Συντάκτης: Ορέστης Μαλτέζος

Για την πρώτη του μεγάλου μήκους αγγλόφωνη ταινία, ο Πέδρο Αλμοδόβαρ κινείται στα ασφαλή μονοπάτια που του παρέχει μια ακόμα ιστορία μεταξύ γυναικών, αλλά αυτή τη φορά ακολουθεί μια πιο οικουμενική αφήγηση που αφορά το δικαίωμα στην ευθανασία. Η γραφή του μετατοπίζεται από τις τραγικές προσωπικές ιστορίες σε μια αφήγηση αστική, που μπορεί να μην επιφυλάσσει μεγάλες εκπλήξεις αλλά προσφέρει ένα έντονο συναισθηματικό ταξίδι που δεν αφήνει πολλά περιθώρια για την υποκειμενική ερμηνεία του θεατή.

Οι επιλογές της Τίλντα Σουίντον και της Σούζαν Σαράντον μοιάζουν ιδανικές, με τις δύο ερμηνεύτριες να φέρνουν στην ταινία το ιδιοσυγκρασιακό στιλιζάρισμα και το ισχυρό μελόδραμα, στοιχεία στα οποία έχουν εξυμνηστεί αντιστοίχως, με τον Αλμοδόβαρ να τις καθοδηγεί με τον κατάλληλο τρόπο ώστε να μας οδηγήσει στην ενδοχώρα του ανθρώπινου πόνου και της επιθυμίας για δυνατότητα σε ένα αξιοπρεπές τέλος ζωής. Είναι ενδιαφέρον ο βαθμός στον οποίο οι δύο ηθοποιοί αφήνουν στην άκρη την έντονη παρουσία τους ώστε να αποδώσουν με εσωτερικότητα τη ζητούμενη συγκίνηση, φτάνοντας σε μεγάλα υποκριτικά ύψη. Η Σουίντον τιθασεύει την αγέρωχη και ξεχωριστή σιλουέτα της κάνοντας τη Μάρθα μια γυναίκα πιο δυνατή από την παραίτηση του σώματός της, με την ειρωνεία, το βλέμμα και τις χειρονομίες να συνοδεύουν τον χαρακτήρα της σε ένα εξαγγελθέν τέλος που δεν είναι αξιολύπητο αλλά θαρραλέο. Η Σαράντον αποτελεί την τέλεια αντίστιξη, εκφράζοντας μέσα από τις αβεβαιότητες και τον φόβο της -αλλά και με την πεποίθηση ότι έχει δίκιο- την υπόλοιπη ανθρωπότητα, ιδιαίτερα στις, περισσότερο νοηματικές, αντιπαραθέσεις της με τους υπόλοιπους χαρακτήρες, σε σκηνές που σκοπό έχουν να αναδείξουν το βάθος του θέματος.

Το σενάριο αφήνει ελάχιστα περιθώρια για την ειρωνεία που συνοδεύει συνήθως τα σενάρια του Αλμοδόβαρ, ο οποίος εμφανίζεται πιο αποφασισμένος από ποτέ στο να εστιάσει στα συναισθήματα αγάπης και φόβου που βιώνουν οι δύο πρωταγωνίστριές του. Καταφέρνει να αφήσει στην άκρη την αίσθηση ότι ο θεατής παρακολουθεί πρωτίστως μια ταινία του Αλμοδόβαρ, και επικεντρώνεται στην ανάδειξη της ιστορίας και των ερμηνειών, επιτρέποντας ακόμα και την εντύπωση πως η ταινία αποτελεί ένα παράγωγο της δραματικής γουντιαλενικής σχολής. Αυτή η πεισματική υπέρβαση των συνόρων συνοδεύει και το τεχνικό κομμάτι, από τη φωτογραφία του Έντουαρ Γκράου και το μοντάζ της Τερέσα Φοντ μέχρι τη μουσική του Αλμπέρτο Ιγκλέσιας που περισσότερο τονίζει τα τεκταινόμενα παρά εμβαθύνει σε αυτά.

Οι διάλογοι είναι αρκούντως οικείοι και ακολουθούν την επιθυμητή βραδύτητα του Αλμοδόβαρ που θέλει να δώσει μεγαλύτερη βαρύτητα στο κείμενο παρά τις εικόνες. Περισσότερο από τα γεγονότα, είναι τα λόγια που φτιάχνουν την πορεία των δύο γυναικών καθώς αποκτούν επίγνωση του εαυτού τους (προσοχή, μιλάμε για επίγνωση και όχι γνώση, όπως επιτάσσει ταιριαστά και η ηλικία τους). Υπό αυτό το πρίσμα, το τέλος της ιστορίας φανερώνει περισσότερο έναν αναπόφευκτο ρεαλισμό παρά φαντάζει προφανές, με τον Αλμοδόβαρ να πετυχαίνει πλήρως τον στόχο του: ένα κοινωνικο-πολιτικό μήνυμα με μια αφήγηση που, αν και γνώριμη, παραμένει προσωπική και γι’ αυτό τον λόγο ξεχωριστή και επιτυχημένη.

Βαθμολογία:

0 κακή | 1 μέτρια | 2 ενδιαφέρουσα | 3 καλή | 4 πολύ καλή | 5 αριστούργημα

| μπείτε και στη σελίδα της ταινίας για περισσότερα

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΚΑΙ...

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *