
The Equalizer 2
- The Equalizer 2
- 2018
- ΗΠΑ
- Αγγλικά, Γαλλικά, Τουρκικά, Εβραϊκά
- Αστυνομική, Δράσης, Θρίλερ
- 13 Σεπτεμβρίου 2018
Αν έχεις ένα πρόβλημα και δεν υπάρχει κανείς να βοηθήσει, ο Ρόμπερτ ΜακΚολ είναι ο άνθρωπος σου. Πρόκειται, άλλωστε, για τον έναν και μοναδικό Equalizer. Ο ΜακΚολ βοηθά τους αδύναμους και τους καταπιεσμένους αποδίδοντας δικαιοσύνη. Αμείλικτα. Αλλά όταν το επικίνδυνο παρελθόν του έρθει στην επιφάνεια, θα χρειαστεί όλες του τις δεξιότητες για να βγει ζωντανός. Έχει έρθει η ώρα να βρεθεί αντιμέτωπος με άρτια εκπαιδευμένους δολοφόνους που δεν θα σταματήσουν πουθενά για να τον εξολοθρεύσουν.
Σκηνοθεσία:
Antoine Fuqua
Κύριοι Ρόλοι:
Denzel Washington … Robert McCall
Pedro Pascal … Dave York
Ashton Sanders … Miles Whittaker
Bill Pullman … Brian Plummer
Melissa Leo … Susan Plummer
Orson Bean … Sam Rubinstein
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Richard Wenk
Παραγωγή: Todd Black, Jason Blumenthal, Tony Eldridge, Antoine Fuqua, Mace Neufeld, Alex Siskin, Michael Sloan, Steve Tisch, Denzel Washington
Μουσική: Harry Gregson-Williams
Φωτογραφία: Oliver Wood
Μοντάζ: Conrad Buff IV
Σκηνικά: Naomi Shohan
Κοστούμια: Jenny Gering
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: The Equalizer 2
- Ελληνικός Τίτλος: The Equalizer 2
Άμεσοι Σύνδεσμοι
- The Equalizer (2014)
- The Equalizer 3: Το Τελευταίο Κεφάλαιο (2023)
Σεναριακή Πηγή
- Τηλεοπτική σειρά (χαρακτήρες): The Equalizer των Michael Sloan, Richard Lindheim.
Παραλειπόμενα
- Μετά από 40 χρόνια καριέρας, αυτό ήταν το πρώτο σίκουελ για τον Denzel Washington.
- Κατά τα γυρίσματα, το επιτελείο αναφέρονταν αστειευόμενο στην ταινία ως The Sequelizer.
- Ο Denzel Washington εκπαιδεύτηκε από τον αθλητή μικτών πολεμικών τεχνών Tyron Woodley, ώστε οι σκηνές πάλης να έχουν την πλέον ρεαλιστική οπτική.
- Μέτριες οι κριτικές, αλλά θετικές οι εισπράξεις. Με μπάτζετ 79 εκατομμύρια δολάρια, το φιλμ εισέπραξε 190,4. Αυτό έδωσε το έναυσμα για νέο σίκουελ, αλλά και τηλεοπτική σειρά.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 13/9/2018
Για να γίνει και η αναπόφευκτη σύγκριση μεταξύ αρχικής ταινίας και σίκουελ, το καλό με αυτήν τη συνέχεια είναι ότι δε διέπεται, τουλάχιστον όχι στον ίδιο βαθμό, από την αντιδραστική λογική του προκατόχου της ως προς την αυτοδικία που πονηρά προσπαθούσε να καμουφλάρει πίσω από το γνωστό επιχείρημα που αναμάσησε πρώτος ο «Εκτελεστής της Νύχτας» και αργότερα οι αμέτρητοι κινηματογραφικοί μιμητές του («μα αυτοί που σκοτώνει είναι καθάρματα, δε θα έκανες κι εσύ το ίδιο στη θέση του αν μπορούσες;»), αποφεύγοντας βέβαια βολικά να σταθεί ρεαλιστικά απέναντι στο θέμα και στην αναπόδραστη ανατροπή που τελικά επιφέρει στο οικοδόμημα της κοινωνίας των πολιτών όπως είναι γνωστό σήμερα. Εδώ ο Washington αναλαμβάνει δράση για προσωπικούς λόγους κι όχι από κάποιο δήθεν ανώτατο κάλεσμα για την επιβολή μιας ηθικής τάξης. Ωστόσο, τα ποιοτικά ύψη δε διαφέρουν ουσιαστικά από αυτά του φιλμ που προηγήθηκε. Ένας από τους βασικούς λόγους για αυτό είναι ότι αν στο πρώτο «Equalizer» η πλοκή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως τυπική για ένα θρίλερ εκδίκησης, με λίγες αποκλίσεις από τη συνηθισμένη συνταγή, εδώ τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα, με το σενάριο να αποτελεί την πεμπτουσία του προσχηματικού και του βιαστικά γραμμένου, στο βαθμό που δεν ξέρει πως να μοιράσει κατάλληλα το χρόνο μεταξύ της κεντρικής και των παράλληλων ιστοριών.
Αυτά που μένουν σταθερά σε σχέση με το πρώτο φιλμ και διασώζουν την παρτίδα, όπως εξάλλου έκαναν και προηγουμένως, είναι δύο στοιχεία. Πρώτον, η άρνηση του Washington ερμηνευτικά να αφήσει τον ήρωά του να μείνει στη μνήμη ως ένας ακόμη Chuck Norris που αφανίζει αθρόα και με εφευρετικότητα κόσμο και κοσμάκη προσδίδοντας με το βλέμμα, τις κινήσεις του και τη χροιά της φωνής του έναν ανθρωπισμό για τον οποίο αγκομαχά το σενάριο, προσπαθώντας να τον προσεγγίσει με κλισέ. Το κακό βέβαια της υπόθεσης είναι πως επειδή ακριβώς ο χαρακτήρας αυτός είναι τόσο πληθωρικός κι επιβλητικός σαν σύλληψη αναπόφευκτα επισκιάζει οποιαδήποτε άλλη φιγούρα μέσα στο σενάριο, καταλήγοντας να μην έχει στήριγμα κάπου αλλού, κάνοντας το θέαμα μονόπαντο, και όχι με την καλή έννοια ενός εις βάθος ψυχογραφήματος, που δεν το ενδιαφέρει να αποτελέσει έτσι κι αλλιώς. Δεύτερον, η τεχνική του Fuqua, που ναι μεν δεν είναι δα και Nolan, έχει όμως αποδείξει επανειλημμένα πως ξέρει να σκηνοθετεί δράση, ακόμη κι όταν συνολικά δεν παραδίδει κάτι το αξιομνημόνευτο, ενώ γνωρίζει πως να προσδίδει οπτικό στυλ και σε στιγμές που αποτελούν νεκροί χρόνοι. Δεν πρόκειται για περίπτωση δημιουργού βέβαια, διεκδικεί όμως τον τίτλο ενός ικανού επαγγελματία που διεκπεραιώνει με αποτελεσματικότητα.
Η σάγκα του Robert McCall κάπου εδώ θα πρέπει να κλείσει και τον κύκλο της και να μην εμπνεύσει περαιτέρω κεφάλαια, καθώς είναι εμφανής η δημιουργική εξάντληση που διέπει τους σεναριογράφους προκειμένου να χτίσουν με το ζόρι ένα εν δυνάμει franchise. Όλοι θυμούνται πως κατέληξε και η σειρά της «Αρπαγής», η οποία εξαρχής δεν είχε να δουλέψει πάνω στο μύθο μιας σπουδαίας πρώτης ταινίας (η μεγάλη απήχηση που είχε σε ένα πολύ συγκεκριμένο κοινό βασιζόταν πάνω στην τροφοδότηση ειδικών, χαμηλών ενστίκτων), και παρόλο που εδώ σαφέστατα δεν υπάρχει το ποιοτικό ναδίρ που ήταν εμφανές εκεί, σε ένα ενδεχόμενο παραγωγής νέας συνέχειας, δε φαίνεται να υπάρχει άλλος δρόμος από την ασφαλή επανάληψη μιας και δε διακρίνεται κάποια προσπάθεια οικοδόμησης ενός πιο πλούσιου σύμπαντος τύπου «John Wick», παρά η ασταμάτητη παράθεση αφορμών για τον οσκαρικό ηθοποιό να επιδεικνύει πρωτοφανείς (προφανώς και με κασκαντερική βοήθεια) ικανότητες μάχης σώμα με σώμα με επίδειξη ψηγμάτων του ερμηνευτικού του εύρους. Αναμφίβολα το είδος του «μοναχικού εκδικητή εκτός νόμου» έχει δει και πραγματικά εκτρώματα που κάνουν το συγκεκριμένο δείγμα να φαντάζει καθισμένο σε ένα θρόνο στα σύννεφα του παραδείσου του σινεμά, όμως όσο παραμένει και ανακυκλώνεται η ίδια προσέγγιση επάνω σε αυτό το ιδίωμα, τα χασμουρητά εντείνονται…
Βαθμολογία: