Ο 16χρονος παθιασμένος με το σκέιμπορντ Άλεξ εμπλέκεται κατά λάθος στον τρομερό θάνατο του φύλακα ασφαλείας έξω από το Paranoid Park, το πιο κακόφημο μέρος για σκέιτμπορντ στο Πόρτλαντ. Προσπαθώντας να το κρατήσει μυστικό, κάνει σαν να μη συνέβη τίποτα. Οι τύψεις όμως τον κατακλύζουν, το βάρος της τρομακτικής εμπειρίας που έζησε είναι αβάστακτο και επηρεάζει άμεσα τις σχέσεις του με τους γύρω του. Η αστυνομία ερευνώντας θα βρει τα ίχνη του, και ο έφηβος Άλεξ θα ζήσει για ακόμη μία φορά το χρονικό του τραγικού δυστυχήματος που τον έκανε να χάσει την ξεγνοιασιά του για πάντα.
Σκηνοθεσία:
Gus Van Sant
Κύριοι Ρόλοι:
Gabe Nevins … Alex
Daniel Liu … ντετέκτιβ Richard Lu
Jake Miller … Jared
Taylor Momsen … Jennifer
Lauren McKinney … Macy
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Gus Van Sant
Παραγωγή: David Allen Cress, Marin Karmitz, Nathanael Karmitz, Neil Kopp
Φωτογραφία: Christopher Doyle, Rain Li
Μοντάζ: Gus Van Sant
Κοστούμια: Chapin Simpson
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Paranoid Park
- Ελληνικός Τίτλος: Paranoid Park
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: Paranoid Park του Blake Nelson.
Κύριες Διακρίσεις
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών. Ειδικό βραβείο 60ής επετείου του φεστιβάλ.
Παραλειπόμενα
- Ο νεαρός Gabe Nevins δεν είχε καμία πρότερη εμπειρία από ηθοποιία. Όλο το νεανικό καστ έγινε μέσα από κάλεσμα στο MySpace, όπου εκτός από ομιλούντες ρόλοι, αναζητούνταν και κομπάρσοι που γνώριζαν καλό σκέιτμπορντ.
- Το Eastside Skatepark είναι μυθοπλαστικό, αλλά τα γυρίσματα έγιναν στο Burnside Skatepark που εξίσου κατασκευάστηκε από σκέιτμπορντερς παράνομα.
- Το τελικό σενάριο ήταν μόλις 33 σελίδες.
- Ο θείος του πρωταγωνιστή ερμηνεύεται από τον διευθυντή φωτογραφίας Christopher Doyle. Αυτή ήταν η πρώτη του ερμηνευτική συμμετοχή σε αγγλόφωνη ταινία.
- Οι σκηνές με σκέιτμπορντ γυρίστηκαν με φιλμ Super 8 mm film, ένα φορμάτ συνηθισμένο για τους φίλους του αθλήματος.
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 3/12/2007
Από τον καιρό του Mala Noche, ο γεννημένος στο Κεντάκι Gus Van Sant έχει κάτι να πει για την ψυχοσύνθεση της νεολαίας. Ανάμεσα στην αναδειγμένη καριέρα του, υπάρχουν πολλά δείγματα εφηβικής ανησυχίας. Να θυμηθούμε τους νέους του περιθωρίου στην καλύτερη ταινία του ως σήμερα, Το Ιδιωτικό μου Αϊντάχο, την αγωνία για την εκπαίδευση στα Ο Ξεχωριστός Γουίλ Χάντινγκ και Ανακαλύπτοντας τον Φόρεστερ, αλλά και το βραβευμένο στις Κάνες Ελέφαντας, που είναι και κάτι σαν προάγγελος του εν λόγω φιλμ.
Στο Paranoid Park, ο νεαρός πρωταγωνιστής είναι ένα μικρό πιόνι της μοίρας, αδιάφορος για τα γύρω του, ανίκανος να προδιαγράψει πορεία προς κάποιο υψηλό όνειρο. Ζει το τώρα του πάνω σε μια σανίδα σκέιτμπορτ, προσπερνώντας το επικείμενο διαζύγιο των δικών του, σαν ένα μικρό γεγονός. Είναι σαφέστατα ευφυής, αλλά όλη του η εξυπνάδα θα αναλωθεί στην επιβίωση και στις μικρές προσωπικές απολαύσεις. Δεν είναι ένα μοναδικό δείγμα αμερικανού νέου, αλλά μια βουβή πλειοψηφία που τείνει να εμφανιστεί όλο και περισσότερο και στα δικά μας μέρη. Μια νεολαία, ίσως, εξυπνότερη από της προηγούμενης γενιάς, που δεν μοιάζει όμως να έχει όρεξη να χτίσει όσα έχουν γκρεμιστεί τόσα χρόνια.
Ο Van Sant εμπλέκει αυτή την αδιαφορία με ένα σημαντικό προσωπικό γεγονός, από αυτά που σημαδεύουν έναν νέο για πάντα. Κινείται ανάμεσα στο ψυχολογικό δράμα, σκιαγραφώντας με πολλές αργοκίνητες σκηνές τον ήρωα, και ταυτόχρονα στο αστυνομικό θρίλερ, βάζοντας μας σε μακάβριες υποθέσεις. Ενώ όμως στο πρώτο κάνει ζηλευτή δουλειά, στο δεύτερο καινοτομεί άστοχα, βάζοντας το λογικό τέλος κάπου στα μισά. Αυτή η καινοτομία του θα είχε κάτι να πει, αν το δράμα είχε περισσότερη εξέλιξη, που στην περίπτωση αυτή δεν έχει, βάζοντας απλώς ένα ετεροχρονισμένο τέλος στη ταινία.
Η μουσική παίζει πρωταρχικό ρόλο, είτε είναι ένα μοντέρνο τραγούδι, είτε ένα θέμα του μεγάλου Nino Rotta. Βοηθάει τα μέγιστα στην ανάλυση του χαρακτήρα, και αναδεικνύει την επιδεξιότητα του Van Sant στο να εκμεταλλεύεται την έλλειψη σεναρίου. Έτσι κι αλλιώς το πρότυπο του σεναρίου αυτού είναι ένα «εσωτερικό» βιβλίο του Blake Nelson, που ξεχωρίζει για τις σκέψεις παρά για τους διαλόγους.
Επί του συνόλου, ο Gus Van Sant ανακατεύει τους χρόνους και καινοτομεί με το ετεροχρονισμένο τέλος, καταφέρνοντας αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που φαίνεται μέχρι τα μισά της ταινίας πως είναι ικανός να καταφέρει. Η άψογη ανάλυση της εφηβικής ψυχοσύνθεσης διακόπτεται απότομα, και από το σημείο μηδέν της ταινίας αναμένεις το επερχόμενο τέλος, από σκηνή σε σκηνή, χωρίς πια κάποιο ενδιαφέρον. Έτσι χάνεται κι ο εύστοχος θριλερικός κώδικας που έχει προαναπτυχθεί, μαζί και κάθε έννοια τραγικού. Πάντως, ο ερασιτέχνης πρωταγωνιστής είναι υπέροχος σε αυτό που θέλει να δείξει ο σκηνοθέτης, μαζί και η χρήση της μουσικής, που γεμίζει ακόμα και τις αργόσυρτες σκηνές χωρίς σενάριο με ευστοχία. Το επίκεντρο της ταινίας, που είναι η λατρεία στο σκέιτμπορντ, δεν μας αγγίζει τόσο στην Ελλάδα (ακόμα…), αλλά πρέπει να έχετε στον νου σας πως στις ΗΠΑ είναι συνυφασμένο με την αδιαφορία της σύγχρονης νεολαίας προς καθετί δημιουργικό. Τελικά πρόκειται για μια ταινία που παρά τις όποιες -και συζητήσιμες- αστοχίες της, πετυχαίνει στον βασικό της στόχο.
Βαθμολογία: