Ο τραγικός έρωτας ανάμεσα σε έναν μίμο, τον Μπαπτίστ, και μια ηθοποιό, την Κλερ Ρενί. Η Κλερ έχει τρεις θαυμαστές που την έχουν ερωτευτεί, αλλά η ιστορία περιπλέκεται όταν εμφανίζεται η Ναταλί, μια ηθοποιός που ερωτεύεται τον Μπαπτίστ. Ακόμα περισσότερο, όταν η Κλερ κατηγορείται πως έκλεψε ένα ρολόι.

Σκηνοθεσία:

Marcel Carne

Κύριοι Ρόλοι:

Arletty … Claire ‘Garance’ Reine

Jean-Louis Barrault … Baptiste Debureau

Pierre Brasseur … Frederick Lemaitre

Marcel Herrand … Pierre-Francois Lacenaire

Pierre Renoir … Jericho

Maria Casares … Nathalie

Louis Salou … κόμης Edouard de Montray

Gaston Modot … Fil de Soie

Albert Remy … Scarpia Barrigni

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Jacques Prevert

Παραγωγή: Raymond Borderie, Adrien Remauge

Μουσική: Joseph Kosma, Maurice Thiriet

Φωτογραφία: Roger Hubert

Μοντάζ: Henri Rust, Madeleine Bonin

Σκηνικά: Leon Barsacq, Raymond Gabutti, Alexandre Trauner

Κοστούμια: Mayo

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Les Enfants du Paradis
  • Ελληνικός Τίτλος: Τα Παιδιά του Παραδείσου
  • Διεθνής Τίτλος: Children of Paradise

Κύριες Διακρίσεις

  • Υποψήφιο για Όσκαρ αυθεντικού σεναρίου.
  • Κριτική μνεία στο φεστιβάλ Βενετίας.

Παραλειπόμενα

  • Το φιλμ γυρίστηκε υπό τις χειρότερες των συνθηκών. Όλα γίνονταν υπό τους περιορισμούς του γερμανικού κατοχικού στρατού, με πρώτο πρόβλημα την καταστροφή των εξωτερικών σκηνικών από καταιγίδα στη Νίκαια. Πριν από όλα, όμως, η κατοχική κυβέρνηση Βισί απαγόρευε στις ταινίες να υπερβαίνουν τα 90 λεπτά, και η αρχική επιλογή της παραγωγής ήταν να κόψουν το φιλμ στα δύο. Ανάμεσα στους 1.800 κομπάρσους ήταν και μέλη της αντίστασης, και χρησιμοποιούσαν την εδώ παρουσία τους ως κάλυψη, παρότι στο ίδιο καστ υπήρχαν και φιλοναζί που είχαν επιβληθεί από την κυβέρνηση. Ο σχεδιαστής Alexandre Trauner και ο μουσικός Joseph Kosma έπρεπε συνεχώς να παραμένουν κρυμμένοι, μια και ήταν Εβραίοι. Κι αυτά, μέχρι που έγινε η απόβαση των συμμάχων στη Σικελία, με την παραγωγή να καταρρέει λόγω έλλειψης πόρων, και την απαγόρευση των ναζί στον παραγωγό Andre Paulve να συνεισφέρει, μια κι αποκαλύφθηκε μια μακρινή του συγγένεια με Εβραίους. Πέρασαν έτσι 3 μήνες απραξίας, μέχρι που η Pathe ανέλαβε πλήρως την παραγωγή, και μεταφέρθηκαν όλα από τη Νίκαια στο Παρίσι. Χρειάστηκε όμως πλέον να αντικατασταθεί ο φωτογράφος Roger Hubert (είχε ενδιάμεσα βρει άλλη δουλειά) με τον Philippe Agostini, που έπρεπε να αναλύσει τα γυρισμένα πλάνα για να ταιριάξει τον φωτισμό με τα νέα. Σε αυτή τη φάση, ο ηλεκτρισμός διακόπτονταν συχνά στο Παρίσι. Και ήρθε η απόβαση στη Νορμανδία, και μαζί νέα διακοπή, αυτή τη φορά ελπίζοντας στην απελευθέρωση. Όταν πλέον τον Αύγουστο του 1944 το Παρίσι ήταν ξανά ελεύθερο, το σημαντικότερο γεγονός ήταν η αντικατάσταση του Robert Le Vigan (Τζερικό), μια και ήταν συνεργάτης των ναζί και δραπέτευσε από τη χώρα (το 1946 συνελήφθει και δικάστηκε). Αντικαταστάθηκε με τον Pierre Renoir, αδελφό του Jean Renoir, αλλά ενώ οι σκηνές του χαρακτήρα του γυρίστηκαν εκ νέου, έμεινε η παρουσία του Le Vigan κατά τα μέσα της δεύτερης πράξης.
  • Ο Jean-Louis Barrault παραλίγο να αποχωρίσει, και να παραχωρήσει τη θέση του στον ελάχιστα τότε γνωστό Jacques Tati. Όταν όμως έγινε μια συμφωνία που του επέτρεπε να παίξει και σε μια άλλη ταινία που επιθυμούσε, επέτρεψε.
  • Η πρεμιέρα έγινε στις 9 Μαρτίου του 1945 στο Chaillot Palace, με τον Carne να δίνει μάχη ακολούθως να προβληθεί σε δύο αίθουσες αντί για μία, και να μην υπάρχει καθόλου διάλειμμα παρά τη μεγάλη διάρκεια. Έγινε και πρωτοπόρος της ιδέας να μπορούν οι θεατές να κλείνουν τη θέση τους πριν βρεθούν στην αίθουσα. Και παρότι οι παραγωγοί αποδέχτηκαν τα αιτήματα του σκηνοθέτη, διπλασίασαν επί τούτου την τιμή του εισιτήριου.
  • Περίπου 5 εκατομμύρια άνθρωποι είδαν την ταινία στην πρώτη της προβολή (μόνο στο σινεμά Madeleine παίζονταν επί 54 εβδομάδες), και η κριτική την αγκάλιασε θερμά. Βρίσκεται σχεδόν σε όλες τις λίστες με τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών, ενώ το 1955, 600 γάλλοι κριτικοί την είχαν αναδείξει ως την κορυφαία στη λίστα τους.
  • Το 2012, η Pathe παρουσίασε την αποκατεστημένη 4K κόπια, σκανάροντας ψηφιακά όσα σημεία είχαν φθαρεί από τον χρόνο.

Μουσικά Παραλειπόμενα

  • Ο διακεκριμένος μαέστρος Charles Munch διεύθυνε την ορχήστρα Societe des Concerts du Conservatoire με τη μουσική της ταινίας, κι ενώ μέρος του εισοδήματος του είχε κρυφά δωρισθεί στην αντίσταση.

Κριτικός: Χάρης Καλογερόπουλος

Έκδοση Κειμένου: 4/10/2011

Παρίσι, στα μέσα του 19ου αιώνα. Οι θεατρίνοι, ο ονειρικός μίμος, ο απατεώνας, ο κλοσάρ, η μοιραία γυναίκα, ένας αριστοκράτης, το πλήθος των λούμπεν στους δρόμους και στους εξώστες των θεάτρων… και στον πυρήνα ο αιώνιος και ανεκπλήρωτος έρωτας. Μυθική ταινία, απόγειο της τέχνης του Ζακ Πρεβέρ στο σενάριο και του Μαρσέλ Καρνέ στην σκηνοθεσία, που ανταγωνίζεται την πρωτιά της καλύτερης γαλλικής με την Αταλάντη του Βιγκό. Μυθική για πολλούς λόγους, έγινε κάτω από απίστευτες συνθήκες στην κατεχόμενη από τους ναζί Γαλλία και σε διάφορα μέρη, μάλιστα γυρίστηκε τάχα ως δυο ταινίες καθόσον η διάρκεια για φιλμ που είχαν επιβάλλει η Γερμανοί ήταν τα 90 λεπτά. Το πλήθος των κομπάρσων και τα σκηνικά είναι απίστευτα μεσούντος του πολέμου. Ύστερα, οι ηθοποιοί ήταν μεγάλα αστέρια της εποχής, με πρώτη και καλύτερη την Αρλετί που παρά τα 45 της χρόνια απέδιδε μια γοητεία μοναδική.

Δυνατό λαϊκό οπτικό μυθιστόρημα μεγάλης απήχησης όπως τα έργα των Δουμά και Ουγκό, κινηματογραφική όπερα ή αν θέλετε μελόδραμα, φόρος τιμής στον κόσμο του θεάτρου και προ πάντων ύμνος στον ρομαντισμό του 19ου αιώνα λίγο πριν το τέλος του. Την εποχή που γυρίστηκε, ο απόηχος του ρομαντισμού ακόμη δονούσε τις ψυχές και τα Παιδιά του Παραδείσου μοιάζουν με ολοκλήρωση-τέλος-κύκνειο άσμα.

Ο νεαρός μίμος Ζαν Μπατίστ (Ζαν-Λουί Μπαρό), απόλυτα ποιητικός, λάτρης των ονείρων, αιώνια έφηβος, αγνός, ερωτεύεται την αρτίστα Γκαράνς, η οποία έχει περάσει στη ζωή της τα «40 κύματα» και είναι θλιμμένη ρεαλίστρια, ευγενικά κυνική. Από την άλλη, το αγνό κομμάτι της ψυχής της είναι ζωντανό και ξυπνά, συγκινείται από την περίπτωσή του. Δεν έχει πια τον τρόπο να ανταποκριθεί παρά μέσα από μια φυσική ένωση, κάτι που τρομάζει τον Μπατίστ. Εκείνος θέλει την ονειροπόληση, το ανέφικτο. Τελικά, εκείνη θα δεχτεί να γίνει προστατευόμενη ενός πλούσιου κόμη, εκείνος θα παντρευτεί την ερωτευμένη μαζί του, Ναταλί (Μαρία Καζάρες), αλλά ο έρωτάς τους θα παραμείνει αιώνιος, με τους άλλους να εμπλέκονται θετικά και αρνητικά, ολοκληρώνοντας και με τις δικές τους ζωές τον καμβά μιας ολόκληρης εποχής.

Δεν πρόκειται για λόγια τέχνη όπως στην περίπτωση της Αταλάντης, αλλά για ένα λαϊκό έπος μεγάλης πνοής. Κι αν δεν μας αφορά πια αυτή η κουλτούρα στο σύνολό της, στον πυρήνα της έχει ένα διαχρονικό νόημα, την αναζήτηση της υπέρβασης μέσα από τον έρωτα, κάτι που αποδίδεται ως η απόλυτη περιπέτεια. Και μια λεπτομέρεια: οι νέοι που θα το δουν, θα έχουν την ευκαιρία να διαπιστώσουν ότι το moon-walking του Μάικλ Τζάκσον είναι μια πολύ παλιά ιστορία.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

25 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *