Συντάκτης: Φίλιππος Χατζίκος

Η νέα ταινία του Κώστα Γαβρά ανοίγει με ένα πλάνο που προϊδεάζει γλαφυρά για ό,τι πρόκειται να ακολουθήσει. Η κάμερα εξετάζει προσεκτικά τον πίνακα «Ζωή και Θάνατος» του Γκούσταβ Κλιμτ για αρκετά δευτερόλεπτα και στη συνέχεια η εικόνα μεταβαίνει σταδιακά με dissolve σε έναν μαγνητικό τομογράφο. Η Τελευταία Πνοή αναμετράται με το άλυτο ζήτημα της ύστατης ώρας και, ως αναμενόταν, ο Γαβράς στέκει απέναντι στην κοινή ανθρώπινη μοίρα με γενναιότητα, οξύνοια και ουσιώδη ευαισθησία, χωρίς ποτέ να εκπίπτει σε εύκολες αναγνώσεις και υποτυπώδη παυσίλυπα.

Αισίως πλέον στα 92 του χρόνια και με περισσότερες από έξι δεκαετίες άοκνης κινηματογραφικής δραστηριότητας, ο έλληνας δημιουργός επιχειρεί να στήσει τον φακό απέναντι από τον φόβο του θανάτου και να τον απογυμνώσει από τα στολίδια και φορτία που συνήθως κουβαλά, κοσμικά και μεταφυσικά, υλικά και πνευματικά. Διασκευάζοντας το ομώνυμο βιβλίο των Ρεζίς Ντεμπρέ και Κλοντ Γκρανζ, ο Γαβράς βασίζεται σε μια απλή κεντρική ιδέα επί της οποίας δομεί τα επεισόδια της πλοκής του. Ο Φαμπρίς, ένας ανήσυχος καθηγητής φιλοσοφίας που υποβάλλεται σε εξετάσεις για διάγνωση καρκίνου σε αρχικό στάδιο γνωρίζει τον Ογκιστέν, γιατρό που ειδικεύεται στην παρηγορητική φροντίδα, δηλαδή αναλαμβάνει ασθενείς που βρίσκονται σε ένα μάλλον τερματικό στάδιο. Ο Ογκιστέν του επιτρέπει να τον ακολουθήσει σε διάφορες ιατρικές επισκέψεις, να διασχίσει τους προσβάσιμους χώρους του νοσοκομείου και να συζητήσει με τους ασθενείς. Ο Φαμπρίς, από την άλλη, μέσα από αυτή την ασυνήθιστη ψυχική διαδρομή, εξοικειώνεται σταδιακά -και στο μέτρο του εφικτού- με τη δική του θνητότητα.

Οι δύο βασικοί ήρωες του έργου ξεναγούνται στις τελευταίες στιγμές κλινήρων και μη νοσούντων, οι οποίοι τους υποδέχονται με μεγαλοψυχία. Η «Τελευταία Πνοή» είναι ένα μάθημα αξιοπρέπειας, αλλά δεν κηρύττει λόγο υπέρμετρης γενναιότητας. Αγκαλιάζει τις αδύναμες στιγμές πλάι με εκείνες στις οποίες ο άνθρωπος υπερβαίνει τα εγγενή όριά του και στέκεται με πρωτόφαντη δύναμη στο κατώφλι της ανυπαρξίας. Το αίτημα για αξιοπρεπές τέλος δεν είναι το απαύγασμα κάποιου ηρωισμού, ο θάνατος είναι το πλέον οριστικό κομμάτι της ίδιας της ζωής και ο Γαβράς δεν αναλώνεται σε προβληματισμούς που έχουν να κάνουν με το Επέκεινα, την υστεροφημία ή οποιοδήποτε άλλο τέχνασμα έχει εφεύρει διαχρονικά η ανθρωπότητα για να ξεγελάσει τη νομοτέλειά της. Στο παρόν, έστω και σε αυτό που εκπνέει, βρίσκεται η καρδιά της ταινίας, και πάλλεται στον ρυθμό της στερνής εκδήλωσης του ανθρώπινου αυτεξουσίου (για να δανειστούμε και λίγη από την ειδικότητα που αξιώνει η θρησκεία επί του θέματος).

Το σκηνικό της ταινίας είναι θεατρογενές, πολλές από τις βινιέτες εκτυλίσσονται εύλογα στους κλειστούς χώρους της κλινικής, ενώ οι περιφερειακοί χαρακτήρες εισέρχονται και εξέρχονται από την πλοκή κουβαλώντας ο καθένας μια διακριτή στάση. Μέσω αυτών, το φιλμ βρίσκει μερικές από τις καλύτερες στιγμές του, όπως τη συνταρακτική εμφάνιση της Σάρλοτ Ράμπλινγκ ή το επεισόδιο με τη ρομά γυναίκα που επιμένει στην ιδιωτικότητα του θανάτου και οδηγεί σε μία σεκάνς ανθολογίας όπου η οδύνη και το αγαλλίαση συναντιούνται και διαχέονται η μία μέσα στην άλλη. Βέβαια, πάσχει μάλλον από κατάχρηση του διαλόγου, σε ένα ζήτημα για το οποίο κυριολεκτικά τα λόγια ωχριούν, εξαντλώντας τον χώρο που διεκδικούν οι σιωπές. Διακρίνει κανείς και μια επαναληψιμότητα στη δομή του έργου, ειδικά με δεδομένο ότι μερικά από τα επεισόδια της πλοκής δεν βρίσκουν αρμονικά τη θέση τους στην αφήγηση. Παρότι, πάντως, τα χαρακτηριστικά της αμβλύνονται λόγω της υφολογικής ιδιαιτερότητας του συγκεκριμένου πονήματος, λείπει για παράδειγμα το στακάτο του μοντάζ, η σφραγίδα του Γαβρά είναι έκδηλη πάνω στο φιλμ και τη διακρίνεις στην ευκολία με την οποία προσπερνά τις παγίδες του μελοδραματισμού, την ευθύτητα της αφήγησής του που δεν ολισθαίνει ποτέ και τον σαρκασμό του απέναντι στην εμπορευματοποίηση του θανάτου.

Γεμάτος από καβαφικό θάρρος και γοητευμένος από την ανθρώπινη τραγικωμωδία στην εναργέστερη έκφανσή της, ο Κώστας Γαβράς προσθέτει στην πλούσια φιλμογραφία του έναν τίτλο που δεν μοιάζει με κανέναν προηγούμενο, διατηρώντας το βλέμμα στην κάθε επόμενη μέρα που καταφτάνει. Αρνείται να προβεί σε απολογισμούς ζωής και δημιουργίας, όσο και αν το ζήτημα που επέλεξε τον προκαλεί, και βρίσκει τον κατάλληλο τόνο ώστε να αποφορτίσει το εγγενές βαρύ κλίμα του έργου. Για έναν καλλιτέχνη αυτής της ανήσυχης στόφας, ο αποστασιοποιημένος θαυμασμός ενός ένδοξου παρελθόντος δεν αρκεί. Τον ευχαριστούμε θερμά για αυτό.

Βαθμολογία:

0 κακή | 1 μέτρια | 2 ενδιαφέρουσα | 3 καλή | 4 πολύ καλή | 5 αριστούργημα

| μπείτε και στη σελίδα της ταινίας για περισσότερα

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΚΑΙ...

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *