
Tα πάντα στη ζωή του Πολ Μάθιους, ενός βαρετού ακαδημαϊκού και οικογενειάρχη, ανατρέπονται καθώς εκατομμύρια άγνωστοι αρχίζουν ξαφνικά να τον βλέπουν στα όνειρά τους. Όταν όμως αυτές οι νυχτερινές επισκέψεις πάρουν εφιαλτική τροπή, ο Πολ αναγκάζεται να τα βγάλει πέρα με την αναπάντεχη φήμη του.
Σκηνοθεσία:
Kristoffer Borgli
Κύριοι Ρόλοι:
Nicolas Cage … Paul Matthews
Julianne Nicholson … Janet Matthews
Michael Cera … Trent
Tim Meadows … Brett
Dylan Gelula … Molly
Dylan Baker … Richard
Kate Berlant … Mary
Lily Bird … Sophie Matthews
Jessica Clement … Hannah Matthews
Noah Centineo … Dylan
Nicholas Braun … Brian Berg
Amber Midthunder … Haley
Marc Coppola … Sidney
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Kristoffer Borgli
Παραγωγή: Ari Aster, Nicolas Cage, Tyler Campellone, Jacob Jaffke, Lars Knudsen
Μουσική: Owen Pallett
Φωτογραφία: Benjamin Loeb
Μοντάζ: Kristoffer Borgli
Σκηνικά: Zosia Mackenzie
Κοστούμια: Natalie Bronfman
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Dream Scenario
- Ελληνικός Τίτλος: Ονειρικό Σενάριο
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα πρώτου αντρικού ρόλου (Nicolas Cage) σε κωμωδία/μιούζικαλ.
Παραλειπόμενα
- Αμερικανικό ντεμπούτο για τον νορβηγό Kristoffer Borgli, που πήρε το “διαβατήριο” άμεσα με την επιτυχία του Σιχάθηκα τον Εαυτό μου.
- Ως σχέδιο, πάντα με το σενάριο του Kristoffer Borgli, ήταν στα χέρια του Ari Aster που σκόπευε να το κάνει ταινία με πρωταγωνιστή τον Adam Sandler.
- Πρώτη ταινία του Nicolas Cage με την ανεξάρτητη A24.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 10/1/2024
Πολλά τα κοινά σημεία της νέας δουλειάς του Kristoffer Borgli με το «Σιχάθηκα τον Εαυτό μου», από το πώς αντιμετωπίζει τη σύγχρονη κουλτούρα της πολιτικής ορθότητας μέχρι την ανάλυση που επιχειρεί στο πώς λειτουργεί η δημοσιότητα την εποχή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Και αν στο προηγούμενο φιλμ του άφηνε ένα «παραθυράκι» υποσχέσεων ανοιχτό για μια μελλοντική ωρίμανσή του ως δημιουργός, εδώ, αν και ομολογουμένως μεσολαβεί εξαιρετικά μικρό χρονικό διάστημα από το ένα εγχείρημα στο άλλο, επιβεβαιώνει πως τελεί υπό την ομηρία πολύ συγκεκριμένων εμμονών, που από την άλλη πλευρά μπορεί και να του χαρίσουν ένα εξαιρετικά αφοσιωμένο κοινό ελέω τρέχοντος πολιτικού κλίματος…
Η κεντρική ιδέα σίγουρα έχει μεγάλο ενδιαφέρον, ειδικά υπό το πρίσμα μιας ιδιόρρυθμης κωμωδίας με σουρεαλιστικά στοιχεία. Από όλες τις διαθέσιμες κατευθύνσεις που θα μπορούσε να πάρει η ιστορία του (και είναι πάρα πολλές), ο Borgli επιλέγει να μιλήσει μέσω αυτής στην πραγματικότητα όχι τόσο για τους μηχανισμούς της φήμης γενικότερα εν έτει 2023, όσο για την εξάπλωση του cancel culture στην καθημερινότητά μας, και ειδικά στην αμερικανική πολιτική σφαίρα. Προχωρά σε μια διαλεκτική που αναπτύσσει τα επιχειρήματα αμφότερων των πλευρών σε αυτόν τον άτυπο πόλεμο που επικρατεί στα ΜΜΕ βγάζοντας κάποια ενδιαφέροντα και πρωτότυπα συμπεράσματα στην πορεία; Μακάρι να ήταν αυτή η περίπτωση. Ειδικά στο δεύτερο μισό όπου φανερώνει και πλήρως τις προθέσεις του, εξαπολύει με εμπάθεια μια επίθεση εναντίον στόχων για τους οποίους, για λόγους που ξέρει καλύτερα ο ίδιος, προφανώς τρέφει εξαιρετικά αρνητικά συναισθήματα. Δεν ασκεί εποικοδομητική ή έστω σκληρή κριτική, αλλά πολεμική, εστιάζοντας μονάχα στη ρηχότητα του στρατοπέδου εναντίον του οποίου στρέφεται σύμφωνα με τη δική του οπτική. Και αυτό θα ήταν θεμιτό, αν δεν προχωρούσε σ’ ένα φάουλ που μαρτυρά τις πεποιθήσεις του και δίνει μια άλλη απόχρωση στα όσα αρθρώνει σεναριακά, υπονοώντας με διάφορους τρόπους μέχρι και ότι τα θύματα που ασπάστηκαν το #MeToo μπορεί και να λένε ψέματα για να τραβήξουν την προσοχή.
Υπάρχει επίσης ένα ζήτημα ως προς το ποιος αληθινά ευθύνεται για το αρκούντως προσεγμένο οπτικό στήσιμο του συνόλου, με αυτά τα σκανδιναβικού τύπου χρώματα που μοιάζουν να εκπέμπουν θερμότητα και ψυχρότητα ταυτόχρονα: ο ίδιος ο Borgli ή ο Benjamin Loeb ως διευθυντής φωτογραφίας του, που είχε δουλέψει με παρόμοιο τρόπο και στο «Σιχάθηκα τον Εαυτό μου»; Υπό αυτό το πρίσμα, τίθεται κι εν αμφιβόλω το κατά πόσον μπορεί κανείς να μιλάει ακόμη για έναν σκηνοθέτη που αρχίζει να γίνεται auteur, όσο και αν πιθανότατα θέλει από τώρα να κατακτήσει αυτόν τον τίτλο.
Και κάπως έτσι αδικείται και η εξαιρετική πρωταγωνιστική ερμηνεία του Nicolas Cage, τόσο ολοκληρωμένη από πολλές πλευρές που ανά σημεία διορθώνει και ατέλειες του φιλμ. Είναι ένα πολυσύνθετο πορτρέτο, πότε του ύψους και πότε του βάθους, με τις μεταβάσεις από το ένα σημείο στο άλλο εντούτοις να πραγματοποιούνται δεξιοτεχνικά, που αναμειγνύει φοβίες, μια ιδιόμορφη τοξικότητα και μια ευαλωτότητα, παραδίδοντας στον θεατή έναν χαρακτήρα σίγουρα πιο πολυδιάστατο από το όραμα του σκηνοθέτη τον οποίον υπηρετεί εδώ. Σκέφτεται κανείς και πόσο περισσότερο θα αναδεικνυόταν ένας ρόλος σαν τον συγκεκριμένο αν το project τελικά το αναλάμβανε και πέραν το επίπεδο του παραγωγού ο Ari Aster… Να σημειωθεί πως δεν χάνεται και η υποστήριξη της Julianne Nicholson, που συμπληρώνει διακριτικά την ενέργεια του συμπρωταγωνιστή της και που χάρη στην αφοσίωσή της μένει στον νου ως κάτι περισσότερο από ένα τυπικό ρολάκι συζύγου με όλα τα προβλέψιμα συνοδευτικά.
Το «Ονειρικό Σενάριο» έχει τα φόντα να αποκτήσει ένα καλτ ακροατήριο σε βάθος ετών λόγω κάποιων στοιχείων που το ευνοούν προς αυτήν την κατεύθυνση και της δαιμόνιας A24 που τα τελευταία χρόνια εντοπίζει με όλο και μεγαλύτερη ευστοχία τις πιο περιζήτητες σινεφίλ μόδες. Το αν το αξίζει είναι ένα άλλο ζήτημα που θέλει μεγάλη κουβέντα.
Βαθμολογία: