Χιροσίμα, 6 Αυγούστου 1945. Λίγες ώρες μετά την πτώση της ατομικής βόμβας, μια μαύρη βροχή θα πέσει στην πόλη. Σε πέντε χρόνια, εκατό χιλιάδες από τους επιζώντες θα πεθάνουν απ’ αυτή τη ραδιενεργό βροχή. Η οικογένεια Σιγκεμάτσου θα εγκατασταθεί στην εξοχή, αλλά οι μέρες της είναι μετρημένες, μια και ελάχιστοι θα γλιτώσουν από «τον θάνατο που ήρθε από τον ουρανό».
Σκηνοθεσία:
Shohei Imamura
Κύριοι Ρόλοι:
Yoshiko Tanaka … Yasuko
Kazuo Kitamura … Shigematsu Shizuma
Etsuko Ichihara … Shigeko Shizuma
Shoichi Ozawa … Shokichi
Norihei Miki … Kotaro
Taiji Tonoyama … ο ιερέας
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Shohei Imamura, Toshiro Ishido
Παραγωγή: Hisashi Iino
Μουσική: Toru Takemitsu
Φωτογραφία: Takashi Kawamata
Μοντάζ: Hajime Okayasu
Σκηνικά: Hisao Inagaki
Κοστούμια: Hidefumi Sueyoshi
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Kuroi Ame
- Ελληνικός Τίτλος: Μαύρη Βροχή
- Διεθνής Τίτλος: Black Rain
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: Kuroi Ame του Masuji Ibuse.
Κύριες Διακρίσεις
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών. Μεγάλο τεχνικό βραβείο και βραβείο οικουμενικής επιτροπής.
- Μεγάλο βραβείο στο φεστιβάλ της Γάνδης.
- Καλύτερη ταινία και ακόμα 8 βραβεία στα εθνικά βραβεία της Ιαπωνίας.
Παραλειπόμενα
- Το μυθιστόρημα του Masuji Ibuse (1898-1993) έκανε την πρώτη του εμφάνιση εν είδει σίριαλ στο περιοδικό Shincho το 1965. Τα στοιχεία που αφορούν το πυρηνικό ολοκαύτωμα σε αυτό είναι όλα βασισμένα στην πραγματικότητα.
- Σύμφωνα με τη Yoshiko Tanaka, ο σκηνοθέτης δεν επέτρεπε σε κανέναν από το καστ να εγκαταλείψει το χωριό που γίνονταν τα γυρίσματα μέχρι αυτά να περατωθούν, ακόμα κι όταν είχαν ρεπό. Δεν ήθελε έστω και στιγμιαία να αισθάνονταν την άνεση της συνηθισμένης καθημερινότητας τους.
- Ο Shohei Imamura είχε γυρίσει και μια έγχρωμη σκηνή για το φινάλε, αλλά την έκοψε στο μοντάζ.
- Την ίδια χρονιά έκανε πρεμιέρα και μία ακόμα Μαύρη Βροχή (με κοινό αγγλικό τίτλο), αυτή τη φορά του Ridley Scott. Παρότι η ταινία του Scott έχει εντελώς διαφορετική θεματική (αστυνομικό θρίλερ), τοποθετείται κι αυτή στην Ιαπωνία.
Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης
Έκδοση Κειμένου: 2/8/2024
Οι πραγματιστικοί, ψυχικοί και ηθικοί κίνδυνοι που εγκυμονούν τα πυρηνικά όπλα έχουν διαχρονικά και οικουμενικά εμπνεύσει μεγάλους δημιουργούς του σινεμά: «Χιροσίμα Αγάπη μου» (1959) του Alain Resnais, «Όσο θα Υπάρχει ο Κόσμος» (1959) του Stanley Kramer, «Εννιά Μέρες ενός Χρόνου» (1962) του Mikhail Romm, «SOS Πεντάγωνο Καλεί Μόσχα» (1964) του Stanley Kubrick. Αλλά και στην ίδια τη βαριά πληγείσα Ιαπωνία γυρίστηκαν σημαντικές ταινίες για το πυρηνικό Ολοκαύτωμα σε Χιροσίμα και Ναγκασάκι: «Τα Παιδιά της Χιροσίμα» (1952) του Kaneto Shindô, «Χιροσίμα» (1953) του Hideo Sekigawa, «Τα Παιδιά του Ναγκασάκι» (1983) του Keisuke Kinoshita. Το 1989 ήταν η σειρά του Shohei Imamura να ασχοληθεί με τον απόλυτο τρόμο της ατομικής βόμβας.
Ο Imamura (1926-2006) μαζί με τους Nagisa Oshima και Kiju Yoshida αποτέλεσαν τους σημαντικότερους σκηνοθέτες του ιαπωνικού «νέου κύματος» που αναδύθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1960, σε μια εποχή που ο ιαπωνικός κινηματογράφος περιοριζόταν στην «αγία τριάδα» των Mizoguchi-Ozu-Kurosawa. Η νεότητα του Imamura σημαδεύτηκε από τις δυσκολίες επιβίωσης σε μια χώρα που είχε καταρρεύσει από την ήττα του πολέμου, στοιχείο που θα επηρέαζε πολλές από τις ταινίες του με σύγχρονη θεματολογία. Αφού εκπαιδεύτηκε ως βοηθός των Ozu (τον οποίο αργότερα αποκήρυξε), Kobayashi και Kawashima, στις πρώτες του ταινίες δημιούργησε ένα μπαρόκ και εξπρεσιονιστικό σύμπαν, με τη συμβολή του τακτικού κινηματογραφιστή του, Shinsaku Himeda. Ταινίες όπως τα «Γουρούνια και Θωρηκτά» (1960), «Η Εκδίκηση Είναι Δική μου» (1979) και «Εϊτζανάικα» (1981) εντυπωσίασαν τους κριτικούς με την ένταση, την ενέργεια, το αισθησιακό και «ακάθαρτο» στυλ τους. Χαρακτηρίστηκε ως «ο εντομολόγος του ιαπωνικού κινηματογράφου», λόγω του τρόπου που παρατηρούσε τους χαρακτήρες του, κάπως σαν ανθρώπινα έντομα. Ωστόσο άργησε πολύ να αποκαλυφθεί στο δυτικό κοινό, και αυτό συνέβη το 1983 με τη «Μπαλάντα του Ναραγιάμα».
Στη «Μαύρη Βροχή», ο Imamura αντλεί την έμπνευση του από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Masuji Ibuse. Η ιστορία της ταινίας ξεκινά το πρωί της 6ης Αυγούστου 1945 στην περιοχή της Χιροσίμα. Γνωρίζουμε τους βασικούς χαρακτήρες, μέλη μιας συνηθισμένης ιαπωνικής οικογένειας. Ο Shigematsu (Kazuo Kitamura) είναι υπάλληλος και επιβιβάζεται με τη σύζυγό του, Shigeko, σε ένα τρένο για την πόλη. Η ανιψιά του, Yasuko (Yoshiko Tanaka), πέρασε μια μέρα σε ένα κοντινό χωριό για να βοηθήσει την οικογένεια να μετακομίσει. Ξαφνικά μια εκτυφλωτική λάμψη σχίζει τον ουρανό. Ακολουθεί μια τρομακτική έκρηξη που ανοίγει τις πύλες της κόλασης. Οι δείκτες των ρολογιών έχουν επικαλύψει τα καντράν. Ο χρόνος σταμάτησε. Η πρώτη ατομική βόμβα στην ιστορία μόλις έπεσε στην πόλη της Χιροσίμα. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος τελείωσε. Ο κόσμος άλλαξε για πάντα.
Στις λίγες σκηνές που απεικονίζουν τη στιγμή της πυρηνικής αποκάλυψης, ο Imamura συνθέτει μια παραισθησιακή νωπογραφία που στοιχειώνει κάθε πλάνο που θα ακολουθήσει. Τα ανθρώπινα σώματα δεν υπάρχουν πια, δεν είναι τίποτα άλλο παρά σταλακτίτες από ματωμένα κομμάτια δέρματος. Οι μορφές δεν αναγνωρίζονται, μητέρες αγκαλιάζουν τα νεκρά μωρά τους, κραυγές πόνου και φλόγες τρυπούν τον μαύρο ουρανό. Ακρωτηριασμένα και απόκοσμα σώματα σέρνονται ανάμεσα σε σωρούς ερειπίων. Το εξωπραγματικό σκηνικό είναι γεμάτο με σιλουέτες ζόμπι, τα πτώματα στα πεζοδρόμια θυμίζουν αιώνια γλυπτά, ανεξίτηλα απομεινάρια της «συντέλειας του κόσμου». Ο Shigematsu και η Shigeko, αν και εκτέθηκαν άμεσα, έχουν επιβιώσει. Η Yasuko εκτίθεται σε ραδιενεργή βροχή, με τις σταγόνες να κυλούν στα μάγουλα της σαν πυκνά μαύρα δάκρυα που προμηνύουν τη μοίρα της.
Ακολουθεί ένα χρονικό άλμα, πέντε χρόνια αργότερα. Ο Shigematsu, η Shigeko και η Yasuko, έχοντας γλυτώσει από τα ερείπια της Χιροσίμα, τώρα ζουν 80 χιλιόμετρα μακριά. Φαίνεται να έχουν ξαναρχίσει τη ζωή τους σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Εγκατεστημένοι σε μια όμορφη εξοχική κατοικία, ζουν την καθημερινότητα τους με απογεύματα ψαρέματος και γαλήνιας φύσης. Ένα παράλογο όραμα ενός απατηλού παραδείσου που δυστυχώς γρήγορα θα διαλυθεί. Η αρρώστια και ο θάνατος είναι ακόμα εκεί. Αν και προσπαθούν να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους, η παρουσία τους στη ζώνη της καταστροφής γίνεται ένα στίγμα που τους εμποδίζει να επανενταχθούν στην κοινωνία. Θεωρούνται «Hibakusha», ακτινοβολημένοι παρίες που ζουν ντροπιαστικά απομονωμένοι καθώς δεν πρέπει να αναμειχθούν με τους «υγιείς». Είναι εξοστρακισμένοι, θύματα της άγνοιας του πληθυσμού που θεωρούσε ότι οι «Hibakusha» ήταν μεταδοτικοί φορείς πολλών ασθενειών.
Η οικογένεια του Shigematsu αν και έχει την υποστήριξη των γειτόνων της, υφίσταται όλο το βάρος της κοινωνικής καραντίνας. Ειδικότερα η Yasuko, παρά την ομορφιά της, δεν μπορεί να παντρευτεί γιατί όλοι οι μνηστήρες και οι οικογένειές τους φοβούνται να συνδέσουν τη ζωή τους με κάποια που η υγεία της σημαδεύτηκε από την έκρηξη. Τελικά, οι κάτοικοι της Χιροσίμα και των περιχώρων της συνδέονται με το ίδιο τραγικό πεπρωμένο: βαθιά μέσα στο σώμα τους έχει τοποθετηθεί μια ωρολογιακή βόμβα που δεν γνωρίζουν πότε θα ενεργοποιηθεί.
Ο Shôhei Imamura επέλεξε να γυρίσει τη «Μαύρη Βροχή» σε ασπρόμαυρο φιλμ, ώστε η εφιαλτική αναπαράσταση της Χιροσίμα μετά την έκρηξη να ταιριάζει με τις εικόνες των επίκαιρων της εποχής, ενσωματώνοντας και ενισχύοντας την αίσθηση του ντοκιμαντέρ. Ωστόσο ο ιάπωνας σκηνοθέτης ενδιαφέρεται κυρίως για τις τρομερές συνέπειες της ακτινοβολίας στον πληθυσμό πολλά χρόνια μετά την έκρηξη. Παρά το μέγεθος του θέματός του, παραμένει πάντα σε ανθρώπινο επίπεδο, εστιάζοντας στα μέλη μιας οικογένειας, τα οποία γλύτωσαν από θαύμα την ώρα της τραγωδίας, αλλά η αρρώστια θα τα κυριεύσει αλύπητα με την πάροδο του χρόνου. Οι «Hibakusha» είναι στην πραγματικότητα «νεκροί με δανεικό χρόνο», που αναμένουν βασανιστικά τα πρώτα συμπτώματα των ασθενειών που θα τους σκοτώσουν. Για να ενισχύσει αυτή την αίσθηση επιλέγει ως βασικό χώρο δράσης ένα σχεδόν ειδυλλιακό χωριό, με τη φύση ανέπαφη από καταστροφές, το περιβάλλον φαινομενικά αρμονικό που δεν υποδηλώνει τίποτα απ’ όλα όσα θα εξελιχθούν στην πορεία.
Αυτό που ξεχωρίζει στη σύνθεση της «Μαύρης Βροχής» από ανάλογες ταινίες είναι ο αριστοτεχνικός τρόπος με τον οποίο ο Imamura χρησιμοποιεί την οπτική διάσταση για να προκαλέσει την αφηγηματική ένταση μεταξύ του «πριν» και του «μετά», μεταξύ της ζωής και του θανάτου. Το «πριν» υπογραμμίζεται οπτικά εστιάζοντας σε ένα πουλί που περπατά στην παραλία, σε ένα καβούρι που κινείται στην άμμο, σε ψάρια που κολυμπούν αντίθετα με το ρεύμα. Το «μετά» οπτικοποιείται τόσο με την άμεση επίδραση της ακτινοβολίας όσο και με την αργή μόλυνση και επιμόλυνση. Με την αντίθεση αυτή ο Imamura υπογραμμίζει πώς η ατομική βόμβα διατάραξε τον κανονικό κύκλο της ανθρώπινης ζωής, πρωτίστως σε ατομικό επίπεδο και δευτερευόντως σε επίπεδο κοινωνικής συγκρότησης.
Η «Μαύρη Βροχή» αποτελεί ένα σκληρό και ασυμβίβαστο πορτραίτο της μεταπολεμικής ιαπωνικής κοινωνίας, που εξαιτίας της συλλογικής τραυματικής ψύχωσης προσπάθησε να ξεχάσει το πυρηνικό Ολοκαύτωμα, παραμελώντας σε σημείο στιγματισμού τους μολυσμένους επιζώντες. Στο μεταξύ ένας άλλος πόλεμος είχε ξεκινήσει, ο πόλεμος της Κορέας, και οι πολιτικοί δεν δίστασαν να εκβιάσουν ξανά με την πυρηνική απειλή. Αλλά ακόμη και σήμερα, σχεδόν 80 χρόνια μετά τη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, το φάσμα μιας πυρηνικής αποκάλυψης απειλεί ξανά την ανθρωπότητα. Στο τέλος της ταινίας ο Shigematsu αναλογίζεται: «Τα ανθρώπινα όντα δεν μαθαίνουν τίποτα. Στραγγαλίζουν τον εαυτό τους. Μια άδικη ειρήνη είναι προτιμότερη από έναν δίκαιο πόλεμο. Γιατί δεν το βλέπουν;»
Βαθμολογία: