Ο Χάρι και η Σάλι είναι φιλαράκια. Στα έντεκα χρόνια που γνωρίζονται, έχουν ζήσει πολλές ερωτικές απογοητεύσεις και πάντα στηρίζονται ο ένας στον άλλον για να ξεπεράσουν τις δύσκολες στιγμές. Θα καταλάβουν ποτέ ότι είναι πλασμένοι ο ένας για τον άλλον;

Σκηνοθεσία:

Rob Reiner

Κύριοι Ρόλοι:

Billy Crystal … Harry Burns

Meg Ryan … Sally Albright

Carrie Fisher … Marie Fisher

Bruno Kirby … Jess Fisher

Steven Ford … Joe

Lisa Jane Persky … Alice

Michelle Nicastro … Amanda Reese

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Nora Ephron

Παραγωγή: Rob Reiner, Andrew Scheinman

Φωτογραφία: Barry Sonnenfeld

Μοντάζ: Robert Leighton

Σκηνικά: Jane Musky

Κοστούμια: Gloria Gresham

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: When Harry Met Sally…
  • Ελληνικός Τίτλος: Όταν ο Χάρι Γνώρισε τη Σάλι

Κύριες Διακρίσεις

  • Υποψήφιο για Όσκαρ αυθεντικού σεναρίου.
  • Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ταινίας (κωμωδία/μιούζικαλ), σκηνοθεσία, πρώτο αντρικό ρόλο (Billy Crystal) σε κωμωδία/μιούζικαλ, πρώτο γυναικείο ρόλο (Meg Ryan) στην ίδια κατηγορία, και σενάριο.
  • Βραβείο Bafta σεναρίου. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία.

Παραλειπόμενα

  • Την αρχική ιδέα για το στόρι την είχε ο Reiner, προερχόμενη από μακρά συνάντηση με την Ephron και τον παραγωγό Andy Scheinman, και βασισμένη σε όσα έζησε μετά το διαζύγιο του με την Penny Marshall. Έπειτα η Ephron “έβαλε κάτω” αυτούς τους δύο σε συνέντευξη πάνω σε βιώματα τους, και γέννησε τον χαρακτήρα του Χάρι. Η Σάλι ήταν έμπνευση από κάποιες φίλες της. Ως κερασάκι, ο Crystal έκανε πιο χιουμοριστικό τον χαρακτήρα του Χάρι. Η διαδικασία της συγγραφής του σεναρίου πήρε 5 ολόκληρα χρόνια.
  • Ο Tom Hanks απέρριψε τον ρόλο του Χάρι επειδή τον βρήκε πολύ ελαφρύ. Το ίδιο έπραξε και ο Albert Brooks, αισθανόμενος ότι έμοιαζε πολύ με Woody Allen. Ανεπιτυχείς προτάσεις έγιναν και στους Richard Dreyfuss, Michael Keaton, με τους Bill Murray, Jeff Bridges και Harrison Ford να μένουν στα υπόψιν.
  • Ο σκηνοθέτης προσανατολίζονταν στη Susan Dey για τον ρόλο της Σάλι. Όταν αυτή αρνήθηκε, στράφηκε στην Elizabeth Perkins. Κατά νου είχε και τις Elizabeth McGovern και Molly Ringwald. Η ίδια η Meg Ryan ήταν αυτή που τον έπεισε να της δώσει τον ρόλο.
  • Η Ephron είχε την πρώτη σκέψη για τον τίτλο, που ήταν το How They Met. Αφού τον άλλαξαν κάμποσες φορές, ο Reiner έφτασε να διεξάγει εσωτερικό διαγωνισμό με έπαθλο μια σαμπάνια. Μετά από χρόνια η Ephron δήλωνε ευχαριστημένη σε όλα με την ταινία, εκτός από τον τίτλο της.
  • Κατά τα γυρίσματα στο Μανχάταν, ο Crystal έμενε ολομόναχος και ξέχωρα από τους υπόλοιπους συντελεστές, ώστε να έρθει κοντά στον διαζευγμένο και εργένη ήρωα του.
  • Το αρχικό σενάριο ήθελε τον Χάρι με τη Σάλι να μη γίνονται επίσημα ποτέ ζευγάρι, κάτι στο οποίο συμφωνούσαν σκηνοθέτης και σεναριογράφος. Με δική τους όμως πάλι απόφαση αυτό άλλαξε, ακόμα κι αν δεν το θεωρούσαν ρεαλιστικό το τελικό φινάλε.
  • Εμπορική επιτυχία με έσοδα 92,8 εκατομμύρια δολάρια. Το μπάτζετ ήταν μόλις στα 16. Κι όμως, η Columbia Pictures έβγαλε αρχικά σε μικρή διανομή την ταινία (είχε να ανταγωνιστεί μεγάλα καλοκαιρινά μπλοκμπάστερ), ελπίζοντας -κάτι που έγινε- να μεγαλώσει η δυναμική της από στόμα σε στόμα.
  • Η ταινία επηρέασε άμεσα ή έμμεσα αμέτρητες κομεντί. Η δε περίφημη σκηνή με τον ψεύτικο οργασμό στο Katz’s Delicatessen έγινε αφορμή για παρωδία και αναπαραγωγή ουκ ολίγες φορές. Ήταν μια αποκλειστική ιδέα της Meg Ryan, την οποία αποδέχτηκε ο σκηνοθέτης, κι ενώ στο σενάριο έγραφε ότι απλά οι δύο ήρωες συζητούσαν για το ζήτημα. Χρειάστηκαν όμως πολλές λήψεις για να καταλήξουν σε αυτήν που εμφανίστηκε στις οθόνες.

Μουσικά Παραλειπόμενα

  • Το σάουντρακ κατακλύζεται από δουλειά και ερμηνεία του Harry Connick Jr. και της μπάντας του, σε διεύθυνση και παραγωγή του Marc Shaiman.

Κριτικός: Σταύρος Γανωτής

Έκδοση Κειμένου: 2/8/2019

Να πώς κάνεις Γούντι Άλεν υπό μορφή sitcom. Αυτό τον συνδυασμό ο Ρομπ Ράινερ κατάφερε να τον απογειώσει σε μία από τις πλέον πετυχημένες ρομαντικές ιστορίες του σινεμά, εκμαιεύοντας το συναίσθημα του θεατή. Ένα λεπτό αλλά ανά στιγμές και τραχύ σενάριο της Νόρα Έφρον γίνεται το πάτημα για να αναλυθεί με αφοπλιστικής μορφής ειλικρίνεια το αιώνιο ερώτημα τού αν ο άντρας μπορεί να είναι φίλος με μια γυναίκα, δίχως την ύπαρξη της περίφημης λανθάνουσας ερωτικής έλξης. Το φιλμ έχει μεν ξεκάθαρη απάντηση, αλλά τραβάει μέχρι τέλους την αγωνία του ζευγαριού και του θεατή, τρυπώνοντας στις φροϋδικές παραμέτρους που γεννάει το ζήτημα στη μετά σεξουαλικής επανάστασης εποχή. Και όλη αυτή τη διαδρομή δεν τη διασχίζει με μια αλά Γούντι Άλεν χάρη, μα ως μια κομεντί με λίγες εντάσεις, αλλά πολλά σημεία αναφοράς.

Τίποτα από όλα αυτά φυσικά δεν θα λειτουργούσε αν δεν έδεναν τόσο άψογα ο Μπίλι Κρίσταλ με τη Μεγκ Ράιαν. Δένουν ερμηνευτικά, δένουν ο καθένας με τον ρόλο του, έχουν ακόμα και τα ιδανικά πρόσωπα για το συγκεκριμένο στόρι. Και οι δύο τους ικανοί σε δράμα και κωμωδία, εκφράζουν εύκολα τον τόνο του φιλμ, και έχουν μεταξύ τους μια αέναη διαφορετικότητα σε όλα τους που ανάβει τη σπίθα της χημείας τους. Οι ερμηνείες τους, πάλι, είναι κράμα 1980’s τηλεοπτικής λογικής, μοντέρνου ανεξάρτητου θεάτρου, και σινεμά 1970’s. Μεγάλη και παραγνωρισμένη η βοήθεια της Κάρι Φίσερ και του Μπρούνο Κίρμπι, που δεν αποτυπώνονται στον νου, αλλά δίχως την παρουσία τους δεν θα έδενε τίποτα.

Παρόλα αυτά, ο Ράινερ δεν κυνηγάει το σινεφιλικά απόλυτο. Σταματάει σκηνοθετικά εκεί που αισθάνεται ότι έχει ικανοποιήσει τους θεατές του. Παίζει με αυτούς ένα άμεσο παιχνίδι, αδιαφορώντας να παράγει το κάτι παραπάνω (ή μήπως δεν είχε αντιληφθεί τι είχε στα χέρια του;). Το μυστικό είναι στην επιλογή των τοπίων και του πεδίου δράσης, όπου η γιάπικη εποχή πασχίζει να αναδείξει τους νέους δικούς της αναφορικούς χώρους νοσταλγίας μέσα στη Νέα Υόρκη, ρισκάροντας για το αν έχουν διαχρονική αξία ή όχι. Εγκλωβίζεται ολόγυρα σε ένα τέλη-1980’s κλίμα, και δεν αφήνει τις επιρροές του να πάρουν το πάνω χέρι. Είναι κάποιες «δαιμόνιες» ατάκες που οδηγούν τη ροή, και είναι αυτές που δημιουργούν το «πάνω-κάτω» στην ψυχολογία του θεατή, ταλαιπωρώντας τον και την ίδια ώρα κατακτώντας τον. Αυτή εντέλει η «ταλαιπωρία» είναι το σεναριακό μυστικό του έργου.

Είναι τόσο πολύπλοκο και τόσο απλοϊκό συνάμα. Ο Ράινερ μιλάει σε ευθεία κομεντί αφήγηση για ένα θέμα που απασχολεί κάθε άντρα και κάθε γυναίκα, τουλάχιστον μία φορά στη ζωή τους (επιτέλους μια κομεντί που απευθύνεται μαζί και στους αρσενικούς). Και μιλάει τη γλώσσα της αλήθειας, έχοντας τον τρόπο αυτό να το επιβάλλει δίχως αμφισβητήσεις. Ακόμα κι δεν κάνει πολλές χάρες σε όσους μέσα από ένα τέτοιο σενάριο θα ήθελαν να δουν μια ταινία που θα αφορούσε πρώτιστα έναν λάτρη της υψηλής κουλτούρας-ψυχολογίας, το φιλμ μένει εντέλει κλασικό, αλλά για το είδος του. Να πώς μια ταινία ευρείας κατανάλωσης γίνεται αυτόματα cult, και όσοι την είδαν σε καίρια συναισθηματική τους φάση, την ανακαλούν συνεχώς και την αναζητούν σαν σελίδα δικού τους ημερολογίου.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

18 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *