Σε ένα ψαροχώρι του Κεμπέκ, καταφτάνει ο Δρ Λιούις, πλαστικός χειρούργος με αμφισβητήσιμη ηθική. Οι κάτοικοι του πάλαι ποτέ πλούσιου χωριού, αλλά τώρα επηρεασμένοι από τον ξεπεσμό τους, προσπαθούν να γοητεύσουν τον «μεγάλο» επισκέπτη τους. Χωρίς να αποκαλύπτουν το απώτερο σχέδιο τους για οικονομική τους ανάταση, μαθαίνουν ακόμα και κρίκετ για λογαριασμό του γιατρού, προσπαθώντας να τον πείσουν ότι η φαινομενικά «κοιμισμένη» κωμόπολη τους είναι κρυφά ένα κοσμοπολίτικο μέρος για διανοούμενους.

Σκηνοθεσία:

Don McKellar

Κύριοι Ρόλοι:

Taylor Kitsch … Δρ Paul Lewis

Brendan Gleeson … Murray French

Liane Balaban … Kathleen

Gordon Pinsent … Simon

Mark Critch … Henry Tilley

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Ken Scott, Michael Dowse

Παραγωγή: Barbara Doran, Roger Frappier

Μουσική: Maxime Barzel, Paul-Etienne Cote, Francois-Pierre Lue

Φωτογραφία: Douglas Koch

Μοντάζ: Dominique Fortin

Σκηνικά: Guy Lalande

Κοστούμια: Denis Sperdouklis

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: The Grand Seduction
  • Ελληνικός Τίτλος: Ο Αξέχαστος Μήνας

Άμεσοι Σύνδεσμοι

  • Η Μεγάλη Γοητεία (2003)

Σεναριακή Πηγή

  • Σενάριο: Η Μεγάλη Γοητεία του Ken Scott.

Κύριες Διακρίσεις

  • Βραβείο δεύτερου αντρικού ρόλου (Gordon Pinsent) στα εθνικά βραβεία του Καναδά. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, πρώτο αντρικό ρόλο (Brendan Gleeson) και σενάριο.

Παραλειπόμενα

  • Ριμέικ του επίσης καναδικού αλλά γαλλόφωνου Η Μεγάλη Γοητεία (La Grande Seduction) του 2003 (σκηνοθεσία: Jean-Francois Pouliot). Στις γαλλόφωνες περιοχές του Καναδά, ο τίτλος του ήταν La Grande Seduction a l’Anglaise. Δεν ήταν αυτό όμως το μόνο ριμέικ της ταινίας του 2003. Έγινε και στην Ιταλία το 2016 ως Un Paese Quasi Perfetto και πιο πριν στη Γαλλία ως Un Village Presque Parfait (2014). Παρόμοια σχέδια είχαν ανακοινωθεί και σε Ισπανία και Νότια Κορέα, αλλά δεν προχώρησαν.
  • Ήταν να το σκηνοθετήσει ο Michael Dowse, αλλά αποχώρησε λόγω δημιουργικών διαφορών με τον παραγωγό Roger Frappier. Έπειτα προσεγγίσθηκε ο σεναριογράφος της αρχικής ταινίας για τη θέση, ο Ken Scott, αλλά η καθυστέρηση στην έναρξη γυρισμάτων τον ανάγκασε να φύγει για να επικεντρωθεί στο αμερικανικό ριμέικ του δικού του, Daddy Cool: Ο Μπαμπάς του Παιδιού μου (το Delivery Man: Δεν τα Φέρνει τα Παιδιά ο Πελαργός).
  • Ο Robin Williams είχε έρθει σε συνομιλίες για να παίξει, αλλά δεν τα βρήκε με τον προγραμματισμό του.
  • Παρότι κόστισε 12,7 εκατομμύρια δολάρια, τα ταμεία τού επέστρεψαν μόνο τα 4,3.

Κριτικός: Πάνος Αχτσιόγλου

Έκδοση Κειμένου: 19/9/2014

Η μικρή κοινωνία του λιμανιού (και όχι χωριού, όπως χαρακτηριστικά διορθώνεται) Tickle Head στο νησί της Νέας Γης στον Καναδά, μαστίζεται από ανεργία, ανέχεια, θλίψη. Οι κάτοικοι της, αναγκασμένοι να ζουν με το επίδομα κοινωνικής πρόνοιας, περνούν την καθημερινότητά τους με πολύ αλκοόλ, αναπολώντας τις παλιές καλές μέρες, όπου όλα λειτουργούσαν (sic!) όπως θα έπρεπε. Η κρίση έχει χτυπήσει και τον τοπικό δήμαρχο, ο οποίος βλέπει τη γυναικά του να αναγκάζεται να τον εγκαταλείψει για την πρωτεύουσα, αναζητώντας δουλειά. Η λύση φαίνεται να δίνεται όταν ένα εργοστάσιο επεξεργασίας λημμάτων πετρελαίου ενδιαφέρεται να μεταφερθεί εκεί. Υπάρχει όμως ένα μεγάλο πρόβλημα: η κοινότητα δεν έχει τον απαραίτητο γιατρό. Έτσι, λοιπόν, όταν εξαιτίας κάποιου απροόπτου ένας νεαρός πλαστικός χειρουργός αναγκάζεται να μείνει εκεί για έναν περίπου μήνα, ολόκληρο το χωριό συνωμοτεί προσομοιώνοντας μια ευτυχισμένη κοινότητα με σκοπό να τον πείσει να υπογράψει συμβόλαιο μακράς διάρκειας, το οποίο κατά συνεπεία θα σώσει και τις ζωές όλων.

Ο καναδός σκηνοθέτης Ντον ΜακΚέλαρ αναλαμβάνει να κινηματογραφήσει το αγγλόφωνο ριμέικ της γάλλο-καναδικής παράγωγης με τον ομώνυμο τίτλο του 2003, η οποία (άγνωστο πώς) απέσπασε το βραβείο κοινού στο φεστιβάλ Σάντανς της ίδιας χρονιάς. Ενσωματώνοντας εν μέρη στοιχειά της πραγματικής κοινωνικής ιστορίας του τόπου (σκληρή πραγματικότητα με καθολική πτώση στην αλιεία και υπογεννητικότητα), προσπαθεί με χαριτωμένο και γραφικό τρόπο να μείνει έκτος του δράματος και να εξομαλύνει την ουσία και το νόημα των πράξεων του δήμαρχου και των κάτοικων του χωριού μέσα στα πλαίσια μιας ανάλαφρης συμβατικής κωμωδίας, γεμάτης θολούς συμβολισμούς κι ακαθόριστους -ίσως και μερικές φορές ανούσιους- συσχετισμούς. Όλες οι ανατροπές φαντάζουν σκηνοθετημένες και τα μηνύματα περί αξίας της εργασίας, πιο ξεκάθαρα από τις ίδιες τις σκηνές. Το σενάριο, δε, μοιάζει πολλές φορές να «απαγορεύει» οποιαδήποτε σύγκρουση ή αμφιβολία, την οποία ίσως δειλά εκφράζει η μοναδική συνομήλικη του γιατρού και υπάλληλος του ταχυδρομείου. Επίσης, το άτυχες, χοντροκομμένο κοντράστ ανάμεσα στο φιλήσυχο ειδυλλιακό χωριό και την πολύβουη γεμάτη στρες κι άγχος πρωτεύουσα (Σεντ Τζον), την οποία αναγκάζεται να επισκεφθεί κάποια στιγμή ο δήμαρχος Μάρεϊ, γεμίζει υπόνοιες που έχουν να κάνουν με την ανάμειξη και την πολυπολιτισμικότητα, χωρίς ωστόσο αυτό να γίνεται ξεκάθαρο.

Παρόλα αυτά, το φιλμ σε ορισμένες στιγμές καταφέρνει να χαρίσει χαμόγελα, δημιουργώντας μια feel-good διάθεση κυρίως με την αμεσότητα των ερμηνειών, άλλα και με την ανάλαφρη, «διάτρητη» φωτογραφία του μικρού λιμανιού. Ο Μπρένταν Γκλίσον στον ρόλο του πονηρού, αλλά συναισθηματικού δημάρχου έχει μια διαρκώς μεγαλόπρεπη εικόνα ακόμη κι όταν η πλοκή δεν του το επιβάλλει. Η αλήθεια είναι ότι χαραμίζει το δεδομένο ερμηνευτικό του ταλέντο, αλλά ακόμη κι εδώ στέκεται αξιοπρεπώς ταιριάζοντας σχεδόν απόλυτα φυσιογνωμικά με τους απότομους χορταριασμένους γκρεμούς και τις παροπλισμένες, ακίνητες ψαρόβαρκες. Ο Τέιλορ Κιτς ερμηνεύοντας τον γιατρό Δρ. Λιούις δεν ξεφεύγει από τα στερεότυπα του αφελή ρόλου, εκεί που όλες οι ενδείξεις υπάρχουν, είναι τόσο προφανείς, αλλά το σενάριο θέλει τον χαρακτήρα απορημένο πιόνι της μηχανορραφίας μόνο και μόνο για να μπορεί να στηριχθεί η φιξιόν της αποκάλυψης στο τέλος. Πέραν από τους βασικούς πρωταγωνιστές, όμως, ιδιαίτερα πειστικοί κι αληθοφανώς τοποθετημένοι είναι όλοι οι δευτερεύοντες χαρακτήρες, συνθέτοντας ένα απάντεχα ευπρόσδεκτο και ζεστό περίβλημα, με την ταινία να αποδίδει κωμικά περισσότερο στις σκηνές οπού κανείς δεν το περιμένει, πάρα στις έκδηλες, καταφανείς σεκάνς, όπως η άκομψη εκμάθηση των κανόνων του κρίκετ από τους μεσήλικες κάτοικους.

Αγγίζοντας μόνο επιδερμικά τα πλαίσια μιας κωμικής ταινίας για την εργατική τάξη και τα προβλήματα της, ο «Αξέχαστος Μήνας» γίνεται γρήγορα φυλακισμένος της πλοκής, δίνοντας παράλληλα την αίσθηση του ξαναζεσταμένου φαγητού ενός ριμέικ που δεν χρειαζόταν να γίνει. Θυμίζει μια όμορφη, καλοπροαίρετη μικρή ταινία χωρίς ιδιαίτερο βάθος, την οποία γρήγορα κι ανάλαφρα βλέπεις και ακόμη πιο γρήγορα μπορείς να ξεχάσεις. Δίχως να έχει καμία διάθεση να σταθεί πάνω στην ερήμωση, την εγκατάλειψη του τόπου ή τις δύσκολες συνθήκες που οδηγούν τους ανθρώπους στην οικονομική και συναισθηματική εξαθλίωση, επιμένει σε μια ξέγνοιαστη, χαρούμενη, σχεδόν απαθή σχέση με τα προβλήματα, προσφέροντας ένα ταξίδι στο κατά τα άλλα πανέμορφο Tickle Head, που γνωρίζεις όμως ότι δεν θα ξανακάνεις.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

13 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *