Νέα Υόρκη, 1978. Τα 20 οικοδομικά τετράγωνα με τα ενεχυροδανειστήρια, τους οίκους ανοχής και τα διαβόητα μπαρ ανάμεσα στην 8η λεωφόρο και τον ποταμό Χάντσον που ανήκουν στην ιρλανδική μαφία και είναι γνωστά ως Χελς Κίτσεν, δεν είναι το πιο εύκολο μέρος να ζει κανείς. Ή το πιο ασφαλές. Όταν τρεις μαφιόζοι μπαίνουν φυλακή, οι γυναίκες τους θα πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους, συνεχίζοντας το «έργο» τους. Πρωτοστατούν στις κομπίνες και αναγνωρίζονται ως άξια μέλη της τοπικής μαφίας.

Σκηνοθεσία:

Andrea Berloff

Κύριοι Ρόλοι:

Melissa McCarthy … Kathy Brennan

Tiffany Haddish … Ruby O’Carroll

Elisabeth Moss … Claire Walsh

Domhnall Gleeson … Gabriel O’Malley

Bill Camp … Alfonso Coretti

Margo Martindale … Helen O’Carroll

Common … Gary Silvers

Brian d’Arcy James … Jimmy Brennan

James Badge Dale … Kevin O’Carroll

Jeremy Bobb … Rob Walsh

Annabella Sciorra … Maria Coretti

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Andrea Berloff

Παραγωγή: Michael De Luca, Marcus Viscidi

Μουσική: Bryce Dessner

Φωτογραφία: Maryse Alberti

Μοντάζ: Christopher Tellefsen

Σκηνικά: Shane Valentino

Κοστούμια: Sarah Edwards

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Αρνητική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: The Kitchen
  • Ελληνικός Τίτλος: Χελς Κίτσεν: Οι Βασίλισσες του Εγκλήματος

Σεναριακή Πηγή

  • Κόμικ: The Kitchen του Ollie Masters.

Παραλειπόμενα

  • Αρχικά, η Andrea Berloff είχε αναλάβει να γράψει μόνο το διασκευασμένο σενάριο, αλλά έκανε τόσο καλή εντύπωση στα διοικητικά στελέχη της New Line Cinema, που κατάφερε εδώ να υπογράφει την πρώτη της σκηνοθεσία.
  • Η Alicia Coppola είχε υπογράψει για να συμμετέχει στο καστ, αλλά εντέλει δεν υπήρχε σε αυτό.
  • Παρότι κόστισε 38 εκατομμύρια δολάρια, η New Line Cinema έβγαλε μόλις 16 από τα ταμεία.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 8/8/2019

Άνιση ως σεναριογράφος, μιας κι έχει δικαίως προταθεί για Όσκαρ για τη δουλειά της στο ακυκλοφόρητο στις κινηματογραφικές αίθουσες της Ελλάδας «Straight Outta Compton», αλλά ταυτόχρονα έχει υπογράψει το κείμενο των τρανταχτά αποτυχημένων «Διδύμων Πύργων», η Andrea Berloff εδώ περνάει και στην καρέκλα του σκηνοθέτη για πρώτη φορά, αποφασίζοντας, σε μια σπάνια για τα δεδομένα της εποχής κίνηση, να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη ένα κόμικ μη υπερηρωικής θεματολογίας. Το αποτέλεσμα; Χλιαρότατο μάλλον, για μια πληθώρα λόγων…

Έχουν προηγηθεί και σε μικρό σχετικά χρονικό διάστημα οι έξοχες «Χήρες» του Steve McQueen που κινούνταν στο ίδιο θεματικό πλαίσιο των γυναικών που ενώνουν τις δυνάμεις τους και δοκιμάζονται στην παρανομία, με τις συγκρίσεις να αποβαίνουν καθοριστικές για τον προσδιορισμό της αξίας τού υπό ανάλυση προϊόντος. Σε αντίθεση με το φιλμ του οποίου τα χνάρια ακολουθεί διστακτικά, το «Χελς Κίτσεν: Οι Βασίλισσες του Εγκλήματος» δεν διαθέτει ούτε μία πινακοθήκη χαρακτήρων πειστικά χτισμένη, ώστε οι ενέργειες στις οποίες προχωρούν να φαίνεται ότι έχουν μια λογική συνέχεια, ούτε συμπαθείς πρωταγωνίστριες (που αυτό δεν είναι απαραιτήτως πρόβλημα οπουδήποτε, αλλά εδώ καθίσταται τέτοιο μιας και το σενάριο καθιστά σαφές ότι είναι μέσα στις προθέσεις του να πετύχει αυτό τον στόχο), ούτε μια πλοκή εξίσου περίτεχνα δομημένη που να προχωρά σε κάτι παραπάνω από ένα κλισέ αναμάσημα των γνωστών κωδικών της γκανγκστερικής περιπέτειας με ένα προσχηματικό φεμινιστικό περιτύλιγμα.

Το κυριότερο όμως πρόβλημα είναι πως ενώ οι φιλοδοξίες των συντελεστών γέρνουν σαφώς προς την κατεύθυνση μιας ιστορίας γυναικείας χειραφέτησης, ο τρόπος με τον οποίο αναπτύσσεται η ιστορία περισσότερο τείνει προς τη μεριά μιας επιπόλαια ακούσιας εξύμνησης της παρανομίας. Επιπλέον, δεν υπάρχει μια συνετή αίσθηση του ρυθμού: όλα σχεδόν εξελίσσονται με μια απίστευτη ταχύτητα, στα όρια της αναληθοφάνειας, και ειδικά η μεταστροφή που αφορά τον χαρακτήρα της Elizabeth Moss λαμβάνει χώρα τόσο αστραπιαία που είναι σαν να βλέπει κάποιος δύο διαφορετικές ηρωίδες από ένα χρονικό σημείο κι έπειτα. Βγάζει μάτι και η ανομοιογένεια ύφους, ειδικά όσον αφορά τις ενέσεις μαύρου χιούμορ που μοιάζουν να βγαίνουν από το πουθενά, και μια ανατροπή προς το τέλος που φαντάζει ως σεναριακή σκέψη της τελευταίας στιγμής. Όλα αυτά τα προβλήματα δεν ακυρώνουν απαραιτήτως κάποια καλά στοιχεία εδώ κι εκεί, όπως την πολύ καλή δουλειά που έχει γίνει στην αναπαράσταση της εποχής ή μια αξιόλογη ερμηνευτική υποστήριξη που υπάρχει εκ μέρους των δεύτερων ρόλων, ειδικά από την εξαιρετική Margo Martindale. Ωστόσο, πρόκειται για μεμονωμένες αρετές που αντί να ανυψώσουν το σύνολο ξεχωρίζουν σε έναν «χυλό» καλλιτεχνικών αποφάσεων, εκ των οποίων οι περισσότερες κρίνονται από ελαφρώς ως πολύ άστοχες.

Το πιο απογοητευτικό γεγονός εδώ πάντως είναι το πρωταγωνιστικό τρίο. Όλες τους έχουν δώσει διαχρονικά καλά δείγματα, αλλά όσο κι αν διακρίνεται μια κάποια προσπάθεια από τις ίδιες, ειδικά από τη μεριά της Moss, της οποίας η συνεισφορά άξιζε σίγουρα έναν καλύτερο ρόλο για να ξεδιπλώσει τις δυνατότητές της, αυτή δεν αποδεικνύεται αρκετή για να απεγκλωβίσει τους χαρακτήρες τους από χιλιοειδωμένα σχήματα κι επίπεδες ψυχολογικές ερμηνείες. Η Melissa McCarthy μπορεί να έκλεισε πολλά κακοπροαίρετα στόματα με την εξαιρετική παρουσία της στο «Θα Μπορούσες Ποτέ να με Συγχωρέσεις;» αποκαλύπτοντας τη σοβαρή πλευρά της, εδώ όμως δεν κάνει πολλά περισσότερα από το να βουρκώσει λίγο τα μάτια της στις ελαφρώς πιο συγκινησιακά φορτισμένες σκηνές ή να ανεβάσει τον τόνο της φωνής της εκεί που απαιτείται λίγη ένταση παραπάνω. Αλλά και η Tiffany Haddish κινείται στο εύρος μίας και μοναδικής νότας, μονίμως σε mode «σκληρού καρυδιού» που κρατάει τους τόνους αρκετά χαμηλά ώστε να μην δώσει στόχο για αυτή την ιδιότητά του.

Με συνοδεία ένα σάουντρακ που περιέχει μάλλον ασφαλείς επιλογές για ένα playlist της περιόδου των τελών της δεκαετίας του 1970 (το «The Chain» των Fleetwood Mac ακούγεται δις!), το τελικό αποτέλεσμα αποδίδει πολύ λιγότερα από αυτά που υπόσχεται δεδομένης της μεγάλης παράδοσης του είδους στο οποίο ανήκει.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

13 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *