
Κριτική | Συνήθεις Ύποπτοι (1995)
Συντάκτης: Γιώργος Ξανθάκης
Μετά από μια έκρηξη πάνω σε ένα πλοίο στο λιμάνι του Σαν Πέδρο, η αστυνομία ανακαλύπτει 27 πτώματα και ναρκωτικά αξίας 91 εκατομμυρίων δολαρίων. Μοναδικοί επιζήσαντες είναι ένας γεμάτος εγκαύματα Ούγγρος, μέλος του πληρώματος, που ψελλίζει έντρομος το όνομα «Keyzer Soze», και ο «Verbal» Kint (Kevin Spacey), ένας μικροαπατεώνας με μερική αναπηρία, ο οποίος συλλαμβάνεται και ανακρίνεται. Κατά τη διάρκεια της κατάθεσής του, ο Kint περιγράφει στον ντετέκτιβ Kujan (Chazz Palminteri ) πώς ακριβώς μπλέχτηκε στη συγκεκριμένη υπόθεση, μαζί με τέσσερις άλλους σεσημασμένους μικρο-κακοποιούς (Gabriel Byrne, Benicio Del Toro, Stephen Baldwin και Kevin Pollak). Έξι εβδομάδες πριν, η αστυνομία συνέλαβε αυτούς τους πέντε «συνήθεις ύποπτους» για μια κλοπή όπλων. Μετά την ανάκρισή τους και καθώς τα στοιχεία εις βάρος τους ήταν ελάχιστα, αφέθηκαν ελεύθεροι. Κατά τη διάρκεια όμως της κράτησής τους, αποφάσισαν να κάνουν μια “δουλειά” όλοι μαζί. Έτσι, λίγες μέρες αργότερα, οργάνωσαν το σχέδιο και διέπραξαν με επιτυχία μια ληστεία η οποία όμως τους έφερε πολύ κοντά στην αύρα θανάτου ενός αρχιερέα του εγκλήματος, ενός φαντάσματος που μόνο το άκουσμα του ονόματος του προκαλεί ρίγη τρόμου… του Keyzer Soze. Ο Verbal Kint τον περιγράφει ως “τον ίδιο τον διάβολο”, μια μυθική ενσάρκωση του απόλυτου Κακού. Σύμφωνα με τα θρυλούμενα, κάποτε επέστρεψε στο σπίτι για να βρει τη σύζυγό του βιασμένη από τους ούγγρους αντιπάλους του και τα παιδιά του σε ομηρία. Τότε για να δείξει τη απροσμέτρητη δύναμη της θέλησής του, ο Soze σκότωσε τη γυναίκα του και παιδιά του, και στη συνέχεια εξολόθρευσε όλους τους εχθρούς του, τις συζύγους και τα παιδιά τους. «Και μετά έτσι ξαφνικά… χάθηκε» λέει ο Verbal Kint στον έκπληκτο ανακριτή.
Ο τρόπος αφήγησης που επιλέγει ο Singer είναι ιδιοφυής. Η αρχή της ταινίας είναι το παρόν, και αυτό το παρόν βρίσκεται λίγες στιγμές πριν το τέλος της ιστορίας, μιας ιστορίας που ξεκινάει εβδομάδες πριν και ξεδιπλώνεται μπροστά στην οθόνη μέσα από τη διήγηση ενός -πιθανόν- αναξιόπιστου αφηγητή. Η μεγάλη όμως ανατροπή έρχεται στο τέλος, εκεί που ο θεατής νομίζει ότι όλα έχουν ειπωθεί και το μυστήριο έχει λυθεί. Τότε είναι που έρχονται τα πάνω κάτω, και ο θεατής άναυδος προσπαθεί να βάλει σε μια τάξη τα πράγματα στο μυαλό του και να καταλάβει ακριβώς αυτό που έχει συμβεί -κάτι που γίνεται εύκολα καθώς τα πάντα μπαίνουν σε μια σειρά, αφού το υπέροχα σπειροειδές σενάριο του Christopher McQuarrie δεν αφήνει κανένα απολύτως κενό.
Ο Singer δημιουργεί ένα αριστοτεχνικό, προκλητικό μυστήριο που είναι ευχάριστα παλιομοδίτικο -τα σκηνικά, οι χαρακτήρες και η αυθάδης διάθεση θυμίζουν Raymond Chandler- αλλά και απόλυτα νεωτερικό, σε ένα πανούργο παιχνίδι με μύθους και μεθόδους αφήγησης. Το παράδοξο της αντίληψης που εγείρει η ταινία φέρνει στον νου το απόφθεγμα του ρώσου συγγραφέα Nikolaj Gogol ότι «όλα είναι μια εξαπάτηση, όλα είναι ένα όνειρο, όλα δεν είναι όπως φαίνονται». Αυτό μπορεί να αποτελέσει τη βάση για γενικεύσεις φιλοσοφικής, μεταφυσικής, σχεδόν μυστικιστικής φύσης, που συναντά την κατάθεση του Charles Baudelaire, ο οποίος προειδοποίησε ότι «το πιο λεπτό τέχνασμα του διαβόλου είναι να μας διαβεβαιώσει ότι δεν υπάρχει».
Βαθμολογία:
0 κακή | 1 μέτρια | 2 ενδιαφέρουσα | 3 καλή | 4 πολύ καλή | 5 αριστούργημα