Αυγές του 19ου αιώνα, σε ένα απόμακρο νησάκι της Νέας Αγγλίας. Έχοντας αναλάβει την υποχρέωση να φροντίζουν τον φάρο του μικρού νησιού για μια περίοδο τεσσάρων βδομάδων, ο Εφραίμ Γουίνσλοου περνάει τις ημέρες του μοχθώντας με την καθημερινή φροντίδα του φάρου, ενώ τις νύχτες είναι ευθύνη μονάχα του γηραιότερου Τόμας Γουέικ να βάζει τον φάρο εν λειτουργία. Οι ταπεινές εργασίες αποδεικνύονται μεν κουραστικές, αλλά είναι η περιέργεια που αναπτύσσει ο Εφραίμ για το τι κάνει ολομόναχος ο γηραιός άντρας. Κι αυτό δεν μένει εκεί, μια και ο συνδυασμός όλων αυτών γεννάει μια ολοένα και βαθύτερη παράνοια, σε σημείο να δέχεται επισκέψεις από παράξενες παρουσίες.

Σκηνοθεσία:

Robert Eggers

Κύριοι Ρόλοι:

Robert Pattinson … Ephraim Winslow

Willem Dafoe … Thomas Wake

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Max Eggers, Robert Eggers

Παραγωγή: Robert Eggers, Youree Henley, Lourenco Sant’ Anna, Rodrigo Teixeira, Jay Van Hoy

Μουσική: Mark Korven

Φωτογραφία: Jarin Blaschke

Μοντάζ: Louise Ford

Σκηνικά: Craig Lathrop

Κοστούμια: Linda Muir

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: The Lighthouse
  • Ελληνικός Τίτλος: Ο Φάρος

Κύριες Διακρίσεις

  • Υποψήφιο για Όσκαρ φωτογραφίας.
  • Υποψήφιο για Bafta φωτογραφίας.
  • Βραβείο FIPRESCI για το τμήμα Δεκαπενθήμερο Σκηνοθετών στο φεστιβάλ Κανών.

Παραλειπόμενα

  • Το στόρι είναι πολύ ελαφριά βασισμένο σε μια αληθινή τραγωδία που έλαβε χώρα το 1801. Υπάρχουν όμως και επιρροές από κλασικά αναγνώσματα, όπως των Herman Melville, Robert Louis Stevenson, H.P. Lovecraft και Algernon Blackwood. Η αρχική έμπνευση όμως δόθηκε από το ομότιτλο διήγημα του Edgar Allan Poe, ένα διήγημα που έμεινε ημιτελές.
  • Η ταινία είναι γυρισμένη με φιλμ 35mm. Χρησιμοποιήθηκαν φακοί βίντζατζ (Baltar) σε κάμερες Panavision Panaflex Millennium XL2, και η οπτική είναι 1.19:1 (σχεδόν τετράγωνη).
  • Οι δυο ηθοποιοί είπαν ότι καθ’ όλη την ημέρα στα γυρίσματα μιλούσαν μεταξύ τους ελάχιστα, μια και οι συνθήκες ήταν εξαντλητικές, μαζί και με έναν άθλιο καιρό.
  • Ο Robert Eggers ήθελε εξαρχής τους δύο συγκεκριμένους ηθοποιούς, μια και ήταν θαυμαστές της πρώτης του ταινίας, της Μάγισσας. Πριν τελειώσει αυτό το σενάριο, είχε προτείνει μια άλλη δουλειά στον Robert Pattinson, που όμως την αρνήθηκε επειδή δεν ήταν “παράξενη”. Όταν έπειτα του πρότεινε αυτό, ο ηθοποιός δέχτηκε άμεσα.
  • Όλα τα κτίσματα που βλέπουμε επί του έργου κατασκευάστηκαν αποκλειστικά για το φιλμ.
  • Η Anya Taylor-Joy ήθελε διακαώς να συνεργαστεί με τον Eggers ξανά μετά τη Μάγισσα, και του ζήτησε αν μπορούσε να πάρει τον ρόλο της γοργόνας. Όταν ο σκηνοθέτης της εξήγησε πως δεν ήταν για εκείνην, η ηθοποιός χαριτολογώντας αντιπρότεινε να παίξει κάποιον γλάρο.

Κριτικός: Φίλιππος Χατζίκος

Έκδοση Κειμένου: 28/1/2019

Νέα Αγγλία, τέλη 19ου αιώνα. Ο Εφραίμ Γουίνσλοου προσλαμβάνεται ως βοηθός του φαροφύλακα Τόμας Γουέικ, και οι δύο άνδρες μεταφέρονται σε ένα απόμερο νησί. Αποστολή τους να φροντίσουν και να προφυλάξουν τον φάρο για τέσσερις εβδομάδες. Όσο όμως ο χρόνος κυλάει, οι φρικτές συνθήκες διαβίωσης προκαλούν ισχυρό κλονισμό στη νευρική και ψυχική ισορροπία των ανδρών. Οι δυο τους εμπλέκονται σε ένα αδυσώπητο παιχνίδι εξουσίας, οδηγούμενοι σταδιακά στην ολοσχερή απώλεια του μοναδικού συνδέσμου τους με τον κόσμο εκτός του νησιού: της ίδιας τους της ταυτότητας.

Από την πρώτη στιγμή του «Φάρου», ο Ρόμπερτ Έγκερς εντάσσει τους χαρακτήρες του σε ένα απολύτως ασφυκτικό πλαίσιο. Το σχεδόν τετράγωνο κάδρο του γεμίζει από τις εκκωφαντικές στριγκλιές των γλάρων, ο φάρος υψώνεται απειλητικά -μέσα σ’ ένα απόκοσμο γκρι που φιλοτέχνησε ο διευθυντής φωτογραφίας Γιάριν Μπλάσκε- και περιμένει να απλώσει το φορτίο του στους ώμους των δύσμοιρων ανδρών, και όλο το νησί μοιάζει να υποδέχεται τους δύο άνδρες σαν μελλοθάνατους. Χαρακτηριστική προς τούτο είναι η στιγμή όπου οι δύο άνδρες, άρτι αφιχθέντες στο νησί, κοιτούν ακίνητοι την κάμερα, σαν να στήνονται για μiα φωτογραφία που πρόκειται να αποτελέσει ανάμνηση από τον κόσμο των νεκρών.

Η παραμονή του Γουίνσλοου στο νησί αποδεικνύεται υπόθεση ιδιαιτέρως φορτική. Αναλαμβάνει κάθε λογής χαμαλίκι, κείται συνεχώς μέσα στη βρώμα, οι μέρες του κυλούν δίχως καμία εναλλαγή, παρά μόνο ως προς το είδος του θελήματος του Γουέικ που πρόκειται να εξυπηρετήσει. Με μiα διεστραμμένη άλα Μπέλα Ταρ διάθεση, ο Έγκερς οδηγεί τον πρωταγωνιστή/αφηγητή του έργου -τον δύσμοιρο Πάτινσον- σε ψυχική και σωματική εξάντληση, καθιερώνοντας ένα μοτίβο όπου η κλειστοφοβία των εσωτερικών χώρων εναλλάσσεται με την εξουθένωση του ανοιχτού πεδίου, ενώ η επιθετική διάθεση των γλάρων ολοένα και εντείνει τη νοητική αποσύνθεση του Γουίνσλοου.

Στον αντίποδά του, ο Γουέικ αφήνεται να σαπίσει από μέσα προς τα έξω σε τούτο τον παρατημένο από την ανθρώπινη μοίρα τόπο. Κακομεταχειρίζεται δίκην σαδιστή διδασκάλου τον νεαρότερο βοηθό, προβάλλοντας στο πρόσωπό του κάθε πιθανή εκδοχή της εκ θέσεως -όχι φύσεως- ανωτερότητάς του. Απαλλαγμένος από κάθε υποψία χειρωνακτικής εργασίας, διατηρεί για τον εαυτό του το αποκλειστικό προνόμιο της πρόσβασης στην κορυφή του φάρου, στην πηγή του φωτός που διαχέεται θαρρείς στα πέρατα της οικουμένης, ξορκίζοντας με πάθος τον βοηθό του κάθε φορά που οδηγούνταν σε οποιαδήποτε νύξη επί της δικής του πρόσβασης στο φως.

Από τη σχέση των δύο ανδρών, όπως εξαρχής παρουσιάζεται στο έργο, προκύπτει ο κυρίαρχος θεματικός άξονάς του: η εξουσία με την παραδοσιακή, κάθετης δομής, θεώρησή της, που αποτυπώνεται και σκηνογραφικά στον ίδιο τον φάρο, τα ανώτατα κλιμάκια του οποίου είναι πεδίο μόνο του γηραιότερου. Ο Γουίνσλοου είναι υποτακτικός του Γουέικ: η μεταξύ τους ιεραρχία είναι καθολική, δεν διέπεται από κάποια κοινωνική δομή. Ποια δομή του πολιτισμού θα μπορούσε να επιβιώσει άλλωστε στο τέλος του κόσμου όπου βρίσκονται παρατημένοι οι δυο τους. Έτσι, ο Γουέικ είναι το αφεντικό και ο πατέρας του Γουίνσλοου, αλλά και κάθε άλλη μορφή μεθυσμένης ενσάρκωσης εξουσιαστικού ρόλου μπορεί κανείς να φανταστεί. Η αντιπαλότητα μεταξύ τους είναι φυσική, ακόμα κι όταν αμβλύνεται, προκύπτει από τις αρχετυπικές θέσεις εξουσιαστή και εξουσιαζόμενου, καταπιεστή και καταπιεζόμενου.

Τούτη η αέναη πάλη των ανδρών αλλοιώνεται από τις διάσπαρτες νότες του ομοερωτικού συναισθηματικού δεσμού που αναπτύσσεται ανάμεσά τους. Ο Έγκερς παιχνιδίζει με την έννοια της τοξικής αρρενωπότητας, γελάει κατάμουτρά της και την προσδιορίζει σαν μια ολοσχερώς απατηλή μορφή εξουσίας: οι δύο άνδρες καμώνονται τους σπουδαίους και μιλούν για ανδραγαθήματά τους, αλλά το μόνο που επιζητούν και καθησυχάζει την ύπαρξή τους είναι μία αγκαλιά, μία σπασμώδης έκφραση στοργικότητας στον απάνθρωπα σκληρό κόσμο του νησιού (οι μόνες στιγμές που η κάμερα του Έγκερς αντιμετωπίζει ως ισότιμους τους δύο άνδρες είναι αυτές της έκφρασης ενός τρυφερού συναισθήματος). Ακόμα και σε αυτές τις στιγμές, όμως, ο αγώνας μεταξύ γηραιότερου (πατρικής φιγούρας) και νεαρότερου δίνεται μέχρις εσχάτων και το διακύβευμα παραμένει ένα: ποιος εκ των δύο θα κατέχει το μονοπώλιο του φωτός που εκπορεύεται από την κορυφή του φάρου, ενός γνήσια φαλλικού συμβόλου.

Στην αχανή διάρκεια του αγώνα, οι δύο άνδρες χάνουν τα λογικά και την ταυτότητά τους, ο ένας εντός του άλλου. Η σύγχυση θέσεων όμως καθόλου δεν καταργεί και το κυρίαρχο concept της ετεροβαρούς εξουσίασης, απλώς επιτρέπει της εναλλαγή ρόλων στο γαϊτανάκι της. Άλλωστε, μια γιουνγκιανή ανάγνωση του φιλμικού κειμένου δηλώνει ότι αμφότεροι αποτελούν έκφραση της ίδιας ανθρώπινης οντότητας, ότι ο μόνος που πράγματι υπάρχει είναι ο Γουίνσλοου. Μία τέτοια θεώρηση υποστηρίζεται από ουκ ολίγες σκηνές της ταινίας, όπως η φαινομενικά ασήμαντη πτώση του Γουίνσλοου κατά τη διάρκεια της εξωτερικής βαφής του φάρου, αδιαμφισβήτητα ικανή να δημιουργήσει την ίδια χωλότητα στο πόδι του με αυτή που παρουσιάζει ο Γουέικ, ο οποίος κουτσαίνει εξαρχής. Υπό αυτή τη σκέψη, ο Γουίνσλοου είναι ένας άνθρωπος που τρέχει να ξεφύγει από τον κόσμο του αγγίζοντας την παράνοια κατά την αυτοεξορία του στα πέρατα της γης.

Όποια ανάγνωση κι αν προκρίνει κανείς, βέβαιο είναι πως παρά τους σύγχρονους (στην πραγματικότητα αιώνιους αλλά και επίκαιρους) προβληματισμούς του, ο «Φάρος» δεν συνιστά μια μοντέρνα ταινία, αλλά μια βαθύτατα κλασική σπουδή. Και αυτό όχι μόνο λόγω της φόρμας του γοτθικού παραμυθιού, της μπεργκμανικής αφηγηματικής αυστηρότητας ή τον σχεδιασμό παραγωγής που παραπέμπει ευθέως (οι σκιές επικυρώνουν αναντίρρητα τη θέση αυτή) σε γερμανικό εξπρεσιονισμό, αλλά επειδή στον πυρήνα του βρίσκεται μια ιστορία που μοιάζει βγαλμένη από τα καμένα από τον ήλιο χείλη των ναυτικών και από τους αιώνιους θαλάσσιους θρύλους.

Η διελκυστίνδα της εξουσίας ανάμεσα στους δύο άνδρες τελεί υπό το άγρυπνο βλέμμα της θάλασσας, του πραγματικού κυρίαρχου της μοίρας των χαρακτήρων. Οι μικρότητές τους ουδεμία σημασία έχουν μπροστά στο μέγεθος αυτού του υγρού θεού που μανιασμένα πάλλεται και επιβάλλει τη θέλησή του. Το φιλμ του Έγκερς είναι μια εμπειρία θρησκευτική, αλλά ο θεός που βρίσκεται μέσα του ουδεμία σχέση έχει με τον χριστιανικό. Ούτε φιλεύσπλαχνος είναι, ούτε αναμένει μετάνοιες. Εφόσον προσβληθεί, εκδικείται με βία.

Σαν μακάβριος θεός, λοιπόν, η θάλασσα διαθέτει τους αγγέλους του μηνύματός της (οι γλάροι που κρώζουν αποτρεπτικά από την αρχή), τα ακαταμάχητα απατηλά θέλγητρά της (η φιγούρα της γοργόνα/σειρήνα που συναντά στα όνειρά του ο Γουίνσλοου) και την ασίγαστη δίψα για θάνατο, αφού αποτελεί ένα πελώριο νεκροταφείο των ψυχών όλων των ναυτικών που χάθηκαν στον βυθό της. Ο Γουέικ είναι ένας δαίμονας, ένας Πρωτέας της ελληνικής μυθολογίας, γνωρίζει τα μυστικά του θαλάσσιου θεού μα δεν τα μαρτυρά, μόνο καταριέται τον Γουίνσλοου για την ύβρι του: όποιος πειράζει γλάρο, δεν πρόκειται να τη βγάλει καθαρή, του λέει.

Ο άξεστος γέρος Γουέικ με την απόκοσμη όψη του παραιτηθέντος καπετάνιου είναι ένας κήρυκας του λόγου του θεού (η πρόσβαση στο φως) που μαγεύεται από το ίδιο του το χρέος και την ευθεία επαφή με τον θεϊκό λόγο. Έτσι, όταν συναντά τον επίδοξο Προμηθέα, δεν καταφέρνει να τον σταματήσει, αποτυγχάνοντας τελικά να τον προστατέψει. Γιατί η θάλασσα ξέρει ότι το φως του φάρου είναι αδάμαστο, δεν κάνει για ανθρώπινο μάτι, οποιαδήποτε έκθεση στην ακτινοβολία του θα είναι καταστροφική για κάθε πλάσμα που δεν ανήκει στις τάξεις των δαιμόνων της. Επομένως, κανένας κίνδυνος δεν υπάρχει για την ίδια: εάν ο Γουέικ αποτύχει και ο Γουίνσλοου προσεγγίσει το φως, η θάλασσα έχει έναν σωρό γλάρους που θα επιβάλλουν την αναγκαία τιμωρία.

Ο Έγκερς δημιουργεί ένα έργο που σαγηνεύει άλλοτε σαν μυστηριώδες ποίημα του Νίκου Καββαδία -θαρρεί κανείς πως συμμετέχει ο έλληνας ποιητής στους διάλογους ανά στιγμές- και άλλοτε προκαλεί το δέος σαν γραπτό του Έντγκαρ Άλαν Πόε. Με δεδομένες τις επιρροές από τη Λάμψη του Κιούμπρικ αλλά και τον χιτσκοκικό ίλιγγο, ιδίως κατά την ανάβαση προς το φως, ο «Φάρος» αποτελεί κάτι ανώτερο από μια ιστορία ψυχοτροπικής ερημιάς και απώλειας ταυτοτήτων. Μια αλλόκοτη εξιστόρηση ενός ναυτικού θρύλου με θρησκευτικές καταβολές. Μια αποθέωση του folk-horror κινηματογράφου!

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

13 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *