαγωνιστικό του Sundance, αποσπώντας το πρώτο βραβείο της επιτροπής. Αυτό ήταν αρκετό για να βρεθεί χρηματοδότηση 3,3ών εκατομμυρίων δολαρίων από την Bold Films, για μια αντίστοιχη μεγάλου μήκους ταινία.
- Ο ρόλος του Φλέτσερ βασίστηκε τόσο στον επικεφαλής της μπάντας του Chazelle στο κολέγιο, ο οποίος είχε φύγει από το ζωή το 2003, όσο και στον γνωστό τζαζίστα Buddy Rich και άλλους -γνωστούς για τη σκληρότητα τους- συναδέλφους τους.
- Παρότι αρχικά ήταν εκ νέου ο Johnny Simmons να πάρει τον ρόλο του πρωταγωνιστή, προτιμήθηκε ο Miles Teller, που είδε εδώ την καριέρα του να εκτοξεύεται.
- Γυρίστηκε μέσα σε 19 ημέρες, αλλά με ωράριο που κρατούσε 14 ώρες ανά μέρα. Η μόνη από αυτές που διακόπηκε ήταν όταν ο Chazelle εμπλάκηκε σε σοβαρό αυτοκινητιστικό ατύχημα, αλλά παρότι βρέθηκε στο νοσοκομείο για πιθανή διάσειση, ήταν την επομένη κανονικά στο πλατό. Ακόμα πιο εντυπωσιακό ήταν το γεγονός ότι από την έναρξη γυρισμάτων ως την κατάθεση της ταινίας στο Sundance (έτοιμη μονταρισμένη), μεσολάβησαν μόνο 10 εβδομάδες.
- Η σκηνή με το χαστούκι γυρίστηκε αρκετές φορές, μέχρι που οι δύο πρωταγωνιστές είπαν να δοκιμάσουν και μία λήψη με αληθινό χτύπημα. Αυτή έμελλε να είναι η τελική που βλέπουμε επί της οθόνης.
- Ο Miles Teller ήταν αυτοδίδακτος ερασιτέχνης ντράμερ από τα 15 του, και στην ταινία εκτελεί ο ίδιος μεγάλο μέρος όσων βλέπουμε επί των ντραμς. Περαιτέρω εκπαίδευση για την ταινία τού πρόσφερε ο Nate Lang, που κρατάει και ο ίδιος ρόλος σε αυτήν. Σε συγκεκριμένα όμως σημεία, είναι ο επαγγελματίας Kyle Crane που αντικαθιστά τον Teller ως σωσίας. Όσο για το σάουντρακ, εκεί επιστρατεύτηκε ο βετεράνος Bernie Dresel, αφήνοντας ένα ποσοστό περίπου 40% από όσα ερμηνεύει ο ίδιος ο Teller.
- Παρότι το 15λεπτο σενάριο προϋπήρχε του μικρού μήκους Whiplash, η ακαδημία των Όσκαρ εξέλαβε το σενάριο ως διασκευασμένο (ενώ η ένωση σεναριογράφων το κατοχύρωσε ως αυθεντικό), προς απογοήτευση του δημιουργού του.
- Τα 3,3 εκατομμύρια δολάρια του μπάτζετ απέφεραν 49,9 από τα ταμεία, με το φιλμ να είναι από τα πιο επικερδή -αναλογικά- της χρονιάς. Ακόμα βέβαια κι έτσι, τα 49,9 εκ. δολάρια κατέταξαν την ταινία ως μια από αυτές με τις λιγότερες εισπράξεις που βρέθηκαν ποτέ στους υποψήφιους για το Όσκαρ καλύτερης ταινίας.
Κριτικός: Δημήτρης Κωνσταντίνου-Hautecoeur
Έκδοση Κειμένου: 2/2/2015
Δεν έχει σημασία το αν μια ταινία για έναν ντράμερ σου κινεί το ενδιαφέρον, ούτε αν σου αρέσει ή όχι η τζαζ. Στο «Χωρίς Μέτρο» του σεναριογράφου και σκηνοθέτη Damien Chazelle, μέσα από τον παθιασμένα άγριο ήχο των ντραμς αναδύεται μια εξίσου ξέχειλη από πάθος κι ένταση κινηματογραφική δύναμη, ικανή να πείσει και τους πιο επιφυλακτικούς πως αυτή η κινηματογραφική εμπειρία τους αφορά απόλυτα. Γιατί η μουσική βρίσκεται εκεί απλώς ως μοχλός, ως το εργαλείο του Damien Chazelle με το οποίο κρατά τις αισθήσεις τεταμένες και δημιουργεί ένα οπτικοακουστικό αποτέλεσμα που σφύζει από ενέργεια. Ο αληθινός λόγος όμως που η ταινία σε κοιτάζει απευθείας στα μάτια και μπαίνει κάτω απ’ το δέρμα σου -χωρίς πρόθεση να φύγει γρήγορα- βρίσκεται αλλού.
Βρίσκεται στα λόγια που εκσφενδονίζονται σαν μαχαίρια και στον ψυχολογικό τους αντίκτυπο που σχεδόν ποτέ δεν εκφράζεται άμεσα -ίσως μόνο μέσα από τη μουσική. Βρίσκεται στα βλέμματα που ανταλλάσσονται χωρίς να χρειάζεται να συνοδεύονται από λέξεις. Βρίσκεται στη διαχρονική θεματική της σχέσης δασκάλου-μαθητή, που εδώ διαγράφεται μέσα από καθηλωτικά απρόσμενες διαδρομές, με τα θεμέλια της έννοιας του σεβασμού να τραντάζονται από αμφότερες τις πλευρές. Δεν χρειάζεται κάτι περισσότερο από τον εξαιρετικό ανερχόμενο Miles Teller απέναντι στον αριστουργηματικό J.K. Simmons (που είναι υποψήφιος για Όσκαρ για πρώτη φορά στη ζωή του και ταυτόχρονα το αδιαφιλονίκητο φαβορί) για να δημιουργηθεί μια ανεπανάληπτη, εκρηκτική αλληλεπίδραση χαρακτήρων, που δεν σε αφήνει να ξεκολλήσεις τα μάτια σου από την οθόνη. Τα όρια του σωστού και του λάθους διαταράσσονται και, ίσως, αμφισβητούνται, αλλά τελικά δεν έχει καν σημασία αν επικροτούμε ή όχι τις μεθόδους του καθηγητή Terrence Fletcher. Γιατί ο αξέχαστος χαρακτήρας του 60χρονου Simmons αναδεικνύεται σε πραγματικό σύμβολο των προσωπικών μας ορίων και το βλέμμα του στα -συγκλονιστικά – τελευταία πλάνα σε λυτρωτική υπενθύμιση των στόχων και της δύναμης της θέλησής μας. Και, τελικά, το φιλμ του Chazelle μάς ταρακουνάει, μας χαστουκίζει αναζωογονητικά και μας φωνάζει κατάμουτρα: «μην τα παρατάς»!
Βαθμολογία: