Συντάκτης: Γιώργος Ξανθάκης

Οι ταινίες του «πάπα» της Νουβέλ Βαγκ, Jean-Luc Godard, της δεκαετίας του 1960, προκαλούσαν κάποτε ένα σχεδόν υστερικό ενθουσιασμό ˙ τώρα, μερικές, έχουν ξεθωριάσει. Όχι όμως η «Alphaville». Αυτή παραμένει ένα πολύτιμο ρεύμα στην επιστημονική φαντασία, με μια διαχρονική θέση στην ιστορία του σινεμά.

Σε αυτό το φουτουριστικό νουάρ, ο πράκτορας Lemmy Caution (Eddie Constantine) εισέρχεται στην ομώνυμη πόλη. Υποδύεται τον δημοσιογράφο. Η αποστολή του, τριπλή: να βρει τον αγνοούμενο Henri Dickson, να συλλάβει ή να σκοτώσει τον καθηγητή von Braun (Akim Tamirov) -τον δημιουργό της πόλης- και, πάνω απ’ όλα να καταστρέψει το δικτατορικό υπολογιστικό σύστημα «Alpha 60».

Ο Alpha 60, δημιούργημα του von Braun, ελέγχει απόλυτα την Alphaville. Απαγορεύει τα πιο σημαντικά: ελεύθερη σκέψη, αγάπη, ποίηση, συναίσθημα. Οι κάτοικοι δεν ρωτούν «γιατί;». Απαντούν «επειδή». Όσοι εκδηλώνουν συναισθήματα; Εκτελούνται, βίαια. Το λεξικό ενημερώνεται συνεχώς. Λέξεις που προκαλούν συναισθηματική έκφραση αφαιρούνται καθημερινά. Η Alphaville είναι μια απάνθρωπη, αλλοτριωμένη κοινωνία.

Σε αυτό το περιβάλλον, ο Lemmy Caution είναι το αρχέτυπο του αμερικανού αντιήρωα ντετέκτιβ, με παλιομοδίτικη αρρενωπότητα, βαθιά αυλακωμένο πρόσωπο,  κουρασμένο βλέμμα. Συγκρούεται με την πουριτανική λογική του Alpha 60. Η αντίθεσή του τονίζει την αξία της ανθρώπινης φύσης, και ενισχύεται από αποσπάσματα από την «Πρωτεύουσα της Οδύνης», του γάλλου σουρεαλιστή ποιητή Paul Éluard.

Μετά τον θάνατο του Dickson -που τον παρότρυνε να «κάνει τον Alpha 60 να αυτοκαταστραφεί» και να «σώσει αυτούς που κλαίνε»-, ο Lemmy ζητά τη βοήθεια της Natacha von Braun (Anna Karina). Είναι προγραμματίστρια του Alpha 60 αλλά και κόρη του καθηγητή. Η Natacha αγνοεί την έννοια της «αγάπης». Ο Lemmy την ερωτεύεται. Ο έρωτάς του αφυπνίζει σε εκείνη το συναίσθημα, την απρόβλεπτη συμπεριφορά.

Ο Alpha 60 αναγνωρίζει τον Lemmy ως κατάσκοπο. Τον καταδικάζει. Όμως, ο Lemmy δραπετεύει. Σκοτώνει τους φρουρούς. Βρίσκει τον von Braun. Τον σκοτώνει. Η τελική του νίκη έρχεται όταν καταστρέφει τον Alpha 60 με έναν γρίφο που περιέχει την ποίηση, μια έννοια ακατανόητη για τον υπολογιστή. Καθώς οι πολίτες της Alphaville καταρρέουν, ο Lemmy δραπετεύει με τη Natacha. Έχοντας ανακαλύψει τον εαυτό της, κλείνει την ταινία με την εμβληματική φράση: «Je vous aime».

Το «Alphaville» είναι ένα ψευδο-αστυνομικό φιλμ επιστημονικής φαντασίας, διαποτισμένο από λάμψεις έμπνευσης, από υπέροχες ιδέες. Προηγείται μόλις λίγους μήνες από έναν άλλο ύμνο στον έρωτα και την εξέγερση: το «Ο Τρελός Πιερό» με τον υπέροχο Belmondo. Ο Godard βρίσκεται σε φάση πυρετικής δημιουργικότητας. Γυρίζει τη μία ταινία μετά την άλλη. Με άγρια φαντασία, με επαναστατικές σκηνοθετικές μεθόδους. Ο διευθυντής φωτογραφίας Raul Courard, απαραίτητος συνένοχος σε αυτές τις πειραματικές παραγωγές. Ο Godard φαίνεται να επανεφευρίσκει τον κινηματογράφο, με τις ιδέες να ανταγωνίζονται με τα συναισθήματα, με την ποίηση να  αναβλύζει από ήχους και εικόνες. Είναι ενδιαφέρον να τονιστεί ότι η τυραννική τεχνητή νοημοσύνη του Alpha 60 προηγείται κατά πέντε χρόνια από τον διάσημο αντίστοιχο HAL 9000 του αριστουργηματικού «2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος» του Stanley Kubrick.

Ο Godard ήταν διαχρονικά ένας ανήσυχος παρατηρητής του σύγχρονου ανθρώπου. Δεν χτίζει ένα φαντασμαγορικό μέλλον με περίτεχνα σκηνικά. Αντίθετα, χρησιμοποιεί το Παρίσι του 1965 -τους σκυρόδετους όγκους του, τα γυάλινα κτίρια, τα νυχτερινά του φώτα- για να απεικονίσει την αλλοτριωτική ατμόσφαιρα της Alphaville. Η ιδιοφυΐα του έγκειται στο ότι αποδεικνύει πως η δυστοπία δεν είναι ένα μακρινό σενάριο. Αλλά ένα δυνητικό παρόν. Η μονότονη, μεταλλική φωνή του Alpha 60 έρχεται σε αντίθεση με τη όμορφη μουσική του Paul Misraki. Υπογραμμίζει την ψυχρή κυριαρχία της μηχανής έναντι της ανθρώπινης ευαισθησίας.

Το «Alphaville» είναι ένα πλέγμα αναφορών και αλληγοριών, ένα παζλ που ο θεατής καλείται να αποκωδικοποιήσει. Από τις οργουελικές επιρροές της σκέψης και του συναισθήματος, μέχρι τον αρχαίο μύθο του Ορφέα και της Ευρυδίκης. Ο Lemmy γίνεται ο Ορφέας που προσπαθεί να αναστήσει την πνευματική Natasha από τον κάτω κόσμο της Alphaville. Η ταινία διαρκώς διευρύνει τους ορίζοντές της. Ακόμα και οι αναφορές στο φασιστικό παρελθόν δεν είναι τυχαίες: οι αριθμοί στα σώματα, το όνομα του Von Braun, η γκεστάπο που είχε εγκατασταθεί στο ξενοδοχείο Continental. Ο Godard χρησιμοποιεί αυτές τις αναφορές για να εμβαθύνει την εικόνα. Να μετατοπίσει την ιστορία σε ένα ουσιαστικότερο επίπεδο. Υπενθυμίζοντας πως η απειλή του ολοκληρωτισμού είναι διαχρονική, ανεξάρτητα από τη μορφή που παίρνει. Το θέμα της πορνείας, κεντρικό στον Godard, διαπερνά και το Alphaville. Περιγράφει έναν κόσμο αφόρητο, όπου τα ανθρώπινα συναισθήματα είναι απαγορευμένα. Και το σώμα δεν είναι παρά εμπόρευμα.

Πέρα από τη φανερή επίθεση στην απανθρωποποίηση της τεχνολογίας, το «Alphaville» μπορεί να διαβαστεί και ως μια καυστική κριτική στον εμπορικό κινηματογράφο. Ειδικότερα στον υπερ-ελεγχόμενο μικρόκοσμο του Χόλιγουντ, που επιβάλλει συγκεκριμένες φόρμουλες δημοφιλών ειδών με μοναδικό στόχο τη μεγιστοποίηση των εισπράξεων. Ο Godard, αντιπαραβάλλοντας τα μοτίβα των B-movies με τη σουρεαλιστική ποίηση του Paul Éluard, εκφράζει τη δυσαρέσκειά του για την κατευθυνόμενη ποπ κουλτούρα. Αλλά ταυτόχρονα κάνει μια βαθύτερη δήλωση: ακόμα και οι «ρηχές» μορφές τέχνης έχουν τη θέση τους. Η συνύπαρξη της Χαμηλής και Υψηλής Τέχνης. Η πολιτιστική πολυμορφία. Είναι για τον Godard η μόνη απάντηση στην πνευματική αποστείρωση και τη δυστοπία.

Η «Alphaville» παραμένει ένα αριστούργημα. Όχι μόνο λόγω της καλλιτεχνικής του αξίας, αλλά και λόγω της διαχρονικής του προφητείας. Σε έναν σύγχρονο κόσμο όπου οι οθόνες έχουν αντικαταστήσει τις ανθρώπινες αλληλεπιδράσεις. Όπου ο αλγόριθμος καθορίζει τις επιλογές μας. Και η τεχνητή νοημοσύνη γίνεται ολοένα και ένας πιο καταπιεστικός «φωτεινός παντογνώστης». Η ερώτηση που θέτει ο Godard, πριν από 60 χρόνια, είναι ανατριχιαστικά επίκαιρη: είμαστε ήδη στον δρόμο που οδηγεί στην Alphaville;

Όταν ρωτούν τον Lemmy «Τι μεταμορφώνει το σκοτάδι σε φως;», η απάντηση του «Η ποίηση!» αντηχεί ως μια κραυγή αντίστασης. Μια υπενθύμιση ότι η τέχνη, το συναίσθημα και η ελεύθερη σκέψη είναι οι φάροι που μας προστατεύουν από το να γίνουμε απλά νούμερα σε μια δυστοπική εξίσωση.

Πώς μπορούμε, άραγε, να διασφαλίσουμε ότι η τέχνη και η ποίηση θα συνεχίσουν να φωτίζουν το σκοτάδι σε έναν κόσμο που όλο και περισσότερο ορίζεται από τη λογική των μηχανών; Πως μπορούμε, άραγε, να διασφαλίσουμε ότι δεν θα απαγορευτεί η φράση «Je vous aime»;

Βαθμολογία:

0 κακή | 1 μέτρια | 2 ενδιαφέρουσα | 3 καλή | 4 πολύ καλή | 5 αριστούργημα

| μπείτε και στη σελίδα της ταινίας για περισσότερα

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΚΑΙ...

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *