Κριτική | Ζούμε τη Στιγμή (2024)
Συντάκτης: Ορέστης Μαλτέζος
Από την εποχή του “Ημερολογίου” είχε να εμφανιστεί στον κινηματογράφο ένα δραματικό ρομάντζο ικανό να συγκινήσει το κοινό και να το κάνει να το κουβαλήσει μέσα του για καιρό μετά την προβολή του. Συνδυάστε το και με την υποπλοκή μιας ασθένειας σε τελικό στάδιο και το αποτέλεσμα είναι το “Ζούμε τη Στιγμή”, μια βαθιά συναισθηματική ταινία-αντίδοτο στην τρέχουσα κυνική τάση των τεχνών.
Η ιστορία αφηγείται τον έρωτα μεταξύ ενός άντρα και μιας γυναίκας και τον κοινό τους αγώνα ενάντια στον χρόνο, κάτι όχι ιδιαίτερα πρωτότυπο στον πυρήνα της και σίγουρα θα θυμίσει μια πλειάδα ταινιών, από την “Ιστορία Αγάπης” μέχρι το δικό μας “Εκείνο το Καλοκαίρι”, εντούτοις οι εμφανείς αδυναμίες μιας τέτοιας αφήγησης αποφεύγονται επιδέξια. Καταρχάς έχουμε την ταγμένη αφοσίωση του σεναρίου του Nick Payne που δεν αποσπάται ποτέ από τον σκοπό του. Δεν υπάρχουν περιττοί χαρακτήρες ούτε υποπλοκές. Αντ’ αυτού αφιερώνεται πλήρως στο να απεικονίσει τη ζωή σαν μια περιπέτεια: γρήγορη, έντονη και απίστευτα πολύτιμη.
Το πρόβλημα με αυτές τις αφηγήσεις είναι πως συχνά κατευθύνουν τη συναισθηματική εμπλοκή του θεατή, αλλά αυτό δεν συμβαίνει εδώ. Ο John Crowley είναι ένας σκηνοθέτης που έχει αποδείξει με το “Brooklyn” την ικανότητά του στη διαχείριση δραματικού υλικού και μετατρέπει την ταινία σε μια ασυνήθιστη εμπειρία θέασης με την απόφαση να κατακερματίσει την αφήγηση σε τέσσερις χρονικές περιόδους και να την παρουσιάσει στην οθόνη με πολλαπλά άλματα στον χωροχρόνο. Η μοντέζ Justine Wright κινείται στον αντίποδα της λογικής του “Σε Λάθος Χρόνο” με εξίσου εντυπωσιακά αποτελέσματα αναπτύσσοντας μια συναρπαστική συναισθηματική λογική για να μας φέρει κοντά σε αυτή την περίπλοκη ενήλικη σχέση. Υπάρχουν στιγμές που η μεταπήδηση στον χρόνο μοιάζει αυθαίρετη, αλλά όλα λειτουργούν προς όφελος της απαραίτητης αγωνίας -γιατί υπάρχει αγωνία μέσα σε αυτή τη σχέση- και όλως παραδόξως ελάχιστος χρόνος χρειάζεται για να προσανατολιστούμε μέσα στο γοητευτικά χαοτικό σύμπαν της. Κοιτώντας πίσω στη ζωή, το μυαλό συγκεντρώνει στιγμές και τις παρουσιάζει με λογική συνειρμική και όχι χρονολογική. Αυτό είναι το κλειδί πίσω από την αφήγηση της ταινίας και, βασιζόμενος σε πολλές μικρές λεπτομέρειες, καταλαβαίνεις πώς σχετίζονται τα μικρά αποσπάσματα μεταξύ τους. Αλλά κυρίως το νιώθεις.
Η ιστορία περιλαμβάνει αξιομνημόνευτα περιστατικά, από το αυτοκινητιστικό που οδηγεί στη γνωριμία της Άλμουτ και του Τομπάιας μέχρι μια εξαιρετικά απροσδόκητη σκηνή γέννας, αλλά δεν είναι μόνο η σκηνοθεσία που αποφεύγει συστηματικά το κιτς. Η Florence Pugh και ο Andrew Garfield είναι δύο από τους καλύτερους ηθοποιούς της νεότερης γενιάς και έχουν μια συγκλονιστικά καλή χημεία αλλά και μια αξιοσημείωτη σεξουαλική ενέργεια μεταξύ τους που σε πείθει να τους ακολουθήσεις. Κάθε μικρός τους θρίαμβος κάνει την καρδιά να χτυπάει πιο γρήγορα, ενώ κάθε επιπλοκή είναι γροθιά στο στομάχι, και μαζί εξισορροπούν τη βαρύτητα των σοβαρών στιγμών με μια ανάλαφρη ατμόσφαιρα. Η Pugh ερμηνεύει με ανθεκτική στιβαρότητα και δεν επιτρέπει στον οίκτο ούτε καν να περάσει από το μυαλό του θεατή, ενώ ο Garfield είναι εξαιρετικά εκφραστικός: τα πλάνα αντίδρασής του είναι ολόκληρη η ταινία.
Ζήσε τη στιγμή. Αυτό είναι το ελπιδοφόρο και εξίσου τραγικό μήνυμα της ταινίας που προκύπτει μέσα από τη βαθιά και ανθρώπινη σχέση της Άλμουτ και του Τομπάιας. Υπάρχει λόγος που όσο κι αν ο κυνισμός καλύπτει τη σύγχρονη πραγματικότητα, η επιθυμία για υγιή συντροφικότητα επιστρέφει σταθερά και απεικονίζεται μέσα από ταινίες σαν και αυτή, και κατορθώνει να σε αγγίξει είτε την έχεις στη ζωή σου είτε εύχεσαι να την αποκτήσεις.
Βαθμολογία:
0 κακή | 1 μέτρια | 2 ενδιαφέρουσα | 3 καλή | 4 πολύ καλή | 5 αριστούργημα