Το Καλοκαίρι του ’85
- Été 85
- Summer of 85
- 2020
- Γαλλία
- Γαλλικά, Αγγλικά
- Αισθηματική, Δραματική, Εποχής, Νεανική
- 05 Αυγούστου 2021
Το καλοκαίρι των 16 χρόνων του, ο Αλέξις, κατά τη διάρκεια μιας εκδρομής με σκάφος στη θάλασσα, στις ακτές της Νορμανδίας, γλιτώνει το ναυάγιο χάρη στην ηρωική επέμβαση του 18χρονου Νταβίντ. Ο Αλέξις μόλις γνώρισε τον φίλο των ονείρων του. Αλλά θα κρατήσει άραγε το όνειρο περισσότερο από ένα καλοκαίρι; Το καλοκαίρι του ’85;
Σκηνοθεσία:
Francois Ozon
Κύριοι Ρόλοι:
Felix Lefebvre … Alexis Robin
Benjamin Voisin … David Gorman
Philippine Velge … Kate
Valeria Bruni Tedeschi … Κα Gorman
Melvil Poupaud … Κος Lefevre
Isabelle Nanty … Κα Robin
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Francois Ozon
Παραγωγή: Eric Altmayer, Nicolas Altmayer
Μουσική: Jean-Benoit Dunckel
Φωτογραφία: Hichame Alaouie
Μοντάζ: Laure Gardette
Σκηνικά: Benoit Barouh
Κοστούμια: Pascaline Chavanne
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Ete 85
- Ελληνικός Τίτλος: Το Καλοκαίρι του ’85
- Διεθνής Τίτλος: Summer of 85
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: Dance on My Grave του Aidan Chambers.
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, δεύτερο γυναικείο ρόλο (Valeria Bruni Tedeschi), υποσχόμενο ηθοποιό (Felix Lefebvre και Benjamin Voisin), σενάριο, μουσική, φωτογραφία, μοντάζ, σκηνικά, κοστούμια και ήχο στα Cesar.
- Υποψήφιο για σκηνοθεσία στα Ευρωπαϊκά Βραβεία.
Παραλειπόμενα
- Κινηματογραφικό ντεμπούτο για τη Philippine Velge.
- Θα έκανε πρεμιέρα στο διαγωνιστικό των Κανών, αν το φεστιβάλ δεν αναβάλλονταν λόγ της πανδημίας.
- Αρχικά η ταινία ήταν να έχει ως τίτλο το Καλοκαίρι του ’84. Η χρονιά όμως ήταν ο λόγος που ο Robert Smith, ο τραγουδιστής των The Cure, δεν έδινε άδεια στον σκηνοθέτη να χρησιμοποιήσει το In Between Days, μια και το τραγούδι ήταν του 1985. Τότε ο Ozon τού έστειλε γράμμα, στο οποίο του ζητούσε μια οικονομική διευκόλυνση πάνω στο κόστος των δικαιωμάτων, αλλά και ότι ήταν διατεθειμένος να αλλάξει τον τίτλο για να πάρει το τραγούδι.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 3/5/2021
Αποδεικνύοντας για μία ακόμη φορά ότι έχει πολλαπλά σκηνοθετικά πρόσωπα, ο Ozon επιλέγει εδώ έναν ανόθευτο, παρορμητικό και αθώο συναισθηματισμό ταιριαστό στη νιότη των ηρώων του, μακριά από τη δημοσιογραφικού τύπου αποστασιοποίηση στο «Θέλημα Θεού» ή τον διανοουμενίστικό χαβαλέ του «Αγοριού στο Τελευταίο Θρανίο».
Ένας πιο κυνικός σινεφίλ ίσως αναρωτηθεί τι κάνει βλέποντας το συγκεκριμένο φιλμ, παρατηρώντας μια επιπολαιότητα στον ενθουσιασμό που διατρέχει το ύφος, και ειδικά από ένα άκρως κομβικό χρονικό σημείο κι έπειτα, έναν κάπως υπερβολικά τονισμένο μελοδραματισμό. Όσοι πάλι ξεπέρασαν αλλά δεν ξέχασαν την εφηβεία τους, θα αναγνωρίσουν οικείες διαδρομές στις νοοτροπίες και συμπεριφορές των χαρακτήρων, ανεξάρτητα από τον σεξουαλικό προσανατολισμό τους, ο οποίος βέβαια εννοείται πως είναι κομβικός για την ουσία του σεναρίου. Και ο Ozon, αναπολώντας πιθανότατα και τη δική του νιότη (μπορεί άλλωστε να υπάρχει κάτι από τις δικές του εμπειρίες και βιώματα στο βιβλίο που διασκευάζει), βυθίζεται στη νοσταλγία για την αισθητική της δεκαετίας του 1980, μια χρονική περίοδος στην οποία συγκρούστηκαν και συνυπήρξαν εμπορευματοποίηση και νεο-ρομαντισμός σχεδόν παντού, από τη μουσική μέχρι τις εξωτερικές εμφανίσεις, ποτέ όμως τόσο ώστε να καταλήγει αυτή να βρίσκεται σε πρώτο πλάνο αντί για την ιστορία, προσαρμόζοντας ένα νεανικό βρετανικό μυθιστόρημα στη δική του οπτική και στην πιο ελευθεριακή γαλλική αντίληψη για τη σεξουαλικότητα.
Κι ενώ μπορεί να προβληθεί ως ένσταση πως, ουσιαστικά, πρόκειται για ακόμη ένα LGBT ρομάντζο σε μια εποχή που το είδος μοιάζει να έχει σχεδόν κορεστεί και που παράλληλα δεν έχει αυτό το «κάτι» για να πάει αυτό το είδος παραπέρα νοηματικά, η αφοπλιστική ειλικρίνεια που επιδεικνύεται καθιστά τη διαδρομή του πρωταγωνιστικού ζευγαριού σημαντική. Επίσης, μπορεί κάποιος να ψέξει το γεγονός πως το επιμύθιο αυτής της πορείας προς μια ενηλικίωση έρχεται κάπως εύκολα και βεβιασμένα, προσπερνώντας βιαστικά πιο δυσάρεστες παραμέτρους, με δυσανάλογο τρόπο με το πόσο «βαριά» χτυπάει η τραγική στροφή της πλοκής που έχει προοικονομηθεί στα πρώτα λεπτά της ταινίας, αυτό όμως συμβαίνει γιατί η πρόθεση είναι να μπει ο θεατής στην ψυχοσύνθεση του ήρωα που υποδύεται ο Felix Lefebvre, που περιλαμβάνει μεταπτώσεις κι αλλαγές πιστές στο ηλικιακό φάσμα στο οποίο ανήκει, προσαρμογές στις οποίες ενδεχομένως να μην ήταν δυνατόν να προχωρήσει ένας ενήλικας στην ίδια θέση. Οι αφέλειες, οι υπεραπλουστεύσεις, η ένταση, οι υπερβολές, όλα είναι εσκεμμένες πινελιές σε ένα ταξίδι στην καρδιά και το μυαλό ενός εφήβου που βιώνει σαρωτικά και στα όρια τη συγκίνηση, στην επική σχεδόν κλίμακα στην οποία τη γεύονται όλοι οι συνομήλικοί του που βρίσκονται στη μέση μιας μετάβασης.
Εξίσου με το καλογραμμένο και πειστικό κεντρικό ειδύλλιο, στο οποίο εναλλάσσονται με δεξιοτεχνία τρυφερότητα και πικρία, δημιουργείται κι ένα εξαιρετικά σύνθετο δίκτυο διαπροσωπικών αλληλεπιδράσεων και δυναμικών με τον νεαρό Alexis του Lefebvre. Καθεμία από τις πολυάριθμες σχέσεις που έχει με τα πρόσωπα του περίγυρού του, αποκαλύπτει και μια διαφορετική πτυχή της ιδιοσυγκρασίας του, συνθέτοντας μια περίπλοκη, ποτέ όμως βαρυφορτωμένη, εικόνα, που όμως, για να λέγονται όλα, δίνει και μια εντύπωση υπέρμετρης ανάπτυξης εις βάρος όλων των υπολοίπων, εξαιρουμένου του έτερου ημίσεος του ζεύγους. Ταυτόχρονα, το άκρως νεανικό ύφος του φιλμ δεν αποκλείει το μεγαλύτερο ηλικιακά κοινό, μιας και μπορεί να αναγνωστεί κι από μια σκοπιά αναδρομής, επανεκτίμησης ή και νοσταλγίας, σαν ένα φωτογραφικό άλμπουμ που μπορεί να κοιτάξει κανείς αποστασιοποιημένος ύστερα από το πέρας κάποιων ετών, κουβαλώντας πλέον το βάρος της εμπειρίας.
Φυσικά υπάρχει η άκρως πολύτιμη ερμηνευτική βοήθεια που προσφέρεται από το ντουέτο των Lefebvre (ευάλωτος με έναν τρόπο ιδιαίτερα αυθεντικό, που ξεχειλίζει από αλήθεια) και Voisin (χειμαρρώδης και χαρισματικός, με μια τραυματισμένη ψυχικά υπόσταση να υπονοείται έντονα και με οξυδέρκεια από τον ίδιο κάτω από την επιφάνεια), που χτίζουν μια εξαιρετική χημεία μεταξύ τους, αλλά καταφέρνουν να ξεχωρίσουν κι ως μεμονωμένες παρουσίες, ειδικά ο πρώτος. Αλλά και ο περίγυρος των δευτεραγωνιστών είναι αξιοθαύμαστος, παρέχοντας μια υποστηρικτική ραχοκοκαλιά που εμμέσως κάνει πιο λειτουργική και την ερωτική ιστορία που βρίσκεται στο επίκεντρο, από την αβίαστη καλοσύνη της Philippine Velge μέχρι τη μετρημένη αυστηρότητα και σοβαρότητα του Laurent Fernandez. Σχεδόν το σύνολο του καστ συνεισφέρει κι εξυπηρετεί το όραμα του Ozon, σε ένα νεανικό δράμα που παντρεύει αρμονικά οδύνη κι ευαισθησία, και αποτελεί μια πρόταση που, με τις όποιες αδυναμίες της, χαρίζει απλόχερα αυτό το είδος της γλυκόπικρης επίγευσης που το σινεμά της Γαλλίας μπορεί να παράγει τις περισσότερες φορές με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα από την κινηματογραφία οποιασδήποτε άλλης χώρας.
Βαθμολογία: