
Γόμορρα
- Gomorra
- Gomorrah
- 2008
- Ιταλία
- Ναπολιτάνικα, Ιταλικά, Μανδαρινικά, Γαλλικά
- Αστυνομική, Γκανγκστερική, Δραματικό Θρίλερ, Σινεφίλ
- 30 Οκτωβρίου 2008
Εξουσία, χρήμα και αίμα είναι οι αξίες που έχουν να αντιμετωπίσουν καθημερινά οι κάτοικοι της Νάπολης και της Καζέρτα, και σπανίως έχουν άλλη επιλογή από το να υπακούσουν στους κανόνες του “συστήματος”, δηλαδή της Καμόρα. Μόνο λίγοι μπορούν να σκεφτούν ότι θα ζήσουν μία φυσιολογική ζωή. Πέντε ιστορίες μπλέκονται μεταξύ τους σε ένα βίαιο σενάριο που ξετυλίγεται σε έναν σκληρό κόσμο που δεν παύει ωστόσο να έχει τις ρίζες του στην πραγματικότητα.
Σκηνοθεσία:
Matteo Garrone
Κύριοι Ρόλοι:
Toni Servillo … Franco
Gianfelice Imparato … Δον Ciro
Ciro Petrone … Ciro
Marco Macor … Marco
Maria Nazionale … Maria
Salvatore Cantalupo … Pasquale
Gigio Morra … Iavarone
Alfonso Santagata … Dante Serini
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Maurizio Braucci, Ugo Chiti, Gianni Di Gregorio, Matteo Garrone, Massimo Gaudioso, Roberto Saviano
Παραγωγή: Domenico Procacci
Φωτογραφία: Marco Onorato
Μοντάζ: Marco Spoletini
Σκηνικά: Paolo Bonfini
Κοστούμια: Alessandra Cardini
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Gomorra
- Ελληνικός Τίτλος: Γόμορρα
- Διεθνής Τίτλος: Gomorrah
Σεναριακή Πηγή
- Βιβλίο: Gomorra του Roberto Saviano.
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα ξενόγλωσσης ταινίας.
- Υποψήφιο για Bafta ξενόγλωσσης ταινίας.
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών. Μέγα βραβείο επιτροπής.
- Βραβείο καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, σεναρίου, παραγωγής, μοντάζ, ήχου και τραγουδιού (Herculaneum) στα David di Donatello. Υποψήφιο για δεύτερο γυναικείο ρόλο (Maria Nazionale), φωτογραφία, σκηνικά και κοστούμια.
- Βραβείο καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, αντρικής ερμηνείας (Toni Servillo), σεναρίου και φωτογραφίας στα Ευρωπαϊκά Βραβεία.
- Επίσημη πρόταση της Ιταλίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ.
Παραλειπόμενα
- Οι περισσότεροι του καστ είναι ερασιτέχνες, ενώ δεν είναι λίγοι που είχαν αληθινή συμμετοχή στη δράση της μαφίας, με κάποιους από αυτούς να είχαν συλληφθεί στο παρελθόν.
- Ο Oreste Spagnuolo, μέλος της Γκαμόρα, είχε κατηγορήσει τον Garrone ότι πλήρωσε προστασία στη μαφία για να μπορέσει να κάνει την ταινία. Μαζί, είπε ότι η συμμετοχή του μαφιόζου Bernardino Terracciano στο καστ ήταν μέρος αυτής της συμφωνίας. Από την άλλη πλευρά, όμως, ο Roberto Saviano δέχτηκε απειλές από τη μαφία, τόσο για το βιβλίο του όσο και την ταινία, και βρίσκονταν υπό μόνιμη προστασία από την αστυνομία.
- Το βιβλίο πούλησε πάνω από ένα εκατομμύριο αντίτυπα, ενώ η ταινία έβγαλε 46,7 εκατομμύρια δολάρια, με κόστος μόλις 5,9.
- Ακολούθησε το 2014 η τηλεοπτική σειρά Gomorra: La Serie στο Sky Atlantic, ενώ το 2020 κυκλοφόρησε το director’s cut (125 λεπτά).
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Ο Robert Del Naja έκανε επιτυχία με το τραγούδι Herculaneum.
- Ο Matthew Herbert έγραψε μουσική για την ταινία, αλλά έμεινε αχρησιμοποίητη (εκτός από ένα θέμα).
Κριτικός: Βασίλης Καγιογλίδης
Έκδοση Κειμένου: 13/10/2008
Πολλοί θεώρησαν την ταινία, μαζί με αυτή του Paolo Sorrentino ( Il Divo), ως το πρώτο βήμα προς την Ιταλική κινηματογραφική αναγέννηση. Στην πραγματικότητα όμως αυτή ξεκίνησε προς διετίας με ταινίες όπως Η Άγνωστη του Giuseppe Tornatore και το Nuovomondo του Emanuele Crialese. Φέτος όμως είναι η χρονιά που η γείτονα φλερτάρει εντονότερα με το θείο αγαλματάκι. Η ταινία του Garrone είναι μια ταινία για τη μαφία. Όχι, δεν είναι η καλύτερη ταινία για αυτή, αλλά σίγουρα μια από τις πιο επιτυχημένες. Και πρωτότυπες για το είδος θα συμπλήρωνα εγώ.
Η δυναμική του « Γόμορρα» κρύβεται στη θεματολογία του, καθώς η κάμερα του Garrone παρακολουθεί τις ζωές απλών ανθρώπων που καθίστανται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο μέλη της ίδιας οργάνωσης. Μέσα από πέντε ιστορίες μελών των λαϊκότερων κοινωνικών στρωμάτων (κατοίκους κυρίως της Νάπολη), αν και η επιρροή της Καμόρα εξαπλώθηκε και σε ανώτερα στρώματα, ο Garrone περιγράφει τη τρομακτική δύναμη αυτής, η οποία αντλείται από τον ίδιο το λαό. Γυναίκες, παιδιά, νέοι και ηλικιωμένοι, φίλοι, αδερφοί όλοι σύμμαχοι κι εχθροί στο μαφιόζικο έγκλημα. Άλλοτε βάφουν τα ίδια τους τα χέρια με αίμα, άλλοτε πάλι συμμετέχουν ενεργά στις εγκληματικές της δραστηριότητες.
Λατινοαμερικανική σκηνοθετική ματιά και χαλαρή ντοκιμαντερίστικη αφήγηση πάνω σε Ιταλική, «μαφιόζικη» θεματολογία. Πρωτοτυπεί για το είδος, αφού περιορίζει το συναίσθημα και τη βία στον απολύτως αναγκαίο βαθμό. Βαραίνει σε σημεία και απογειώνεται σε εικόνες και συναισθήματα σε κάποια άλλα. Ίσως δυσκολέψει ορισμένους να βάλουν σε τάξη και να συνδυάσουν τα γεγονότα, αλλά θα ανταμείψει τους πάντες, ακόμα και τους πιο επιφυλακτικούς. Δείτε την ταινία κι ας μην είστε φαν του είδους ή δεν έχετε διαβάσει το επιτυχημένο βιβλίο του Roberto Saviano.
Υπό την καθοδήγηση του βιβλίου και με την σκηνοθετική του οξυδέρκεια, ο Garrone τολμάει να πει αλήθειες. Και καταφέρνει τελικά να τις συνδυάζει αρμονικά σε ένα εμφανώς πετυχημένο σύνολο που έχει χαρακτήρα ντοκιμαντέρ στην αφήγηση, με αποτέλεσμα σε ορισμένα σημεία να μπάζει και λίγα νεράκια. Μέσα από την ταινία παρακολουθούμε την ένταξη στην οργάνωση νέων μελών, την σφαγή των «μαύρων προβάτων» αυτής, καθώς τις πράξεις εκείνων που στο όνομά της προσπορίζονται μαύρο χρήμα. Χρήμα δηλ. από παράνομες δραστηριότητες. Σήμερα η Καμόρα έχει φτάσει στο σημείο να πλουτίζει και να διακινεί εκατομμύρια ευρώ παγκοσμίως μέσα από τις συγκοινωνίες, την παράνομη εκμετάλλευση εδαφών, την πορνεία, τα ναρκωτικά και την υφαντουργία. Και το εκπληκτικό είναι ότι έχει επενδύσει και στην ανοικοδόμηση των Δίδυμων Πύργων. Από τα μέλη της έχουν δολοφονηθεί περίπου στα 10.000 χιλιάδες άτομα, ενώ η οικολογική καταστροφή που υπέστη η Νότια Ιταλία από αυτή είναι ανεπανόρθωτη.
Η ταινία του Garrone είναι ξεκάθαρο πως επικεντρώνεται στα απολύτως απαραίτητα και ουσιαστικά, πετυχαίνει στη σκιαγράφηση χαρακτήρων και καθηλώνει με την άριστη και αφοπλιστική απεικόνιση συναισθημάτων. Η μινιμαλιστική της γλώσσα και η ντοκυμαντερίστικη νοοτροπία, πρωτόγνωρη για το νέο Ιταλικό σινεμά και τις «μαφιόζικες» ταινίες, ενισχύει την έξαρση των συναισθημάτων όπου απαιτείται και παράλληλα θέτει σε κίνηση την κρίση των θεατών. Ταυτόχρονα όμως ξενίζει, γιατί βαραίνει το τελικό αποτέλεσμα και σε σημεία δε διασώζεται ούτε από τις προθέσεις του σκηνοθέτη. Επιπλέον κινδυνεύει να χαρακτηριστεί ως πετυχημένος αντιγραφέας του Λατινοαμερικάνικου κινηματογράφου, αφού παραπέμπει ανησυχητικά σε ταινίες τύπου Meirelles. Παρόλα αυτά δεν χάνει την αίγλη της ως τελικό αποτέλεσμα. Αξίζει την προσοχή σας και με το παραπάνω.
Βαθμολογία:
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 20/10/2008
Μια ταινία που βρήκε αρκετούς υποστηρικτές στις Κάνες, όπου και έφυγε με το μεγάλο βραβείο της επιτροπής (το δεύτερο εν τάξει), αλλά προσωπικά φοβάμαι πως δεν με άγγιξε περισσότερο από τόσες συγγενείς ταινίες που έχουμε δει. Είναι ακόμα μια ιστορία που εισβάλει στο χώρο της μαφίας, από μια λαϊκή σκοπιά, αφού το πρόβλημα όντως δεν ξεκινάει μέσα από ακριβές βίλες, αλλά από τους χωματόδρομους.
Ο Matteo Garrone είναι διδακτικός στο πλαίσιο που εμείς έχουμε ανάγκη για διδαχή. Σου παρουσιάζει την πόλη που δρα η Καμόρα ως σύγχρονα Γόμορρα, και είναι στο δικό σου χέρι να βάλεις σε τάξη το καλό και το κακό. Για πολύ ώρα, όμως, η ταινία είναι ασύνδετη και ασύντακτη, στα όρια του ερασιτεχνισμού. Πολύ καλή διαχείριση πλάνων, αλλά όχι υλικού. Κάποιοι θα βρεθούν να ψάχνονται για το ποιος είναι ποιος, και για την αληθινή χρησιμότητα όλων των ιστοριών-ηρώων που περνούν.
Με τον πρώτο ουσιαστικό πυροβολισμό, η ταινία μπαίνει σε κάποια τάξη. Ήρωες και ιστορίες δένουνε και όσοι θεατές κοιτούσαν υπομονετικά το ρολόι, γυρνάν προς την οθόνη. Ο Garrone βρίσκει έναν καλό ρυθμό, έστω κι αν ποτέ δεν θα απογειωθεί πραγματικά. Καλύτερα λειτουργεί σαν ντοκιουντράμα, στυγνός ρεαλισμός, αν και ο σκηνοθέτης δεν μοιάζει να ωθεί προς τα εκεί το έργο του. Μην περιμένετε και ωμή βία, δεν θα δείτε κάτι που δεν έχετε ξαναδεί. Το άλλο παράδοξο είναι πως δεν πρόκειται για καθαρό ιταλικό σινεμά, αλλά συγγενεύει άμεσα με το μεξικανικό ή γενικά το λατινοαμερικανικό. Ακόμα, κι όσον αφορά το θέμα, οι ιταλοί συνάδελφοι του το κοιτούν, συνήθως, από μια πιο «επαγγελματική» σκοπιά και όχι τόσο λαϊκά, αφού η γούνα είναι καμένη από το φαινόμενο.
Γενικά μεγάλο σε διάρκεια, κάτι που αποβαίνει «βαρύ», αφού ο Garrone περιφέρεται, μάλλον άσκοπα, για αρκετή ώρα, μέχρι να μπει σε μια ευθεία. Έχει πολλά σκηνοθετικά ελαττώματα, εκτός από την καλή χρήση της κάμερας, και κυρίως το θέμα του είναι πολλά επαναλαμβανόμενο. Θυμίζει και σε θέμα και σε εικόνα λατινοαμερικανικό σινεμά και οι φίλοι της ιταλικής κουλτούρας ίσως απογοητευτούν. Όμως, δεν πρόκειται, συνολικά, για κακή ταινία και το λαϊκό της ύφος στηρίζει τον ταιριαστό ρεαλισμό. Δεν σας αποτρέπω, αλλά δεν το προτείνω με την καρδιά μου…
Βαθμολογία: