Συντάκτης: Γιώργος Ξανθάκης

Στις 15 Νοεμβρίου 1959 στο Χόλκομπ, μια μικρή πόλη στο Κάνσας, δύο νεαροί λήστεψαν και στη συνέχεια δολοφόνησαν εν ψυχρώ μια οικογένεια αγροτών. Ο συγγραφέας Truman Capote, σοκαρισμένος από την είδηση, αποφασίζει να φύγει από τη Νέα Υόρκη και πηγαίνει να ερευνήσει τον τόπο του εγκλήματος. Συγκέντρωσε μαρτυρίες από τους κατοίκους του Χόλκομπ και την τοπική αστυνομία, αλλά και από τους δύο δολοφόνους στα κελιά τους. Παρακολούθησε επίσης την εκτέλεσή τους, δι’ απαγχονισμού, στις 14 Απριλίου 1965. Το 1966, ο Capote δημοσίευσε το μη μυθοπλαστικό μυθιστόρημα «In Cold Blood: A True Story of a Multiple Murder and its Consequences». Το 1967, ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης Richard Brooks αποφάσισε να το διασκευάσει για τον κινηματογράφο.

Η ταινία μένει πιστή στο βιβλίο, στον βαθμό που το τελευταίο έχει ήδη υιοθετήσει ένα κινηματογραφικό ύφος, συνδεδεμένο με την έννοια του ρεαλισμού στην περιγραφή των γεγονότων και των ψυχολογικών πορτρέτων των πρωταγωνιστών αυτού του δράματος, και ειδικότερα των δολοφόνων, δυο παριών που πάσχουν από διάφορα σωματικά και ψυχικά σύνδρομα. Ο Brooks πηγαίνει πίσω στον χρόνο και αποφασίζει να αποφύγει αρχικά τη σκηνή των φόνων, η οποία αποκαλύπτεται αργά στην αφήγηση. Επέλεξε μια καλειδοσκοπική φόρμα που παρουσιάζει διάφορες οπτικές γωνίες και την τεχνική του παράλληλου μοντάζ, επέκτεινε τη ρεαλιστική και χορωδιακή γραφή του Capote, την αναζήτησή του για μια ορθολογική εξήγηση για αυτό το αποτρόπαιο έγκλημα. Καταρχάς δεν δίστασε να έρθει σε κόντρα με τους παραγωγούς που οραματίζονταν μια έγχρωμη ταινία με διάσημους ηθοποιούς, επιλέγοντας να χρησιμοποιήσει ασπρόμαυρο φιλμ και ταλαντούχους μα άγνωστους πρωταγωνιστές (Robert Blake και Scott Wilson). Έπειτα, στο όνομα του ρεαλισμού, κατάφερε να κάνει γυρίσματα στον τόπο του εγκλήματος, ενώ έβαλε στο καστ πρόσωπα που συμμετείχαν στα γεγονότα, όπως τους πραγματικούς ενόρκους της δίκης, αλλά και τον ίδιο τον δήμιο που εκτέλεσε τους δολοφόνους! Το σημαντικότερο όμως ήταν ότι αντιμετώπισε τους δύο δολοφόνους με έναν ασυνήθιστο για εκείνα τα χρόνια τρόπο, καθιστώντας τους συμπαθείς και αναγκάζοντας έτσι τον θεατή να προβληματιστεί σοβαρά πάνω στις αντιφάσεις της ανθρώπινης φύσης, αλλά και στις αιτίες που οδηγούν κάποιον στο έγκλημα.

Το “In Cold Blood” είναι ένα ιδιότυπο φιλμ νουάρ, με συνεχείς εναλλαγές σκηνών και αναδρομές στο παρελθόν, με θαυμαστά νουάρ κάδρα του Conrad Hall, στο αποκορύφωμα της τέχνης του, και μια ανησυχητική παρτιτούρα του Quincy Jones. Όμως το πιο ενδιαφέρον για τους θαυμαστές του φιλμ νουάρ είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Brooks αξιοποίησε παλιά στελέχη του είδους. Ο Paul Stewart, στον ρόλο του δημοσιογράφου Jensen, συμβολίζει τη διακριτική ηθική συνείδηση της ταινίας, πιθανόν και τον ίδιο τον Capote. Ο Charles McGraw είναι ο «μοναχικός λύκος» πατέρας του Perry. Ηθοποιός σε πολλά νουάρ, όπως στο «The Killers» (1946) του Siodmak, στον ρόλο ενός από τους δύο δολοφόνους που έρχονται να σκοτώσουν τον «Σουηδό». Ο «σκληρός» McGraw είναι εδώ στον αναμφισβήτητα πιο συγκινητικό ρόλο της καριέρας του, ακόμα κι αν η εμφάνισή του είναι σύντομη. Μαθαίνουμε ότι αυτός και η γυναίκα δούλευαν σε σόου ροντέο, αλλά εκείνη ήταν άπιστη και αλκοολική, τώρα νεκρή από το ποτό, ενώ αυτός την κτυπούσε άγρια μπροστά στα παιδιά τους. Τα μάτια του πλημμυρίζουν από δάκρυα όταν κοιτάζει τις φωτογραφίες του με τον μικρό Perry, και θυμάται: «Πόσο με αγαπούσε αυτό το αγόρι!». Όσο για τον πατέρα του Dick, τον υποδύεται επίσης μια από τις γνώριμες φιγούρες του φιλμ νουάρ, ο Jeff Corey, ο οποίος έπαιξε επίσης στο «The Killers» .

Ο Robert Blake και ο Scott Wilson είναι εξαιρετικοί ως οι αξιολύπητοι ηττημένοι Perry και Dick που γίνονται θανάσιμα δολοφονικοί μόνο όταν συνδέονται ως ζευγάρι, τρέφοντας ο ένας την ψυχοπαθολογία του άλλου. Ο Dick είναι ένας γλαφυρός φαφλατάς, ικανός να παραπλανήσει ανυποψίαστους υπαλλήλους καταστημάτων, αλλά και δειλός. Ο Perry είναι ένας καταθλιπτικός με κόμπλεξ για την άθλια οικογενειακή του ζωή και την έλλειψη ύψους. Είναι τόσο αφελής, που πιστεύει σε μια τρομερή ιδέα κυνηγιού θησαυρού στις ακτές του Γιουκατάν. Αν και είναι ο καλύτερος από τους δύο, αυτός που θέλει να κάνει πίσω, που νιώθει οίκτο για την οικογένεια, είναι τελικά αυτός που γίνεται ο σφαγέας της. «Νόμιζα πως ο κος Clutter ήταν ένας πολύ καλός κύριος. Έτσι νόμιζα μέχρι που του έκοψα τον λαιμό». Ως άτομα, λέει ένας ψυχίατρος, θα ήταν ανίκανοι να δολοφονήσουν ˙ μαζί σχημάτισαν μια προσωπικότητα που αφαίρεσε τέσσερις ζωές. «Όταν ο Dick μού είπε για πρώτη φορά το σχέδιο, δεν φαινόταν καν αληθινό. Και μετά όσο πλησιάζαμε, τόσο πιο αληθινό γινόταν» λέει ο Perry.

Στο «Εν Ψυχρώ» εκτίθεται ριζικά ο αμερικανικός ατομικισμός ως αρχή κοινωνικής οργάνωσης. Ο Perry και ο Dick είναι ανάλγητοι ατομικιστές που μάταια ελπίζουν ότι θα κατακτήσουν το αμερικανικό όνειρο. Οι υποσχέσεις αυτού του ονείρου είναι κενές και για τους δύο, και έτσι από απελπισία μετατρέπονται σε φονικές μηχανές. Άραγε θα είχαν δολοφονήσει τους Clutters ακόμα κι αν είχαν βρει ένα χρηματοκιβώτιο με μετρητά; Μάλλον ναι, αφού το σχέδιο τους προέβλεπε «όχι επιζώντες». Άλλωστε, κατά την επιστροφή τους από το Μεξικό, σταματούν ένα αυτοκίνητο με σταθερή πρόθεση να στραγγαλίσουν τον οδηγό. Και μόνο μια σύμπτωση σώζει τον άνθρωπο από βέβαιο θάνατο. Αυτό, επίσης, δείχνει τον παραλογισμό, ακόμη και τη διεστραμμένη φύση αυτού του ονείρου. Ενώ οι Clutters, μια πλούσια οικογένεια, έζησαν αυτό το όνειρο και έπρεπε να το πληρώσουν με τη ζωή τους, ο Perry και ο Dick πρέπει να πεθάνουν επειδή το πίστεψαν χωρίς να έχουν τα προσόντα να το κατακτήσουν. Ο ψυχρός ατομικισμός τους είναι η συνέπεια αυτού του ονείρου, ακριβώς όπως η ευημερία των Clutters στο αγρόκτημά τους ήταν ο καρπός αυτού του ονείρου. Είναι αυτή η διάσταση μεταξύ νικητών και ηττημένων του ονείρου, που οδηγεί σε εκρήξεις ανείπωτης βίας.

Το τελευταίο κεφάλαιο της ταινίας είναι από τα συγκλονιστικότερα στην κινηματογραφική ιστορία. Ένα κοντινό πλάνο του προσώπου του Perry λίγο πριν κρεμαστεί, με δάκρυα να φαίνεται ότι τρέχουν στο πρόσωπο του. Αλλά αυτό είναι οφθαλμαπάτη. Είναι η βροχή που πέφτει στο παράθυρο, έξω από την πτέρυγα των μελλοθανάτων, που δημιουργεί με το φως ραβδώσεις στο πρόσωπό του. Ο Perry λέει στον ιερέα για τις λίγες στιγμές ευτυχίας στη ζωή του, όταν αυτός και ο πατέρας του είχαν χτίσει ένα σπίτι για να φιλοξενήσουν ανθρώπους, αλλά κανείς δεν ήρθε. Λέει ότι αγαπά τον πατέρα του και τον μισεί ταυτόχρονα -για την αποτυχία του και τη δική του. Ο εφημέριος τον ακούει, γεμάτος συμπόνια. Όταν οδηγείται στην εκτέλεση, λέει: «Θα ήθελα να ζητήσω συγγνώμη, αλλά σε ποιον, πού;». Οι δήμιοι προετοιμάζουν τα πάντα σχολαστικά. Ο μελλοθάνατος πρέπει να σταθεί ακριβώς στη μέση του πτερυγίου μέσα από το οποίο θα πέσει. Ένα μαύρο πανί καλύπτει το πρόσωπό του. Κοιτάζει τον δήμιο και βλέπει σαν όραμα τον πατέρα του. Η καρδιά του χτυπά όλο και πιο γρήγορα. Το σχοινί τοποθετείται σωστά γύρω από τον λαιμό του. Οι παρόντες μάρτυρες στέκονται σιωπηλοί γύρω από την αγχόνη και παρακολουθούν τη διαδικασία με περίσκεψη. Ο θάνατος επέρχεται γρήγορα -λίγο αφότου ο Dick έπρεπε να ακολουθήσει την ίδια διαδρομή λέγοντας «Με στέλνετε σε έναν καλύτερο κόσμο από ό,τι είναι αυτός».

Ένας νεαρός ρεπόρτερ ρωτά τον Jensen για τη σκοπιμότητα του απαγχονισμού. Ο Jensen τού εξηγεί ότι ο ίδιος παλιός κύκλος δολοφονίας και δικαστικής εκδίκησης θα επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά. «Ίσως», λέει ειλικρινά ο ρεπόρτερ, «Ίσως αυτό να βοηθήσει να σταματήσει». Ο Jensen βγάζει έναν κουρασμένο αναστεναγμό «Ποτέ δεν βοήθησε».

Βαθμολογία:

0 κακή | 1 μέτρια | 2 ενδιαφέρουσα | 3 καλή | 4 πολύ καλή | 5 αριστούργημα

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΚΑΙ...

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *