
Κριτική | Εφιάλτες από το Παρελθόν (1976)
Συντάκτης: Γιώργος Ξανθάκης
Το θολό λευκό εφέ της φωτογραφίας του ούγγρου κινηματογραφιστή Vilmos Zsigmond βυθίζει τον θεατή σε μια ατμόσφαιρα μεταξύ ονείρου και εφιάλτη: ήδη η πρώτη εικόνα της εκκλησίας San Miniato al Monte κοντά στη Φλωρεντία καθιερώνει τη συμβολική θέση μιας επιφάνειας μνήμης, κάτι κοντινό αλλά και απρόσιτο. Είναι το μέρος όπου το 1948 ο επιτυχημένος επιχειρηματίας Michael Courtland (Cliff Robertson) γνώρισε τη σύζυγό του, Elizabeth (Geneviève Bujold): η αρχή ενός μεγάλου έρωτα, η αρχή μιας ευτυχισμένης ζωής με τη γέννηση της κόρης τους στη Νέα Ορλεάνη. Το 1959 γιορτάζουν τη δέκατη επέτειο του γάμου τους με ένα πλούσιο πάρτι. Αδόκητα, στο τέλος της βραδιάς η σύζυγος και η εννιάχρονη κόρη του απάγονται για λύτρα 500.000 δολαρίων. Ο Michael αποφασίζει να πληρώσει τα χρήματα, αλλά η παρέμβαση της αστυνομίας προκαλεί τον θάνατό τους. Με μια εντυπωσιακή πανοραμική λήψη γίνεται μια χρονική μετάβαση στο 1975, με τον Michael και τον συνέταιρο του, Bob (John Lithgow), να ταξιδεύουν ξανά στη Φλωρεντία. Κατά την επίσκεψη του στην αγαπημένη του εκκλησία, πέφτει πάνω σε ένα τέλειο αντίγραφο της Elizabeth: πρόκειται για την ιταλίδα Sandra Portinari, μια συντηρήτρια έργων τέχνης. Ο Michael και η Sandra αρχίζουν να βλέπονται και σύντομα αποφασίζουν να παντρευτούν, αν και ο Bob προσπαθεί να πείσει τον φίλο του ότι διαπράττει σοβαρό λάθος…
Το «Obsession» είναι ένα νεο-νουάρ θρίλερ, με ψυχαναλυτικό υπόβαθρο και αισθησιακή κινηματογράφηση, με το οποίο ο μανιεριστής Brian De Palma έφτασε στην πεμπτουσία του σκηνοθετικού του στιλ. Ο τίτλος «Déjà Vu», που αρχικά είχε επιλεγεί, κάλλιστα θα μπορούσε να αντικατοπτρίζει συνολικά το σινεμά του De Palma. Το «Obsession» δανείζεται θεματικά και στιλιστικά στοιχεία από το «Vertigo» (1958) του Hitchcock, όπως τη μεταθανάτια «αναγέννηση» ενός αγαπημένου προσώπου, την τραυματική νεύρωση , το αίσθημα ενοχής, αλλά και το ατμοσφαιρικό σάουντρακ του Bernard Herrmann, με μελαγχολικά έγχορδα αιθέρια χορωδιακά και ανησυχητικά κρεσέντο. Η ταινία έχει επιρροές και από την ευρωπαϊκή κινηματογραφική νεωτερικότητα, καθώς μέρος της δράσης διαδραματίζεται στη Φλωρεντία, λίκνο του δυτικού πολιτισμού.
Το κεντρικό θέμα της ταινίας είναι πολύ βαθύτερο από ό,τι αρχικά φαίνεται, αντάξιο μιας κλασικής τραγωδίας ή ενός μυθιστορήματος του Dostoyevsky. Αφορά έναν άντρα που έχει εμμονή με το φάντασμα της γυναίκας του, αλλά και ένα παιδί που έχει εμμονή εκδίκησης, χειραγωγημένο από έναν σατανικό καταχραστή. Και αν η ιστορία σε κάποιες στιγμές χάνει την αληθοφάνειά της, ο θεατής ας το θεωρήσει μέρος της γοητείας της και ας αφεθεί στη σαγήνη της παρακμιακής ατμόσφαιρας της Φλωρεντίας.
Το έξοχο σενάριο ανήκει στον Paul Schrader και έχει σαφείς παραπομπές στο “La Vita Nuova” του Dante, που αναφέρεται στον εμμονικό πλατωνικό έρωτα του ποιητή για τη νεκρή Βεατρίκη. Δεν είναι δύσκολο να κατανοήσουμε τον μετα-κινηματογραφικό λόγο των Schrader και De Palma: αντίγραφα μέσα σε αντίγραφα και όνειρα μέσα σε όνειρα, «η ομορφιά πρέπει να προστατεύεται», δηλώνει ο Michael πρόθυμος να επαναφέρει τη σύζυγό του από τους νεκρούς, για να ξαναζήσει την ευτυχία που διακόπηκε βίαια. Όμως, η εξαπάτηση επαναλαμβάνεται, αυτή τη φορά και από «οικεία» πρόσωπα, στα σύνορα του αδιανόητου, σε ανεξερεύνητα εδάφη άλυτων οιδιπόδειων συμπλεγμάτων.
Όταν η Sandra μπαίνει σαν φάντασμα στο παλιό σπίτι στη Νέα Ορλεάνη, παρατηρεί τον πίνακα που απεικονίζει μια μητέρα και μια κόρη και ξεκινά με το βλέμμα ένα ταξίδι επαλήθευσης ταυτότητας. Ωστόσο είναι η Sandra που κοιτάζει επίμονα τον πίνακα ή είναι ο πίνακας που την κοιτάζει, σχεδόν σαν να αποκαλύπτει την απάτη; Όσο για το παράλληλο μοντάζ, στο οποίο μια δισυπόστατη τραγική ύπαρξη («παιδί» με τους απαγωγείς / «γυναίκα» με τον εξουσιαστή της) αποκαλύπτει τι πραγματικά συνέβη την ημέρα της τραγωδίας, είναι ένα υπόδειγμα έμμεσης αφήγησης.
Όπως πάντα ο De Palma ολοκληρώνει την ταινία του με μια επική σεκάνς. Ένα ιλιγγιώδες περιστρεφόμενο πλάνο 360˚ ενώνει τους δύο κεντρικούς χαρακτήρες με μέγιστη δραματική ένταση, καταρρίπτοντας μια συχνή μομφή κατά του σκηνοθέτη για άσκοπη δεξιοτεχνία χωρίς συγκίνηση. Ωστόσο, όταν το τελευταίο κάδρο παγώνει, ο De Palma αφήνει συνειδητά τον θεατή ξεκρέμαστο με ένα αβυσσαλέο ερώτημα: πώς θα τιμωρήσουν άραγε οι Ερινύες τα ανόσια έργα αυτών των ανθρώπων;
Βαθμολογία:
0 κακή | 1 μέτρια | 2 ενδιαφέρουσα | 3 καλή | 4 πολύ καλή | 5 αριστούργημα