
Το Αριστούργημα μου
- Mi Obra Maestra
- My Masterpiece
- 2018
- Αργεντινή
- Ισπανικά
- Δραμεντί, Μαύρη Κωμωδία, Σάτιρα
- 11 Ιουλίου 2019
Ο Αρτούρο, ένας πετυχημένος ιδιοκτήτης γκαλερί τέχνης, και ο Ρέντζο, ένας ταλαντούχος αλλά παρακμιακός ζωγράφος, είναι φίλοι από τα παλιά αλλά δεν μπορούν να σταματήσουν να λογομαχούν μεταξύ τους. Μια ημέρα, ο Αρτούρο βρίσκει τη λύση όλων των προβλημάτων τους, αλλά το σχέδιο που έχει συλλάβει αποδεικνύεται πιο τρελό και ριψοκίνδυνο από ό,τι περίμεναν αρχικά.
Σκηνοθεσία:
Gaston Duprat
Κύριοι Ρόλοι:
Guillermo Francella … Arturo Silva
Luis Brandoni … Renzo Nervi
Raul Arevalo … Alex
Andrea Frigerio … Dudu
Maria Soldi … Laura
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Andres Duprat, Gaston Duprat
Παραγωγή: Mariano Cohn, Jaume Roures, Fernando Sokolowicz
Μουσική: Alejandro Kauderer, Emilio Kauderer
Φωτογραφία: Rodrigo Pulpeiro
Μοντάζ: Anabella Lattanzio
Σκηνικά: Cristina Nigro
Κοστούμια: Luciana Marti
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Mi Obra Maestra
- Ελληνικός Τίτλος: Το Αριστούργημα μου
- Διεθνής Τίτλος: My Masterpiece
Άμεσοι Σύνδεσμοι
- Un Coup de Maitre (2023)
Παραλειπόμενα
- Έκανε πρεμιέρα εκτός συναγωνισμού στο φεστιβάλ Βενετίας.
- Το 2023 έγινε ριμέικ στη Γαλλία από τον Remi Bezancon.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 6/7/2019
Από πολλά σκαμπανεβάσματα ύφους και τόνου περνάει αυτή η αργεντίνικη κωμωδία μέχρι να κατασταλάξει: αρχικά περιορίζεται στο πεδίο της σάτιρας των καλλιτεχνικών κυκλωμάτων, από το οποίο δεν ξεφεύγει εντελώς ποτέ, αλλά αργότερα καθίσταται δευτερεύον στοιχείο, με τη στροφή που γίνεται να βάζει το σύνολο στα χωράφια της μαύρης κωμωδίας και στο κλείσιμο να επικρατεί τελικά το κλίμα ενός buddy-movie. Παρόλο που οι επιμέρους μεταβάσεις γίνονται αισθητές από τον θεατή, υπάρχει μια ομοιογένεια σε αυτή την εναλλαγή, δεν δίνεται η εντύπωση πως πραγματοποιούνται ανώμαλα οι όποιες μεταβολές.
Αν υπάρχει κάποιο σοβαρό πάτημα για να ψέξει κανείς αυτό το κατά τα άλλα απολαυστικό φιλμ, είναι στα ρίσκα που διστάζει να πάρει προκειμένου να διατηρήσει καθόλη τη διάρκεια ένα πρόσημο φιλικό προς το ευρύ κοινό. Συχνά υπάρχει ένα φλερτ με πιο σκοτεινά στοιχεία, αλλά η αξιοποίηση της κεντρικής ιδέας ποτέ δεν τα εναγκαλίζει πλήρως, ενώ κάνοντάς το θα μπορούσε να βγάλει κάτι ακόμη πιο δυνατό από αυτό που τελικά παράγεται. Ακόμη κι έτσι, το «Αριστούργημά μου» βλέπεται με μεγάλο ενδιαφέρον από την αρχή μέχρι το τέλος, κυρίως λόγω της ιδιαίτερης χημείας που χτίζουν μεταξύ τους οι Guillermo Francella και Luis Brandoni, με μια δυναμική στην οποία το πάνω χέρι αλλάζει συνεχώς και με τη συμβατική αλληλεπίδραση τύπου «αυθορμητισμός εναντίον ψυχραιμίας» που υπάρχει στις περισσότερες ταινίες που στηρίζονται σε ένα ετερόκλιτο ντουέτο να ανατρέπεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα.
Σε κάποια σημεία «χτυπάει» κάπως άσχημα η αντίθεση μεταξύ του σαρκαστικού χιούμορ και κάποιων πιο συναισθηματικών στιγμών (που αυτές όντως φαντάζουν ξένο σώμα με το υπόλοιπο), ωστόσο μέχρι το φινάλε τα πράγματα βρίσκουν μια ισορροπία, έστω κι αν αυτή έπρεπε να έρθει νωρίτερα για να φαντάζει πιο «δεμένο» το αποτέλεσμα. Η πένα των αδερφών Gaston και Andres Duprat, που είχαν δώσει εξίσου καλά δείγματα δουλειάς με το «Επιφανής Πολίτης», είναι έξυπνη και πνευματώδης, ειδικά στο πρώτο μισό όταν οι διάλογοι του πρωταγωνιστικού ντουέτου βρίσκονται στο απόγειο της σπιρτάδας του, εκτοξεύοντας σπινθήρες ειρωνείας και πίκρας. Όταν το σενάριο επικεντρώνεται στη ματαιοδοξία και στην έπαρση που χαρακτηρίζει τον χώρο με τον οποίο καταπιάνεται, ακόμη κι όταν τα συμπεράσματα που εξάγονται δεν είναι ακριβώς πρωτάκουστα, η απομυθοποίησή του γίνεται με γούστο και αποσπώντας μέχρι και δυνατά γέλια. Σεναριακά επίσης η σχέση μεταξύ των δύο κεντρικών χαρακτήρων είναι καλά δουλεμένη, άσχετα από την έτσι κι αλλιώς αξιόλογη συμβολή των ηθοποιών, καθώς το κείμενο «παίζει» με διάφορα σχήματα (μέντορας και προστατευόμενος, πατρική φιγούρα και οιονεί γιος, άσπονδη φιλία) κατορθώνοντας να τα συνδυάσει επιτυχημένα έτσι ώστε το ένα να μην αναιρεί το άλλο, αλλά όλα μαζί να αλληλοσυμπληρώνονται.
Μια παρατήρηση που πρέπει να γίνει και σε σύγκριση με την προηγούμενη συγγραφική απόπειρα των Duprat αφορά το αφηγηματικό στυλ που υιοθετείται (αλλά και το χιούμορ σε έναν βαθμό), το οποίο μοιάζει να «αμερικανίζει» λίγο, εγκαταλείποντας εν μέρει το αμιγώς αργεντίνικο ταμπεραμέντο που επικρατούσε στο «Επιφανής Πολίτης», αλλά και την πιο εγχώριου τύπου προβληματική σε σχέση με το πιο «παγκοσμιοποιημένο» πεδίο του συστήματος που έχει στηθεί γύρω από την εμπορευματοποίηση της τέχνης. Αυτό δεν σημαίνει ότι το δίδυμο «ξεπουλιέται» σε επίπεδο οράματος και καλλιτεχνικής αξίας: βάζει μεν λίγο νερό στο κρασί του, όμως η δηκτικότητα και η ιδιαίτερη μεταχείριση από την οποία περνούν οι βασικοί ήρωες παραμένει, διατηρώντας έτσι την ουσία της υπογραφής του.
Αν το περιβάλλον των δεύτερων ρόλων ήταν κάπως καλύτερα επεξεργασμένο, η απόλαυση της θέασης θα ήταν και μεγαλύτερη, μιας και θα δημιουργούταν ένα πιο σύνθετο πλέγμα σχέσεων, ακόμη όμως κι έτσι, με τα ουκ ολίγα ατού που διαθέτει, μεταξύ άλλων και μια σκηνοθετική ματιά που στην προσέγγιση της σύνθεσης του κάδρου θυμίζει τη ζωγραφική με την οποία ασχολούνται τα πρόσωπα που εμπλέκονται στην ιστορία, πρόκειται για μια κωμωδία ευρέως κοινού με μυαλό, κάτι που συναντάται όλο και πιο σπάνια με το πέρασμα του χρόνου δυστυχώς…
Βαθμολογία: