
Η Μπέκα κι ο Χάουι Κόρμπετ είναι ένα ευτυχισμένο παντρεμένο ζευγάρι. Ο τέλειος κόσμος τους όμως γκρεμίζεται μια για πάντα, όταν ένα αυτοκίνητο σκοτώνει τον γιο τους, Ντάνι. Η Μπέκα, πρώην στέλεχος σε μεγάλη εταιρία που εγκατέλειψε τη θέση της για να αφοσιωθεί στην οικογένειά της, προσπαθεί να επαναπροσδιορίσει την ύπαρξη της στη σουρεαλιστική ατμόσφαιρα που φτιάχνουν οι καλοπροαίρετοι συγγενείς και φίλοι. Τα βιώματα της Μπέκα, οδυνηρά, ενοχλητικά, αστεία, τη σπρώχνουν να βρει παρηγοριά σε μια μυστηριώδη σχέση με έναν περίεργο, νεαρό δημιουργό κόμικς, τον Τζέισον, που είναι κι ο οδηγός που σκότωσε τον γιο της. Η εμμονή της Μπέκα με τον Τζέισον την ανακουφίζει από τις αναμνήσεις του Ντάνι, την ίδια στιγμή που ο Χάουι βυθίζεται στο παρελθόν κι αναζητά καταφύγιο σε άλλες γυναίκες, οι οποίες του προσφέρουν αυτό που δεν μπορεί πλέον η σύζυγος του.
Σκηνοθεσία:
John Cameron Mitchell
Κύριοι Ρόλοι:
Nicole Kidman … Rebecca ‘Becca’ Corbett
Aaron Eckhart … Howard ‘Howie’ Corbett
Dianne Wiest … Nat
Miles Teller … Jason
Tammy Blanchard … Izzy
Sandra Oh … Gabby
Patricia Kalember … Peg
Mike Doyle … Craig
Jon Tenney … Rick
Giancarlo Esposito … Auggie
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: David Lindsay-Abaire
Παραγωγή: Nicole Kidman, Gigi Pritzker, Per Saari, Leslie Urdang, Dean Vanech
Μουσική: Anton Sanko
Φωτογραφία: Frank G. DeMarco
Μοντάζ: Joe Klotz
Σκηνικά: Kalina Ivanov
Κοστούμια: Ann Roth
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Rabbit Hole
- Ελληνικός Τίτλος: Απώλεια
Σεναριακή Πηγή
- Θεατρικό: Rabbit Hole του David Lindsay-Abaire.
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Όσκαρ πρώτου γυναικείου ρόλου (Nicole Kidman).
- Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα πρώτου γυναικείου ρόλου (Nicole Kidman) σε δράμα.
Παραλειπόμενα
- Η Nicole Kidman δεν έτυχε να δει την πρεμιέρα του θεατρικό έργου στο Μπρόντγουεϊ (2006), αλλά διάβασε τις κριτικές και τηλεφώνησε αμέσως στον παραγωγό της, στην Blossom Films. Αυτός, την επόμενη ημέρα, παρακολούθησε το έργο και κανόνισε τέσσερα ραντεβού με τον συγγραφέα. Η Kidman αφού διάβασε το αρχικό σενάριο, κατάφερε να δει μια παράσταση στην Αυστραλία.
- Αρχικός σεναριογράφος ήταν ο John Cameron Mitchell. Το γεγονός όμως πως είχε χάσει τον 10χρονο αδελφό του από καρδιακό πρόβλημα, τον απέτρεψε ψυχολογικά.
- Η Kidman αναγκάστηκε να φύγει από το καστ ταινίας του Woody Allen (Θα Συναντήσεις έναν Ψηλό Μελαχρινό Άνδρα), για να μπορέσει να είναι συνεπής με αυτό το φιλμ.
- Ο Aaron Eckhart ήταν προσωπική επιλογή της Kidman.
- Ντεμπούτο στον κινηματογράφο για τον Miles Teller.
- Η Juliette Lewis πέρασε από οντισιόν για την Ίζι.
- Τα γυρίσματα κράτησαν μονάχα 28 ημέρες.
- Παρά τη θετική αποδοχή των κριτικών, η ταινία εισέπραξε μόλις 6,2 εκατομμύρια δολάρια. Ήταν όμως και χαμηλού μπάτζετ.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Για τη μουσική αρχικά είχε ανακοινωθεί ο Owen Pallett, κι έπειτα ο Abel Korzeniowski. Κανένας όμως από τους δυο δεν πήρε εντέλει τη δουλειά.
Κριτικός: Βασίλης Καγιογλίδης
Έκδοση Κειμένου: 26/1/2011
Γνωρίζοντας τον John Cameron Mitchell θα περίμενα μία ταινία περισσότερο ανατρεπτική στο ύφος της. Ωστόσο το αποτέλεσμα μπορεί να θεωρηθεί καθησυχαστικό, τόσο για το κοινό του, όσο και για τον ίδιο, σε περίπτωση διλλημάτων περί δημιουργικότητας, με τις μικρές στιγμές συγκίνησης να είναι παρούσες, την λεπτή ισορροπία των πραγμάτων να διακυβεύεται ανά πάσα στιγμή, την ψυχολογική διερεύνηση επαρκή και την αποτύπωση του κοινωνικού περιβάλλοντος ακριβή. Δε πετάω όμως και τη σκούφια μου για το συνολικό σκηνοθετικό του εγχείρημα.
Ο Mitchell, από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του σύγχρονου αμερικάνικου ανεξάρτητου σινεμά, στη νέα του ταινία περιορίζεται σε φειδωλές εκρήξεις ανεξάρτητης προέλευσης. Απουσιάζει η ορμητικότητα και το πάθος του για την ποπ κουλτούρα και επιδεικνύει έναν αναπάντεχο αριστοκρατισμό και μία ελαφρά κομψότητα που διαφοροποιούν την ταινία αυτή, από ότι έχει κάνει μέχρι σήμερα. Μπορεί οι μικρές, χαμένες στο σύμπαν του αμερικανικού δράματος, σκηνοθετικές λεπτομέρειες να αποτελούν τον ομφάλιο λώρο της ταινίας με την εν γένει καλλιτεχνική του ιδεολογία και την πρωτόγονη δημιουργική του φύση, πρέπει παρόλα αυτά να παραδεχτώ, πως αν δεν έβλεπα το όνομα του στους τίτλους, θα πίστευα ότι το Rabbit Hole το σκηνοθέτησε κάποιος άλλος.
Αυτό που σε ξενίζει στο φιλμ του Mitchell, είναι το γεγονός ότι το δράμα δεν εξελίσσεται. Το συναίσθημα μένει από την αρχή μέχρι το τέλος στατικό, αν κι οι παρουσίες της Nicole Kidman και του Aaron Eckhart στέκονται καταλυτικές για την απόδοση του ρόλου των τραγικών γονιών. Ο Eckhart είναι, ως συνήθως, ικανοποιητικός και καταφέρνει να απογειωθεί στο τμήμα των διαλογικών συγκρούσεων, ακολουθεί όμως την Kidman, που στην μεταπλαστικών επεμβάσεων εποχή της, αναλαμβάνει τον πιο ουσιώδη ρόλο της καριέρας της από τις Ώρες, και μοιάζει να ερμηνεύει αρτιότερα το χαρακτήρα που έχει στα χέρια της. Αποδίδει καλύτερα το κομμάτι του προσωπικού χρόνου της ηρωίδας της, κατανοεί τον πόνο, τη δυστυχία της και τις ανάγκες που έχει από τη στιγμή του θανάτου και μετά, και σκιαγραφεί ακριβέστερα το θυμό και τη θλίψη που γεννά στους γονείς ο τραγικός χαμός του παιδιού τους.
Στην ταινία του Mitchell σαφώς και μπορείς να ερμηνεύσεις τις αντιδράσεις του πατέρα και της μάνας, που χάνουν αναπάντεχα το γιό τους, όμως οι ήρωες δε θα σε αγγίξουν ποτέ. Τους νιώθεις απόμακρους και λιγάκι αποκρουστικούς, ακριβώς όπως τους βλέπουν και οι άνθρωποι που τους περιτριγυρίζουν. Το βασικό ενδιαφέρον που σου προκαλεί το Rabbit Hole, πηγάζει από τη διαφορετικότητα των δύο κεντρικών προσώπων, από τον ανόμοιο και σε καμία περίπτωση ταυτόσημο τρόπο με τον οποίο προσπαθούν να αντιμετωπίσουν την απώλεια. Και μόνο το γεγονός ότι ο Mitchell αρνούμενος την αυστηρή θεατρική υπόσταση του έργου καταφέρνει να κάνει ένα αξιοπρεπές, «καλόβολο» δράμα χαρακτήρων, με φόντο τη ζωή των προαστίων, πρέπει να τον κάνει να νιώθει υπερήφανος.
Βαθμολογία:
Κριτικός: Χάρης Καλογερόπουλος
Έκδοση Κειμένου: 31/1/2011
Ταινίες τύπου «Hedwig and the Angry Inch» και «Shortbus» αν και αξιοσημείωτες δεν με συγκινούν ιδιαίτερα γιατί στηρίζονται σε μια αβανταδόρικη θεματολογία. Παρά το «οικογενειακόν» του εδώ θέματος, προτιμώ αυτή τη σκηνοθετική άσκηση του John Cameron Mitchell πάνω σε θεατρικό του David Lindsay-Abaire που έκανε και την σεναριακή διασκευή. Και δεν είναι τυχαίο που δηλώνει ως καλύτερη ταινία της ζωής του το «Μια γυναίκα εξομολογείται» του Κασσαβέτη. Πράγματι δίνει την σκυτάλη στην Νικόλ Κίντμαν – και στον Άαρων Έκχαρτ – αφήνοντας τους να νοιώσουν τους ρόλους, σκηνοθετεί ερμηνείες. Η ηρωίδα (Μπέκα) ταιριάζει στην Νικόλ των «Ωρών». Κοιτάζει κατάματα την πραγματικότητα, έτσι που μοιάζει κυνική χωρίς να είναι. Έχασε τον μικρό της γιό, αλλά αυτό δεν την εμποδίζει να θεωρεί το group therapy μια μπούρδα, να αποκαλεί τους κολλημένους σ`αυτό «God freaks» και να λέει στην μάνα της όταν και εκείνη προβάλλει το θρησκευτικό επιχείρημα ότι αν ο θεός υπάρχει είναι «sadistic prick», όπως κι ο πατέρας της που από αυτόν έμαθε και έτσι βολεύτηκε. Η Μπέκα θέλει να ξεφορτωθεί τα αντικείμενα του παιδιού, αντίθετα με τον Χάουι (Έκχαρτ) που κάθε βράδυ μετά την δουλειά κάθεται και χαζεύει στο κινητό ένα βίντεο με το παιδί τους. Θέλει να τα ξεφορτωθεί όχι για να προχωρήσει παρακάτω αλλά γιατί το έχει δεχτεί. Κι αυτό κάνει τη ζωή της δύσκολη. Όχι, ένα νέο παιδί που της προτείνει ο Χάουι μοιάζει με κουκούλωμα, η Μπέκα δεν κάνει πλάνα, απλά ζει την αλήθεια και η αλήθεια προς το παρόν έχει τη γεύση του κενού.
Αντίθετα την συγκινεί ο έφηβος που οδηγούσε το μοιραίο αμάξι. Γιατί καταλαβαίνει ότι κι εκείνος θα σηκώσει ένα βάρος για όλη του τη ζωή. Και την παρηγορεί πολύ περισσότερο από την θρησκεία, η θεωρία των παράλληλων συμπάντων που πραγματεύεται στο comic book που ο ίδιος δημιουργεί. Κάπου, σε κάποιο άλλο πιθανό σύμπαν όπου «μπαίνεις από μια τρύπα λαγού», ο γιός της δεν έχει πάθει τίποτε και ζουν ωραία.
Το σενάριο χωράει όσο χιούμορ μπορεί η πραγματική ζωή να χωρέσει σε τέτοιες περιστάσεις και ποτέ το ύφος δεν ξεπέφτει (ύπουλα μέσα από το χιούμορ) στο μελόδραμα όπως στις «Ανθισμένες Μανόλιες». Σίγουρα δεν είναι μια σπουδαία ταινία, μακάρι όμως οι τέτοιες ανάλογες να διέθεταν τέτοια σενάρια, ερμηνείες και εύστοχες παρατηρήσεις στη διαδικασία ενός πένθους.
Βαθμολογία:
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 9/2/2011
Θεωρώ απογοητευτική την περίπτωση του John Cameron Mitchell ακόμα κι αν παραδίδει μια αληθινά καλή ταινία μπεργκμανικού τύπου. Η Απώλεια είναι ένα πεντακάθαρο δράμα, χωρίς καμία από τις ανεξάρτητες αρετές που είχε επιδείξει στο παρελθόν ο σκηνοθέτης. Για την ακρίβεια, δεν ξέρω καν αν είναι αληθινά δική του η ταινία. Πρόκειται για μία από τις σπάνιες περιπτώσεις που ο ηθοποιός καθορίζει το έργο κι όχι ο δημιουργός του. Τα πάντα, από το ύφος και τον ρυθμό μέχρι την αφήγηση και τη νοηματική, κινούνται μέσα από την ερμηνεία της Nicole Kidman. Αυτή είναι το άλφα και το ωμέγα. Αν δεν δούμε υπό το πρίσμα αυτής της διαπίστωσης το έργο, τότε θα το κατηγορήσουμε για παντελή έλλειψη ύφους.
Ως κοινωνικό δράμα έχει κενά. Σκηνές που είναι άνισες με το σύνολο και σκηνές που πλεονάζουν αυτού. Όμως, το έργο μιλάει απευθείας στον θεατή και συγκινεί χωρίς να καταφεύγει σε ακρότητες. Το θέμα δεν είναι άμεσα η απώλεια, αλλά τα λαγούμια που σκάβουμε για να ξεφύγουμε από αυτήν. Αφορά τους τρόπους, άλλοτε περίεργους άλλοτε επιβεβλημένους, που επιλέγουμε για να γλυτώσουμε της ψυχολογικής καταρράκωσης, βοηθώντας έτσι την ταινία να αποφύγει να είναι ένα δράμα μυρίων δακρύων. Η Kidman δεν κάνει κάτι παραπάνω από το να εκμεταλλεύεται πλήρως τον ρόλο της, και η καλή της εμφάνιση δεν προκαλεί έκπληξη, δεν είναι πάνω από τα κυβικά της. Αυτός που με εξέπληξε θετικά, ειδικά στα ξεσπάσματα του, ήταν ο Aaron Eckhart, ένας ηθοποιός που δεν έχω σε ιδιαίτερη υπόληψη. Δεν θα δείτε γενικά κάτι το αντισυμβατικό, αλλά κάτι το ορθό, το πετυχημένο για το είδος του, ένα είδος που γενικά κινείται επικίνδυνα από το καλό στο βαρετό. Και, πιστέψτε με, δύσκολα θα βαρεθείτε παρότι ο κίνδυνος ελλοχεύει σε κάθε σκηνή.
Βαθμολογία: