Όταν ένας επιτυχημένος διαφημιστής στην Νέα Υόρκη βιώνει μια βαθιά, προσωπική τραγωδία και αποσύρεται από την καθημερινή του ζωή, οι συνάδελφοι του καταστρώνουν ένα δραστικό σχέδιο για να τον αναγκάσουν να αντιμετωπίσει τη θλίψη του, με έναν παράδοξο, αλλά βαθιά ανθρώπινο τρόπο.

Σκηνοθεσία:

David Frankel

Κύριοι Ρόλοι:

Will Smith … Howard Inlet

Edward Norton … Whit Yardsham

Kate Winslet … Claire Wilson

Michael Pena … Simon Scott

Keira Knightley … Amy

Helen Mirren … Brigitte

Jacob Latimore … Raffi

Naomie Harris … Madeleine Inlet

Ann Dowd … Sally Price

Mary Beth Peil … Κα Yardsham

Enrique Murciano … Stan

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Allan Loeb

Παραγωγή: Anthony Bregman, Bard Dorros, Kevin Scott Frakes, Allan Loeb, Michael Sugar

Μουσική: Theodore Shapiro

Φωτογραφία: Maryse Alberti

Μοντάζ: Andrew Marcus

Σκηνικά: Beth Mickle

Κοστούμια: Leah Katznelson

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Αρνητική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Collateral Beauty
  • Ελληνικός Τίτλος: Κρυφή Ομορφιά

Παραλειπόμενα

  • Τον Μάιο του 2015, ανακοινώθηκε ότι ο Hugh Jackman και η Rooney Mara θα πρωταγωνιστούν σε ένα ανεξάρτητο δράμα, με σκηνοθέτη τον Alfonso Gomez-Rejon. Πρώτα αποχώρησε ο Jackman, επειδή ήθελε να επικεντρωθεί στο τρίτο Wolverine, και πρώτος υποψήφιος ήταν ο Johnny Depp. Η Mara αποχώρησε χωρίς φανερή δικαιολογία. Το ίδιο έπραξε τελευταίος και ο σκηνοθέτης, λόγω δημιουργικών διαφορών με τη New Line Cinema.
  • Σε κάποιο σημείο ο Jason Segel συζητούσε για να συμπεριληφθεί στο καστ, και αργότερα η Rachel McAdams (που όμως δεν μπορούσε να παραβλέψει την πρόταση για το Doctor Strange).
  • Ο πατέρας του Will Smith έφυγε από τη ζωή καθώς ο ηθοποιός ακόμα προετοιμάζονταν για τα γυρίσματα. Όπως δήλωσε, τα τελευταία αποδείχτηκαν θεραπευτικά για την ψυχολογία του.
  • Οι κριτικές ήταν καταδικαστικές, αλλά το φιλμ πέτυχε να εισπράξει 88,5 εκατομμύρια δολάρια (μπάτζετ: 40,3). Στις ΗΠΑ όμως γενικά η ταινία δεν πήγε ιδιαίτερα καλά, όπου και το άνοιγμα της (4ο στην πρώτη βδομάδα κυκλοφορίας της) ήταν το χειρότερο στην καριέρα του Will Smith. Αντίθετα, το ποσό που συγκεντρώθηκε από τις διεθνείς αγορές ήταν υψηλό.

Μουσικά Παραλειπόμενα

  • Για την ταινία, οι OneRepublic έβγαλαν το τραγούδι Let’s Hurt Tonight. Ως σινγκλ, συνάντησε τη μεγαλύτερη του επιτυχία στην Ιταλία.

Κριτικός: Πάνος Αχτσιόγλου

Έκδοση Κειμένου: 19/12/2016

Μία από τις μεγαλύτερες ενδείξεις μη αποδοτικότητας ενός μελοδράματος, είναι το να βλέπει κανείς τους ηθοποιούς του να σπαράζουν για περίπου δύο ώρες μπροστά στα μάτια του και παρόλα αυτά να μην μπορεί με τίποτε να συμπάσχει με αυτό που βιώνουν. Αν αναλογιστεί δε κάποιος ότι, τόσο η αφηγηματική πρώτη ύλη της διαχείρισης μιας αναπάντεχης οικογενειακής τραγωδίας, όσο και μια αποδεδειγμένα αξιοπρεπής ερμηνευτική μεταδοτικότητα μπορούν να αναδείξουν σημαντικά στοιχεία ποιότητας σε μια φιλμική προσπάθεια, τότε ο χαρακτηρισμός “αποτυχία” αποκτά νέες και ακόμη πιο βαρυσήμαντες διαστάσεις. Με εικόνες που παραπέμπουν περισσότερο σε διαφημιστικό σποτ, ατάκες τηλεοπτικής σειράς (αν και αυτό μάλλον προσβάλλει την ποιότητα των σειρών του σήμερα) και μια διάχυτη αίσθηση εκμεταλλευτικής συναισθηματικότητας, το εορταστικό δράμα του σκηνοθέτη Ντέιβιντ Φράνκελ (“Ο Διάβολος Φοράει Prada”) δίνει την εντύπωση μιας ταινίας γυρισμένης στο πόδι, που μοιάζει να καταστρέφει μεθοδικά και καθ` όλη τη διάρκειά της, το εντυπωσιακό καστ που την απαρτίζει.

Ο Γουίλ Σμιθ (ψάχνοντας μάταια την εξαρχής χαμένη αυθεντικότητα και δυναμική του ρόλου του στην “Αναζήτηση της ευτυχίας” του Γκαμπριέλε Μουτσίνο) υποδύεται έναν υπερ-επιτυχημένο και πανέξυπνο διαφημιστή που λάμπει δίνοντας εμπνευσμένους λόγους σχετικά με τη σύνδεση των ανθρώπων μεταξύ τους. Όταν όμως η εξάχρονη κόρη του πεθάνει χτυπημένη από τον καρκίνο, θα μετατραπεί σε έναν μισότρελο ερημίτη που δεν μιλά με κανέναν, στήνει πολύπλοκες κατασκευές με ντόμινο απλώς για να τις βλέπει να γκρεμίζονται και γράφει επιστολές μίσους προς αφηρημένες έννοιες και συναισθήματα όπως ο χρόνος, η αγάπη και ο θάνατος, συμπαρασύροντας παράλληλα στην καταστροφή ολόκληρη την εταιρία που εκείνος ίδρυσε. Τρεις βαθιά συγκινημένοι και ανήσυχοι συνεργάτες του αποφασίζουν να δράσουν, εφευρίσκοντας ένα περίτεχνο σχέδιο -το οποίο περιλαμβάνει τη χρήση τριών τυχαίων ηθοποιών που, παρεμπιπτόντως, διακατέχονται από αρχές της παγκόσμιας σοφίας… – αφενός για να τον βγάλουν από την παραφροσύνη του πένθους και αφετέρου για να υπογράψει και κάτι χαρτιά που θέλουν (sic!). Ταυτόχρονα όμως, θα βρουν έμμεσα και οι ίδιοι τους το θάρρος να αντικρίσουν τις προσωπικές τους ανοιχτές πληγές, αρχίζοντας βαθμιαία να συγχωρούν και να αγαπούν πάλι τους εαυτούς τους.

Ακόμη κι αν αποφασίσει κανείς να παραμερίσει τη σκληρότητα (αλλά και την καταφανέστατη παρανομία) του σχεδίου των τριών συναδέλφων, ενσαρκωμένοι στα όρια της ανεκτικότητας από τους Έντουαρντ Νόρτον, Κέιτ Γουίνσλετ και Μάικλ Πένια, το υπόλοιπο σεναριακό οικοδόμημα στήνεται αναμασώντας μια τυπικά μεθοδευμένη διαδικασία αναπαράστασης του ψυχολογικού βασανιστηρίου. Κάποιες ελάχιστες ιδέες που ενδεχομένως θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν παρέκκλιση από την προβλεψιμότητα, ξεπροβάλλουν χωρίς καμία λογική συνεπαγωγή, κάνοντας τη σκηνοθεσία να μοιάζει πελαγωμένη προσπαθώντας αποκλειστικά και μόνο να εκμεταλλευτεί το πλήθος των διάσημων ηθοποιών της (Κίρα Νάιτλι και Έλεν Μίρεν μέσα σε αυτούς), χωρίς κανένα άλλο ξεκάθαρο πλάνο η προσανατολισμό. Εκτός αυτού, ακόμη και το ίδιο το φιλμ αποδεικνύει -μάλλον αφελώς- ότι τίποτε από όσα συμβαίνουν δεν είναι τελικά απαραίτητο και χρήσιμο, αφού ο κεντρικός χαρακτήρας μοιάζει να βρίσκει σιγά σιγά μόνος του τη λύση μέσω μιας ομάδας ψυχολογικής υποστήριξης, με τη σκηνή της πρώτης επαφής με το γκρουπ να εκφράζει ό,τι δεν μπορεί να πει ολόκληρη η υπόλοιπη γλυκανάλατη εξέλιξη της πλοκής.

Η συστηματική καταστροφή της όποιας μεταδοτικής δραματικότητας αγγίζει την αποκορύφωσή της όταν η αφήγηση περιτυλίγει την απώλεια (και τον καθ` όλα φυσιολογικό θρήνο της) με υπαρξιακές κοινοτοπίες και αμπελοφιλοσοφίες που θα έβρισκες στο facebook, οι οποίες υποτίθεται ότι υποστηρίζουν πως οι στιγμές ανυπόφορου πόνου μπορούν να μετατρέπουν σε στιγμές μεγαλειώδους συμπαντικής σύνδεσης, μέσω λυτρωτικών πράξεων συμπόνιας και καλοσύνης (εξού και ο τίτλος του φιλμ, κάτι σαν την έννοια της “παράπλευρης απώλειας” αλλά με θετικό πρόσημο). Το μόνο ωστόσο που καταφέρνουν τα ασαφή ευφυολογήματα, όπως και η συστηματική ενεργοποίηση όλων των συμβατικών χολιγουντιανών μηχανισμών και μεσοαστικών κλισέ παραγωγής δακρύων, είναι να υποτιμούν την έννοια της ανθρώπινης θλίψης, περιορίζοντάς την στα στενά πλαίσια ενός ακόμη αντιδραστικού συναισθηματικού μηχανισμού, αφήνοντας τον θεατή στο τέλος να παρατηρεί σχεδόν προκλητικά, μέχρι ποιο επίπεδο σαπουνόπερας είναι διατεθειμένο να φτάσει αυτό το κακογραμμένο και καταστροφικά μεμψίμοιρο αποτέλεσμα. Κατά συνέπεια, παρότι είναι πάντα ιδιαίτερα δύσκολο να προτείνεις απερίφραστα την αποφυγή ενός κινηματογραφικού προϊόντος, το συγκεκριμένο -απίστευτης επιπολαιότητας- δημιούργημα, προσεγγίζει επικίνδυνα και αναπόφευκτα προς αυτή την κατεύθυνση.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

7 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *