Μια αργοπορημένη ενηλικίωση ενός εκκεντρικού και λίγο αλαφροΐσκιωτου Ράφτη, που ζει απομονωμένος στον μικρόκοσμο του οικογενειακού ραφτάδικου. Στα πρόθυρα να τα χάσει όλα, παίρνει επιτέλους φόρα: με ένα χειροποίητο ραφτάδικο σε ρόδες, επανεφεύρει τη ζωή και την τέχνη του. Αλλάζει τις νύφες στα Καμίνια, κι ερωτεύεται για πρώτη φορά στα 50.
Σκηνοθεσία:
Σόνια Λίζα Κέντερμαν
Κύριοι Ρόλοι:
Δημήτρης Ήμελλος … Νίκος
Ταμίλλα Κουλίεβα … Όλγα
Θανάσης Παπαγεωργίου … Θανάσης
Στάθης Σταμουλακάτος … Κώστας
Δάφνη Μιχοπούλου … Βικτώρια
Βάσω Ιατροπούλου … Χαλίνα
Ειρήνη Ιωάννου Παπανεοφύτου … Σίσσυ
Γιώργος Μπινιάρης … Βύρων
Κώστας Λάσκος … Τρύφων
Στέφανος Μουαγκιέ … Ίαν
Σαμουήλ Ακίνολα … Φράνσις
Ρομάνα Λόμπατς … Ειρήνη
Θανάσης Νάκος … Σκουρογιώργος
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Σόνια Λίζα Κέντερμαν, Tracy Sunderland
Παραγωγή: Melanie Andernach, Tanja Georgieva, Ιωάννα Μπολομύτη, Isabelle Truc
Μουσική: Νίκος Κυπουργός
Φωτογραφία: Γιώργος Μιχελής
Μοντάζ: Δημήτρης Πεπονής
Σκηνικά: Πηνελόπη Βαλτή, Δάφνη Κούτρα
Κοστούμια: Julie Lebrun
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Ράφτης
- Διεθνής Τίτλος: Tailor
Κύριες Διακρίσεις
- Βραβείο νεανικής επιτροπής και FIPRESCI στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
- Βραβείο μουσικής και κοστουμιών στα βραβεία Ίρις. Υποψήφιο για σκηνικά.
Παραλειπόμενα
- Ντεμπούτο για την ελληνογερμανίδα Σόνια Λίζα Κέντερμαν, που παρόλο που ολοκλήρωσε τις σπουδές της στο Λονδίνο, αποφάσισε να επιτρέψει στην Ελλάδα για την πρώτη της μεγάλου μήκους ταινία.
- Στην παραγωγή συμμετέχουν εταιρίες από Γερμανία και Βέλγιο.
- Κόβοντας 8.185 εισιτήρια, ήρθε στην ένατη θέση των ελληνικών ταινιών της χρονιάς.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 3/6/2021
Σίγουρα δεν είναι προσβλητικό προς τον θεατή το μεγάλου μήκους ντεμπούτο της Σόνια Λίζα Κέντερμαν, και φανερώνει αν μη τι άλλο μια ανερχόμενη δημιουργό που διαθέτει αισθητική άποψη στο σκηνοθετικό τιμόνι, που δίνει έμφαση σε λεπτομέρειες και κουβαλάει μια ευρωπαϊκού τύπου φινέτσα. Δυστυχώς, όμως, είναι από τα φιλμ που θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κάποιος πιο αυστηρός ως «ελλιποβαρή».
Η κεντρική ιδέα, στα χαρτιά τουλάχιστον, προϊδεάζει για ένα ενδιαφέρον μείγμα ψυχογραφήματος και αστικού road-movie, ωστόσο η εκτέλεσή της απέχει από το να ανταποκριθεί στις προσδοκίες που δημιουργεί. Ένα βασικό ψεγάδι είναι η διχασμένη ταυτότητα του όλου εγχειρήματος. Τόσο το κείμενο όσο και η σκηνοθετική προσέγγιση πηγαινοέρχονται μεταξύ μιας λαϊκότητας (που φαντάζει ελαφρώς επιτηδευμένη) και μιας σχετικής εκκεντρικότητας, ποτέ όμως δεν βρίσκονται αυτά τα δύο στοιχεία σε αρμονία μεταξύ τους. Κάπως έτσι, αναμειγνύονται με αταίριαστο τρόπο αστεία που θα ταίριαζαν σε μια κομεντί για το ευρύ κοινό με σιωπές κι ελλείψεις (ειδικά όσον αφορά τους διαλόγους, που διέπονται από μια ψυχρότητα αταίριαστη για την ελληνική ιδιοσυγκρασία της ιστορίας) που παραπέμπουν σε φεστιβαλικού χαρακτήρα προϊόν. Αλλά και η διαδρομή του πρωταγωνιστικού χαρακτήρα μοιάζει σπασμωδική, με εξελίξεις που προκύπτουν κάπως βεβιασμένα και με κάποιες αρκετά απότομες μεταβάσεις, ειδικά όσον αφορά συγκεκριμένες αποφάσεις που λαμβάνονται από τον ίδιο, και χωρίς να έχει προηγηθεί ένα ολοκληρωμένο «χτίσιμο» προηγουμένως. Το δε περιβάλλον στο οποίο κινείται ο κεντρικός ήρωας ακροβατεί μεταξύ μιας ρεαλιστικής αποτύπωσης μιας Ελλάδας της οικονομικής κρίσης και μιας μεγάλης παραμυθένιας γειτονιάς γεμάτης καλοσυνάτα πρόσωπα, με το φιλμ τελικά να μην αρθρώνει ένα ουσιώδες πολιτικό σχόλιο για την κατάσταση της χώρας κατά τη διάρκεια των τελευταίων δέκα και πλέον ετών, ούτε όμως να δημιουργεί ένα σύμπαν αρκούντως δελεαστικό, στα πρότυπα μιας βαλκανικής «Αμελί» για παράδειγμα.
Ομολογουμένως εντοπίζονται τομείς στους οποίους έχει γίνει αρκετά προσεγμένη δουλειά, όπως για παράδειγμα στη μουσική επένδυση, με τις ζωηρές συνθέσεις του Νίκου Κυπουργού να κάνουν πιο ευχάριστη τη θέαση, ενώ δεν πρέπει να αγνοηθεί και το πώς πλαισιώνονται οι ήρωες από τα εύστοχα κοστούμια της πρωτοεμφανιζόμενης Julie Lebrun. Το πιο δυνατό χαρτί της συγκεκριμένης πρότασης όμως είναι αναμφίβολα οι ερμηνείες, με κορυφαίο του καστ τον Δημήτρη Ήμελλο, του οποίου το αφοσιωμένο πορτρέτο ενός ιδιαίτερου χαρακτήρα, που έχει επιμεληθεί πολύ προσεκτικά σε όλους τους τομείς (φωνή, κινήσεις, εκφράσεις προσώπου) σίγουρα αναβαθμίζει το σύνολο, και θα αναδεικνυόταν ακόμη καλύτερα με ένα πιο δυνατό σενάριο. Υπάρχουν όμως κι αξιόλογοι δεύτεροι ρόλοι, από τη χαμηλόφωνα αποτελεσματική υποστήριξη της Ταμίλλα Κουλίεβα, μέχρι το μεστό μείγμα στοργής και αυστηρότητας του Θανάση Παπαγεωργίου σε ένα ακόμη πρόσφατο αξιόλογο κινηματογραφικό πέρασμά του μετά τον «Απόστρατο».
Παρά την αξιοπρόσεκτη συνεισφορά των σχετικών συντελεστών σε αυτό το μέτωπο όμως, τα προβλήματα εξακολουθούν να υπάρχουν. Κι ενώ σίγουρα αναγνωρίζονται οι ευγενείς προθέσεις, το τελικό αποτέλεσμα απέχει από το να αποτελέσει μια πραγματικά δυνατή καλλιτεχνικά περίπτωση εγχώριας μυθοπλασίας.
Βαθμολογία: