
Ατλάντικ Σίτι
- Atlantic City
- Atlantic City, USA
- 1980
- Γαλλία, Καναδάς
- Αγγλικά, Γαλλικά
- Αισθηματική, Αστυνομική, Γκανγκστερική, Δραματική, Δραματικό Θρίλερ, Μαύρη Κωμωδία, Νουάρ
Ο Λου είναι ένας μάλλον μικρής εμβέλειας γκάγκστερ, που πιστεύει ότι κάποτε ήταν σπουδαίος. Στον δρόμο του θα βρεθεί η Σάλι, μια νεαρή κοπέλα που θέλει να γίνει κρουπιέρης στο Ατλάντικ Σίτι. Ο σύζυγος της έχει στην κατοχή του ναρκωτικά που έχει κλέψει από τη μαφία και προτείνει στον Λου να τα πουλήσει, αλλά σκοτώνεται πριν ο Λου δώσει τα χρήματα. Εμφανίζονται όμως και οι ιδιοκτήτες των ναρκωτικών, που απειλούν να σκοτώσουν τη Σάλι αν δεν πάρουν πίσω την «περιουσία» τους.
Σκηνοθεσία:
Louis Malle
Κύριοι Ρόλοι:
Burt Lancaster … Lou Pascal
Susan Sarandon … Sally Matthews
Kate Reid … Grace Pinza
Michel Piccoli … Joseph
Robert Joy … Dave Matthews
Hollis McLaren … Chrissie
Al Waxman … Alfie
Robert Goulet … Robert Goulet
Angus MacInnes … Vinnie
Sean Sullivan … Buddy
Wallace Shawn … σερβιτόρος
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Louis Malle
Παραγωγή: Denis Heroux, John Kemeny
Μουσική: Michel Legrand
Φωτογραφία: Richard Ciupka
Μοντάζ: Suzanne Baron
Σκηνικά: Anne Pritchard
Κοστούμια: Francois Barbeau
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Atlantic City
- Ελληνικός Τίτλος: Ατλάντικ Σίτι
- Εναλλακτικός Τίτλος: Atlantic City, USA
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Όσκαρ καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, πρώτου αντρικού ρόλου (Burt Lancaster), πρώτου γυναικείου ρόλου (Susan Sarandon) και αυθεντικού σεναρίου.
- Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα ξένης ταινίας, σκηνοθεσίας και πρώτου αντρικού ρόλου (Burt Lancaster) για δράμα.
- Βραβείο Bafta σκηνοθεσίας και πρώτου αντρικού ρόλου (Burt Lancaster). Υποψήφιο για καλύτερη ταινία και σενάριο.
- Υποψήφιο για σενάριο και μουσική στα Cesar.
- Βραβείο δεύτερου γυναικείου ρόλου (Kate Reid), ξένης ηθοποιού (Susan Sarandon) και σκηνικών στα Genie, τα εθνικά βραβεία του Καναδά. Υποψήφιο σε ακόμα 4 κατηγορίες.
- Χρυσός Λέοντας στο φεστιβάλ Βενετίας.
Παραλειπόμενα
- Η ταινία γυρίστηκε ολόκληρη εκτός στούντιο, τόσο στο Αλτάντικ Σίτι όσο όμως και σε Νέα Υόρκη, Φιλαδέλφεια. Οι ΗΠΑ παρόλα αυτά δεν υπήρχαν πουθενά στην παραγωγή, με τους περισσότερους του καστ και του επιτελείου να είναι από τον Καναδά και τη Γαλλία. Αυτό ήταν μια καλή ευκαιρία για ηθοποιούς από τον Καναδά, όπως ο Al Waxman, να βρουν μια θέση στην αμερικανική βιομηχανία θεάματος.
- Οι παραγωγοί είχαν δώσει διορία στον Louis Malle να έχει ολοκληρώσει την ταινία πριν φύγει το 1979. Αισθανόμενος στρίμωγμα μια και δεν είχε έτοιμο σενάριο, αποδέχτηκε την πρόταση της τότε κοπέλα του, της Susan Sarandon, να πάρει ένα κείμενο από τον φίλο της και θεατρικό συγγραφέα John Guare. Εκείνος πρότεινε να γράψει κάτι με επίκεντρο το Ατλάντικ Σίτι, μια πόλη που υπέφερε από την εποχή που θεωρήθηκε οικονομική λύση το να νομιμοποιήσει τον τζόγο. Οι τρεις τους βρέθηκαν αρχές του 1979 και συζήτησαν την ιδέα, με το σενάριο να ολοκληρώνεται σχετικά γρήγορα, και τα γυρίσματα να ξεκινούν στις 31 Οκτωβρίου. Ακριβώς στις 30 Δεκεμβρίου αυτά είχαν ολοκληρωθεί, αν και μέχρι τις 5/1/1980 έγιναν και κάποια πρόσθετα.
- Henry Fonda, James Mason, Laurence Olivier, James Stewart και Robert Mitchum ήταν στα υπόψιν για τον ρόλο του Λου.
- Η Kate Reid πήρε έναν ρόλο που είχε προταθεί στη θρυλική Ginger Rogers. Όταν όμως της το πρότειναν, εκείνη απάντησε ότι μετά από τέτοια καριέρα δεν θα έπαιζε σε αυτό το “αίσχος”. Για τον ίδιο ρόλο υποψήφια ήταν και η Kim Stanley.
- Σύμφωνα με τη βιογραφία του Burt Lancaster, αυτός και ο γάλλος σκηνοθέτης είχαν μια πολύ δύσκολη σχέση κατά τα γυρίσματα.
- Ο Elias Koteas έχει ρόλο κομπάρσου, κι ενώ θα περάσουν ακόμα 5 χρόνια για να κάνει το επίσημο του ντεμπούτο.
- Λίγο μετά το πέρας των γυρισμάτων, ο Burt Lancaster παραλίγο να χάσει τη ζωή του από επιπλοκές σε χειρουργείο.
- Γαλλία και Καναδάς είδαν την ταινία εντός του 1980. Στις ΗΠΑ πήγε τον επόμενο χρόνο, ενώ κάποιες χώρες πρόβαλλαν το φιλμ ακόμα και το 1983.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Ο Michel Legrand μπορεί μεν να ολοκλήρωσε τη σύνθεση του για την ταινία, ο Malle όμως τότε αποφάσισε να χρησιμοποιήσει μόνο φυσικούς ήχους και τραγούδια που ακούγονταν μέσα στη ροή του σεναρίου. Το όνομα του Legrand παρέμεινε στους τίτλους, με τα Cesar να τον τιμούν με υποψηφιότητα.
Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης
Έκδοση Κειμένου: 17/7/2022
Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, αναζητώντας νέα έμπνευση και εύφορο έδαφος, ο Louis Malle μετακόμισε από τη Γαλλία στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου γύρισε σχεδόν μισή ντουζίνα ταινιών, πολλές από τις οποίες κέρδισαν την κριτική αποδοχή. Σε αυτές περιλαμβάνονται το «Pretty Baby» (1978), μια ιστορία για έναν φωτογράφο και μια προ-έφηβη πόρνη (η Brooke Shields στον πρώτο σημαντικό ρόλο της) και το «My Dinner with Andre» (1982), μια ασυνήθιστη ταινία που αποτελείται σχεδόν εξολοκλήρου από μια συνομιλία τραπεζιού μεταξύ του σκηνοθέτη πειραματικού θεάτρου Andre Gregory και του ηθοποιού/θεατρικού συγγραφέα Wallace Shawn. Αναμφισβήτητα όμως η καλύτερη αμερικανική ταινία του γάλλου δημιουργού είναι το «Atlantic City» (1980), ένα γλυκόπικρο, στοχαστικό και υποβλητικό υβρίδιο συναισθηματικής κωμωδίας, μελοδράματος, εγκληματικού θρίλερ και νουάρ.
Στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν ο τζόγος ήταν παράνομος, το «Atlantic City» ήταν μια πλούσια πόλη, αλλά βρέθηκε σε μεγάλη παρακμή στη διάρκεια της δεκαετίας του 1960. Στην επόμενη δεκαετία έγιναν επενδύσεις στον νόμιμο τζόγο, με το όνειρο να μετατραπεί σε «Λας Βέγκας» του Ατλαντικού.
Ο Malle απεικονίζει μια παρακμιακή πόλη στο λυκόφως της, με τα παλιά κτίρια να γκρεμίζονται το ένα μετά το άλλο για να δώσουν τη θέση τους σε μοντέρνα καζίνο και ξενοδοχεία. Ωστόσο, τεχνητά επιβάλλεται μια ψευδαίσθηση αναγέννησης, με αφίσες στους τοίχους να δίνουν απατηλές υποσχέσεις: “Atlantic City, You’re back on the map “. Ανάμεσα στους ονειροπόλους, ο Malle μάς προσκαλεί να γνωρίσουμε δυο εντελώς διαφορετικούς ανθρώπους που ζουν στην ίδια πολυκατοικία: τον Lou Pascal (Burt Lancaster), έναν ηλικιωμένο μικροαπατεώνα που νοσταλγεί ένα ένδοξο, μακρινό παρελθόν, και τη Sally Matthews (Susan Sarandon), μια νεαρή γυναίκα με περίπλοκη οικογενειακή κατάσταση, που απεγνωσμένα προσπαθεί να χτίσει ένα καλύτερο μέλλον.
Ο αυτοαποκαλούμενος «πρώην γκάνγκστερ» Lou ζει μια ξεθωριασμένη ρουτίνα οργανώνοντας φτηνά στοιχήματα και φροντίζοντας μια ηλικιωμένη χήρα, την Grace (Kate Reid). Αποτελεί ένα «ζωντανό φάντασμα» της εποχής των ασπρόμαυρων γκανγκστερικών ταινιών, βυθισμένος σε μνήμες και φαντασιώσεις. Ο σεναριογράφος John Guare τονίζει αυτή την πτυχή της προσωπικότητας του με έξοχους διαλόγους. Λέει ο Lou: “Έπρεπε να είχατε δει τον Ατλαντικό Ωκεανό εκείνες τις μέρες»∙ για αυτόν, η παλιά πόλη ήταν πιο ευημερούσα, η ζωή του ήταν πιο συναρπαστική και ακόμη και ο ωκεανός φαινόταν πιο όμορφος!
Από τη πλευρά της, η Sally εργάζεται στο εστιατόριο ενός καζίνο, ενώ παρακολουθεί μαθήματα για να γίνει επαγγελματίας κρουπιέρης. Μετά τη δουλειά της γδύνεται και στη συνέχεια τρίβει τα χέρια και το στήθος της με κομμένα λεμόνια, για να αφαιρέσει τη μυρωδιά του ψαριού που εμποτίζει το σώμα της, σαν να προσπαθεί να απαλλαγεί από τα στίγματα που της αφήνει η μίζερη καθημερινότητά της. Αναπάντεχα βλέπει τον τέως σύζυγό της και την αδερφή της να καταφθάνουν, δύο νεαρούς χίπις που την εγκατέλειψαν για να ζήσουν μαζί και τώρα αναζητούν αγοραστές για ναρκωτικά που έκλεψαν από τη μαφία.
Εξαιτίας ενός συνδυασμού συνθηκών, ο Lou γνωρίζεται, ερωτεύεται τη Sally και εμπλέκεται στη διακίνηση των ναρκωτικών. Όπως η πόλη προσπαθεί να βιώσει ένα είδος αναγέννησης, με παρόμοιο τρόπο η γνωριμία του με μια ελκυστική γυναίκα και η επαφή του με τον υπόκοσμο αντιπροσωπεύει ένα είδος δικής του αναγέννησης. Όταν μάλιστα βρίσκεται με έναν πακτωλό χρημάτων στα χέρια, αποφασίζει να αναβιώσει το παρελθόν, ντυμένος κομψά σαν γκάνγκστερ της δεκαετίας του 1940 και επιτρέποντας στον περίγυρο του να επωφεληθεί από τη γενναιοδωρία του. Στην πραγματικότητα, ο Lou δεν υπήρξε ποτέ μεγάλος μαφιόζος, παρότι ισχυρίζεται ότι μοιράστηκε το ίδιο κελί με τον Bugsy Siegel. Μέχρι τώρα δεν είχε σκοτώσει κανέναν, δεν είχε ποτέ δύναμη ή χρήματα, δεν ήταν καν σπουδαίος εραστής. Τώρα, στο φθινόπωρο της ύπαρξής του, βλέπει μια απροσδόκητη, ίσως τελευταία αχτίδα να φωτίζει τα ερείπια της ζωής του. Θέλει να αποκτήσει φήμη, να εντυπωσιάσει τη Sully, να γίνει προστάτης, μέντοράς και αντάξιος εραστής της. Είναι αληθινά ανεκτίμητες οι σκηνές στις οποίες ο Lou, γεμάτος περηφάνια, καυχιέται ότι κατάφερε να σκοτώσει δύο εγκληματίες.
Είναι αναπόφευκτο να θυμηθούμε τον Burt Lancaster ως πρίγκιπα Salina στο «Il Gattopardo» (1963) του Visconti. Αυτός ο νοσταλγός και ηλικιωμένος αριστοκράτης βρήκε επίσης στη νιότη και την ομορφιά της Angelica (Claudia Cardinale) μια αφορμή για παρηγοριά, ένα βάλσαμο που τον έκανε να νιώσει ξανά νέος και ελκυστικός, για να ζήσει μια τελευταία στιγμή πληρότητας πριν από την τελική κατάρρευση.
Το «Atlantic City» αποκτά αλληγορική σημασία για την ίδια την Αμερική, καθώς ο γάλλος δημιουργός αντιπαραβάλλει συνεχώς το συλλογικό με το ατομικό, τον τόπο με τους ανθρώπους. Το φιλμικό σώμα διατρέχεται από άφατη αίσθηση μελαγχολίας, και ο μέγας ουμανιστής Malle δείχνει απεριόριστη συμπόνια για τους ηττημένους χαρακτήρες του. Σέβεται την αξιοπρέπειά τους, δεν τους επικρίνει, δεν τους λοιδορεί, αλλά τους δίνει λόγους να αισθάνονται, μέσα σε τόση καταστροφή, ότι μπορούν πραγματικά -έστω και για λίγο- να αγγίξουν τον ουρανό.
Βαθμολογία: