
Επί χρόνια, ο Μπρούνο και ο Μαλίκ ζούσαν σε διαφορετικούς κόσμους, όντας ο ένας Εβραίος και μοναχικός, και ο άλλος Άραβας και οικογενειάρχης. Αλλά βρίσκεται ένας κόσμος κοινός και για τους δύο, αυτός των αυτιστικών παιδιών και εφήβων. Οι δυο τους θα ενώσουν τις δυνάμεις και τις διασυνδέσεις τους για να ιδρύσουν στο Παρίσι ένα καταφύγιο για αυτούς τους ανθρώπους με σοβαρά συμπτώματα, τους οποίους ακόμα και τα νοσοκομεία παρέλειπαν να φροντίσουν επαρκώς.
Σκηνοθεσία:
Olivier Nakache
Eric Toledano
Κύριοι Ρόλοι:
Vincent Cassel … Bruno Haroche
Reda Kateb … Malik
Helene Vincent … Helene
Bryan Mialoundama … Dylan
Alban Ivanov … Menahem
Benjamin Lesieur … Joseph
Catherine Mouchet … Δρ Ronssin
Frederic Pierrot … επιθεωρητής
Lyna Khoudri … Ludivine
Aloise Sauvage … Shirelle
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Olivier Nakache, Eric Toledano
Παραγωγή: Nicolas Duval Adassovsky, Serge Hayat
Μουσική: Grandbrothers
Φωτογραφία: Antoine Sanier
Μοντάζ: Dorian Rigal-Ansous
Σκηνικά: Julia Lemaire
Κοστούμια: Isabelle Pannetier
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Hors Normes
- Ελληνικός Τίτλος: Μοναδικοί
- Διεθνής Τίτλος: The Specials
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, πρώτο αντρικό ρόλο (Vincent Cassel και Reda Kateb), δεύτερο γυναικείο ρόλο (Helene Vincent), υποσχόμενο ηθοποιό (Benjamin Lesieur), σενάριο και μοντάζ στα Cesar.
- Βραβείο κοινού στο φεστιβάλ του Σαν Σεμπάστιαν.
Παραλειπόμενα
- Το στόρι βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στην αληθινή περίπτωση των Stephane Benhamou και Daoud Tatou.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 8/11/2020
Όσοι λόγω του χαρακτήρα της φιλμογραφίας του διδύμου των Nakache και Toledano περιμένουν κάτι με σκελετό την καθαρόαιμη κωμωδία εδώ, με λίγο από κοινωνικό προβληματισμό στο μείγμα, θα απογοητευτούν. Οι «Μοναδικοί» ακολουθούν ξεκάθαρα τον δρόμο ενός κοινωνικού δράματος που πραγματεύεται με σοβαρότητα το θέμα που θίγει, και τις όποιες χιουμοριστικές πινελιές να μη λειτουργούν εντός των κωδίκων μιας κωμωδίας ως κεντρικές ατραξιόν του φιλμ αλλά ως επικοινωνιακές ανάπαυλες μεταξύ των χαρακτήρων.
Στο τελικό αποτέλεσμα μπορεί κανείς να προσάψει κάποια «φάουλ», όπως την υπερβολικά χαλαρή δομή του σεναρίου που δεν φαίνεται να έχει έναν ξεκάθαρο δραματουργικό πυρήνα (ίσως και λόγω της γενικής έλλειψης μεγάλων εντάσεων υπάρχει λίγο πριν το φινάλε μια ολιγόλεπτη έκρηξη σασπένς, η οποία φαντάζει λίγο παράταιρη), ή κάποιες υποπλοκές κυρίως αισθηματικού τύπου που δεν φαίνεται να καταλήγουν πουθενά. Όμως αυτά δεν αναιρούν το μεγάλο ατού, τον κύριο λόγο για τον οποίον το φιλμ είναι άξιο πρότασης: τον άκρως ρεαλιστικό και ουσιώδη τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει το αντικέιμενό του. Τονίζοντας την όλη δυσκολία της αφοσίωσης στην κοινωνική προσφορά, μην ωραιοποιώντας καταστάσεις στον βαθμό που να απεικονίζεται ένα γλυκερό κακέκτυπο μιας πραγματικής συνθήκης, και χωρίς να ξεχάσει να υπογραμμίσει τα προβλήματα που έχουν προκύψει στον συγκεκριμένο τομέα (της ψυχικής υγείας και φροντίδας) σε επίπεδο άσκησης πολιτικής, σε μια Γαλλία που παραπατάει ακόμη από τους μετασεισμούς μιας οικονομικής κρίσης που στα χαρτιά έχει λήξει, στην πράξη όμως είναι ακόμη βαθιά ριζωμένη σε όλες τις εκφάνσεις του δημόσιου βίου στην ευρωπαϊκή ήπειρο.
Και οι συγκινησιακά φορτισμένες στιγμές είναι πολύ μετρημένες, γι’ αυτό και αποτελεσματικές, οι αμερικανικού τύπου υπερβολές σε τέτοιες περιπτώσεις αποφεύγονται επιδέξια. Το ανθρωποκεντρικό πνεύμα του σεναρίου παρασύρει και τη σκηνοθεσία του ντουέτου, η οποία σοφά δεν φοβάται τα κοντινά, δίνοντας περισσότερο βάση στον ηθοποιό παρά στην εικόνα. Οι Nakache και Toledano έχουν εδώ ένα πιο διακριτά ευρωπαϊκό στίγμα, εν αντιθέσει για παράδειγμα με τους «Άθικτους» που πατούσαν πάνω και στη χολιγουντιανή παράδοση του buddy-movie, ίσως και γιατί είναι ορθώς αποφασισμένοι να ξεφύγουν από τη λούπα να αναπαράγουν οπωσδήποτε το γκελ της τεράστιας λαϊκής απήχησης του συγκεκριμένου φιλμ και να επιλέξουν πιο ταπεινά εκφραστικά μέσα που να αρμόζουν στα μηνύματα που βρίσκονται εδώ. Ακόμη και η feel-good νότα του φινάλε, αναγκαία για ένα φιλμ τόσο ευρείας στόχευσης, είναι δοσμένη έτσι ώστε να μη μοιάζει βεβιασμένη. Πρέπει να επισημανθεί πάντως πως οι «Μοναδικοί» αποτελούν σίγουρα ταινία κοινού: η κοινωνική ματιά του φιλμ είναι τρυφερή και προσγειωμένη, αλλά δεν έχει το βάθος ενός Loach για παράδειγμα, κάτι που βέβαια δεν είναι απαραίτητα καταδικαστέο, μιας και είναι σαφές πως ο στόχος εδώ είναι η ευαισθητοποίηση του μέσου θεατή, όχι η διεξοδική ανάλυση.
Είναι αλήθεια πως βοηθάει και το πρωταγωνιστικό δίδυμο, με τον μεν Vincent Cassel να δίνει μαθήματα αποτελεσματικότητας χαμηλών τόνων και ταπεινού κινηματογραφικού ηρωισμού, και τον δε Reda Kateb να λειτουργεί τόσο σαν ένα πιο εξωστρεφές αντίβαρο, αλλά και αυτόνομα ως πηγή ενεργητικότητας για το ύφος του φιλμ. Αν υπάρχει κάποιο παράπονο σχετικά με τους δυο τους, αυτό προέρχεται από το σενάριο και όχι από τις ερμηνείες τους, μιας και η αλληλεπίδραση μεταξύ τους είναι σχετικά περιορισμένη, και είναι κρίμα καθώς όταν μοιράζονται την οθόνη έχουν αξιόλογη χημεία. Εύσημα αξίζει και στο πώς κατευθύνονται οι ερμηνευτές που βρίσκονται εντός του φάσματος του αυτισμού, όπως ο Benjamin Lesieur, χωρίς να αντιμετωπίζονται ως αντικείμενα οίκτου και να χρησιμοποιούνται για ανέντιμα κόλπα συναισθηματικού εκβιασμού, αλλά όπως τους αξίζει, ως συντελεστές που με τη δική τους, αυτόνομη ύπαρξη συνεισφέρουν στη μεγάλη εικόνα.
Κι εντέλει, με τα όποια προβλήματα που εντοπίζονται, σίγουρα εκτιμάται θετικά το ότι υπάρχουν φωνές στο εμπορικό σινεμά της Ευρώπης που εκμεταλλεύονται ακόμη το βήμα που τους δίνεται για ευγενείς κοινωνικά σκοπούς, προσέχοντας παράλληλα την ποιότητα του προϊόντος.
Βαθμολογία: