
Μια φαινομενικά ευτυχισμένη σουηδέζα νοικοκυρά και μητέρα ξεκινάει παράνομο δεσμό με έναν ξένο εβραίο αρχαιολόγο που εργάζεται κοντά στο σπίτι της. Αυτός όμως είναι ένας άντρας με φόβους, ως αποτέλεσμα του εγκλεισμού του σε στρατόπεδο συγκέντρωσης των ναζί, που βρήκε καταφύγιο στις ΗΠΑ. Αυτό έχει συνέπεια στην σχέση τους, που σταδιακά γίνεται οδυνηρά δύσκολη.
Σκηνοθεσία:
Ingmar Bergman
Κύριοι Ρόλοι:
Bibi Andersson … Karin Vergerus
Elliott Gould … David Kovac
Max von Sydow … Andreas Vergerus
Sheila Reid … Sara Kovac
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Ingmar Bergman
Παραγωγή: Ingmar Bergman, Lars-Owe Carlberg
Φωτογραφία: Sven Nykvist
Μοντάζ: Siv Lundgren
Σκηνικά: Ann-Christin Lobraten, P.A. Lundgren
Κοστούμια: Mago, Ethel Sjoholm
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Beroringen
- Ελληνικός Τίτλος: Η Επαφή
- Διεθνής Τίτλος: The Touch
Παραλειπόμενα
- Πρώτη αγγλόφωνη ταινία του Ingmar Bergman, αλλά παρόλα αυτά γυρισμένη στη Σουηδία.
- Ο Elliott Gould προτιμήθηκε από τους Paul Newman, Dustin Hoffman και Robert Redford.
- Ο ρόλος της Κάριν γράφτηκε για τη Liv Ullmann, αλλά τη συγκεκριμένη εποχή δεν ήταν διαθέσιμη.
- Ο Bergman άντλησε έμπνευση από τον θάνατο ενός φίλου του, ηθοποιού, 15 χρόνια πριν.
- Ο Gould πίστευε έντονα πως ο γυναικείος χαρακτήρας ήταν βασισμένος στην Ingrid Karlebo, σύντροφο του Bergman, και πως το σενάριο ήταν ημι-βιογραφικό.
- Ο δημιουργός παρέδωσε στον Morton Baum, υπεύθυνο της αμερικανικής ABC Pictures, ένα σενάριο 56 σελίδων, που όμως περισσότερο έμοιαζε με νουβέλα.
- Η παραγωγή μπήκε μέσα ένα εκατομμύριο δολάρια, κι ενώ οι πρώτες κριτικές ήταν γενικά αρνητικές. Με τα χρόνια, όμως, η κριτική εκτίμηση έχει ανέβει.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Στη μουσική μπάντα ακούγεται το βασικό θέμα από το Liksom en Herdinna του Carl Michael Bellman, ερμηνευμένο από τον Jan Johansson.
Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης
Έκδοση Κειμένου: 30/7/2021
Σε μια μικρή σουηδική πόλη, ο πετυχημένος γιατρός Andreas Vergerus (Max von Sydow) και η γοητευτική σύζυγός του, Karin (Bibi Andersson), βιώνουν έναν ευτυχισμένο αλλά κάπως πεζό δεκαπενταετή γάμο, με δυο παιδιά στην εφηβεία. Η φαινομενικά ειδυλλιακή ζωή τους διακόπτεται από την άφιξη του David (Elliott Gould), ενός αμερικανού αρχαιολόγου που εργάζεται σε μια ανασκαφή μιας παλιάς εκκλησίας. Από την πρώτη τους κοινωνική συνάντηση, ο David αποπειράται να αποπλανήσει την Karin. Αυτή σύντομα θα βρεθεί στο διαμέρισμα του, παρά το γεγονός ότι δεν είχε ποτέ απατήσει τον Andreas. Καθώς η σχέση τους συνεχίζεται, ο σχεδόν αλκοολικός David γίνεται καταθλιπτικός, αυταρχικός και ευέξαπτος. Όταν φεύγει για έξι μήνες στο Λονδίνο για την έρευνα του, η Karin θα τον αναζητήσει μάταια εκεί. Ωστόσο θα πάρει κάποιες απαντήσεις για τη συμπεριφορά του από τη νευρωτική αδελφή του, Sarah (Sheila Reid)…
H «Επαφή» είναι μία από τις λιγότερο γνωστές ταινίες του Ingmar Bergman, που είχε εξαφανιστεί για δεκαετίες από την πρώτη κυκλοφορία της το 1971. Εκείνη την εποχή, αδικαιολόγητα απορρίφθηκε ως ελάσσον έργο και σύντομα ξεχάστηκε καθώς ο Σουηδός προχώρησε σε μια από τις πιο εύφορες περιόδους του με τα φιλμ «Κραυγές και Ψίθυροι» το 1972 και «Σκηνές από ένα Γάμο» έναν χρόνο αργότερα.
Αυτό που συναρπάζει στην «Επαφή» είναι ο αδιόρατος και ήσυχος τρόπος που ο Bergman εγκαθιστά το πάθος που συνδέει δύο ψυχές που έλκονται μεταξύ τους χωρίς να γνωρίζουν το γιατί. Ταυτόχρονα ανατρέπει τις προσδοκίες του θεατή όσον αφορά τους χαρακτήρες. Ο David παρουσιάζεται αρχικά ως δύναμη της φύσης -όταν χωρίς καμία συστολή δηλώνει ερωτευμένος από την Karin- πετυχαίνοντας την εύκολη κατάκτηση της. Ωστόσο στην πρώτη τους συνάντηση είναι τρομερά αμήχανος και ανασφαλής, με αποτέλεσμα μια ταπεινωτική ερωτική «απόσυρση». Τελικά αποδεικνύεται άτομο με αυτοκαταστροφικές παρορμήσεις, ανειλικρινές, συναισθηματικά ασταθές, με εναλλασσόμενη παθητική-επιθετική φύση.
Βέβαια το πιο ενδιαφέρον πρόσωπο του έργου είναι η Karin, που ερμηνεύει με απαράμιλλη δεξιοτεχνία η Bibi Andersson. Η Karin παρασύρεται από την ευθεία ερωτική επίθεση του David, έλκεται από την κατάθλιψη, την ευπάθεια και τη μοναξιά του (ισχυρίζεται ότι έχασε την οικογένειά του στα στρατόπεδα θανάτου των ναζί). Στις πρώτες σεκάνς τα κόκκινα ρούχα της Karin έρχονται σε αντίθεση τόσο με τα συντηρητικά λευκά, γκρι και μπεζ του περιβάλλοντός της -υποδηλώνοντας ένα μη συμμορφωτικό πνεύμα που αναζητά κάποιο είδος ελευθερίας- όσο και με τις σκοτεινές πράσινες αποχρώσεις του διαμερίσματος του David, που εκφράζουν την ταραγμένη ιδιοσυγκρασία του. Η ίδια δηλώνει ότι ο γάμος της είναι ευτυχισμένος, αλλά η γρήγορη μετάβαση της από την επιπόλαια σχέση στην εξάρτηση δείχνει ότι ασυνείδητα ήδη αναζητούσε κάτι για να ζωντανέψει τη ζωή της· ίσως γιατί ο χαοτικός David εκπροσωπεί ό,τι λείπει από τον απόλυτα συγκροτημένο Andreas.
Αρχικά η Karin προσπαθεί να διατηρήσει την ισορροπία της, καθώς ζει δύο ξεχωριστές ζωές: αξιοσέβαστη σύζυγος και μητέρα στο σπίτι στη μια · παθιασμένα ερωτευμένη στην άλλη .Ελπίζει ότι αυτή η διπλή ζωή της θα γίνει αποδεκτή από τους δύο άντρες, σαν μια «σοφή λύση» που θα μπορούσε να ωφελήσει τους άλλους και να τους κάνει ευτυχισμένους. Φυσικά κάτι τέτοιο αποδεικνύεται ουτοπικό.
Η κινηματογράφηση του Sven Nykvist είναι εκπληκτική, με την κάμερα του να κινείται συχνά με ιλιγγιώδη ρυθμό. Η χρήση του Eastmancolor και η παλέτα υποτονικών χρωμάτων αναδεικνύουν τη νατουραλιστική υλικότητα των χώρων και την άλλοτε φθινοπωρινή, άλλοτε χειμερινή ψυχική διάθεση. Το μοντάζ του Siv Lundgren είναι συχνά απότομο και αγχωτικό, ενώ η μουσική του Jan Johansson αναδύει αιθέρια μελαγχολία.
Η «Επαφή» δεν είναι τόσο μια παραδοσιακή ρομαντική ιστορία, όσο μια ταινία σχετικά με την αναζήτηση πραγματικής ανθρώπινης επαφής: της ανάγκης και της επιθυμίας για αγάπη, της δυσκολίας να την προσφέρεις, να την αποδεχτείς και να τη συντηρήσεις. Σε μια έντονα συμβολική σκηνή, η μεσαιωνική ξύλινη Μαντόνα που ανακαλύφθηκε στο τείχος μιας εκκλησίας κατατρώγεται εσωτερικά από τις προνύμφες που ήταν σε ύπνωση για 500 χρόνια · ακριβώς όπως η Karin μετά την αποκάλυψη του αληθινού εαυτού της.
Το φιλμ τελειώνει με μια εικόνα μοναχικότητας, αναποφασιστικότητας, ακινησίας αλλά και ελεύθερης βούλησης. «Κανείς δεν μου έχει κάνει τόσο καλό όσο εσύ. Κανείς δεν μου έχει κάνει τόσο κακό όσο εσύ», λέει η Karin. Μετά, μια παύση πριν από ένα άγνωστο μέλλον. Μια στιγμή αυτογνωσίας; Μια αχτίδα ελπίδας;
Βαθμολογία:
Κριτικός: Σοφία Γουργουλιάνη
Έκδοση Κειμένου: 11/9/2021
Η πρώτη αγγλόφωνη ταινία του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν περιλαμβάνει τον Έλιοτ Γκουλντ σε ρόλο ερωτιάρη πλην ψυχικά τραυματισμένου αρχαιολόγου. Και την Μπίμπι Άντερσον στον ρόλο της ευτυχισμένα παντρεμένης πλην βαθιά ανικανοποίητης σουηδής 35άρας. Ο Αμερικανός θα μπει στη ζωή της ορμητικός κι ερωτικός, δηλώνοντας απερίφραστα κι απερίσκεπτα πως την αγαπάει. Πάραυτα θα ξεκινήσει μια σχέση με ταυτόχρονο γνώμονα την ανασφάλεια και τη λαγνεία.
Η λαγνεία γρήγορα θα μετατραπεί σε εξάρτηση. Και οι λεπτές κλωστές που συγκρατούν τους εξαρτημένους έρωτες θα τη μετατρέψουν τάχιστα σε ψυχική και σωματική βία. Ό,τι, λοιπόν φάνταζε με φωτεινό διάλειμμα σεξουαλικής αναγέννησης, μετατρέπεται γρήγορα σε έναν εφιάλτη συναισθηματικής εξάρτησης και βίας…
Ο Μπέργκμαν εδώ μοιάζει εξαρχής να χτίζει δύο στιβαρούς χαρακτήρες προορισμένους να συντριβούν, αποσπώντας δύο εξαιρετικές ερμηνείες. Ο κόσμος της φουρτούνας με τον κόσμο της νηνεμίας θα έρθουν λοιπόν κοντά, μόνο για να γνωρίσουν τη μοιραία σύγκρουση. Κι αν στην αρχή της ταινίας οι χαρακτήρες μοιάζουν να κρύβουν πολλά από τα χαρτιά τους διατηρώντας τη γνώριμη ποιητικότητα του Μπέργκμαν, στην πορεία παρα-βγάζουν τα άπλυτα τους στη φόρα, με αποτέλεσμα το σενάριο να πλέει σε μια σεναριακή υπερβολή και να ρέπει προς το μελόδραμα.
Ο γνώριμος βέβαια ποιητικός σκηνοθετικός τόνος του Σουηδού παραμένει, καταφέρνοντας να σώσει την παρτίδα για μια ταινία που μυρίζει Μπέργκμαν χωρίς όμως να σιγοψήνεται στα κάρβουνα της εξαιρετικής 7ης τέχνης.
Βαθμολογία: