Συντάκτης: Σπύρος Δούκας

* Ο Σπύρος Δούκας βρέθηκε -και φέτος- στα κόκκινα χαλιά της Κρουαζέτ, και μας προσφέρει μια εκ των έσω σύνοψη όσων παρακολούθησε εκεί…

Οι Κάννες φέτος επέστρεψαν δυναμικά σε μια προ-covid εποχή, με ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον διαγωνιστικό πρόγραμμα όπου επανήλθε πλήθος μεγάλων ονομάτων δημιουργών. Από γίγαντες του αμερικάνικου σινεμά, όπως ο Wes Anderson, σπουδαίους βορειοευρωπαίους δημιουργούς (Kaurismaki, Wenders) μέχρι την Ανατολική Ασία, με τον κινέζο Wang Bing και τον σταθερά δυναμικό Koreeda, αλλά και συμμετοχές από την Αφρική, ήταν ένα από τα δυνατότερα προγράμματα των τελευταίων ετών, με υψηλό καλλιτεχνικό πήχη και ταινίες που, στην πλειονότητά τους, ανταποκρίθηκαν με άνεση στις προσδοκίες.

Το φεστιβάλ ξεκίνησε κάπως χλιαρά με το “Jeanne du Barry” της Maiwenn ως ταινία έναρξης, μια μάλλον αδιάφορη και συμβατική βιογραφία/ταινία εποχής, και την ιδιαιτέρως άβολη παρουσία του Johnny Depp. Οι μεγάλες πρεμιέρες ξεκίνησαν με το “Monster” του πλέον τακτικού θαμώνα Hirokazu Koreeda (συμμετείχε και πέρσι με το “Broker”), μια δυναμική και ανατρεπτική προσθήκη στην εξαιρετική φιλμογραφία του ιάπωνα δημιουργού. Για πρώτη φορά σε σενάριο όχι του ίδιου, αλλά του Yuji Sakamoto, ο οποίος απέσπασε μάλιστα το βραβείο καλύτερου σεναρίου.

Το “Le Retour” της Catherine Corsini ήταν ένα άνευρο δράμα ενηλικίωσης γυρισμένο στην Κορσική. Πρόκειται για μια αρκετά συμβατική δημιουργία με ρίζες στον κοινωνικό ρεαλισμό του γαλλόφωνου σινεμά, χωρίς ουσιαστικό δημιουργικό φλέγμα.

Ακολούθησε το ντοκιμαντέρ “Youth (Spring)” του Wang Bing, μια συναρπαστική μελέτη της ζωής νεαρών εργατών σε ένα προάστιο της Σανγκάης.

Εκτός διαγωνιστικού, ένα από τα μεγαλύτερα events του φεστιβάλ ήταν η παγκόσμια πρεμιέρα του “Indiana Jones and the Dial of Destiny”, καθώς και η λαμπερή παρουσία του Harrison Ford. Βέβαια, όπως ήταν αναμενόμενο, το χολιγουντιανής κοπής έργο του James Mangold δεν έλαβε ιδιαίτερα ενθουσιώδη ανταπόκριση.

Ακολούθησε το “Black Flies” του Jean-Stephane Sauvaire, ένα σκοτεινό δράμα αμερικάνικης κοπής με τον Sean Penn στον πρωταγωνιστικό ρόλο, που αφορούσε την ζωή διασωστών του ΕΚΑΒ της Νέας Υόρκης, ένα έργο παραδομένο σε μια νιχιλιστική απλοϊκότητα, με ιδιαίτερα χαμηλή κριτική αποδοχή. Αντίθετα, το “About Dry Grasses”, ενδεχομένως το πιο προσωπικό και διαλλεκτικά άρτιο έργο του Nuri Bilge Ceylan, σχετικά με το υπαρξιακό αδιέξοδο ενός δασκάλου σε ένα μικρό χωριό της Τουρκίας, σαγήνευσε με την ειλικρινή φιλοσοφική του διάθεση, ενώ η συμπρωταγωνίστρια Merve Dizdar έφυγε με το βραβείο γυναικείας ερμηνείας.

Στo ντοκιμαντέρ “Four Daughters”, η Ολφά είναι μια μητέρα με τέσσερις κόρες, εκ των οποίων οι δύο ξαφνικά εξαφανίστηκαν, και η Τυνήσια σκηνοθέτης Kaouther Ben Hania φέρνει δύο ηθοποιούς για να τις υποκαταστήσουν, δημιουργώντας μια ξεχωριστή κινηματογραφική εμπειρία, που τιμήθηκε με το βραβείο ντοκιμαντέρ Golden Eye.

Ύστερα, το “Zone of Interest”, η επάνοδος του Jonathan Glazer δέκα χρόνια μετά το “Under The Skin”, υπήρξε ένα από τα πιο πολυσυζητημένα έργα του φεστιβάλ, και έφυγε τελικά με το δεύτερο βραβείο. Ο Glazer παρακολουθεί αποστασιωποιημένα την καθημερινότητα μιας οικογένειας που ζει ακριβώς δίπλα από ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης. Συνεχίζοντας ένα εντυπωσιακό σερί, το “May December” του Todd Haynes, ένα περίτεχνο ψυχολογικό δράμα χαρακτήρων με επίκεντρο τη σχέση ηθοποιού και ρόλου, ήταν επίσης ένα από τα δυνατότερα χαρτιά του φετινού προγράμματος.

Το “Banel and Adama”, ένα αφρικανικό κοινωνικό δράμα από την πρωτοεμφανιζόμενη Ramata-Toulaye Sy, ακολουθεί τις ζωές δύο νέων σε ένα απομονωμένο χωριό της Σενεγάλης. Εκτός διαγωνιστικού, με διαφορά η πιο πολυαναμενόμενη πρεμιέρα του φεστιβάλ ήταν το “Killers of the Flower Moon” του Martin Scorsese, με τους DeNiro και DiCaprio να κλέβουν τις εντυπώσεις, ξεσηκώνοντας κύμα ενθουσιασμού και δικαιώνοντας τις προσδοκίες.

Στη συνέχεια, ο βραζιλιάνος Karim Ainouz («Η Αόρατη Ζωή της Ευρυδίκης Γκουσμάο») επιστρέφει με το “Firebrand”, ένα συμβατικό αλλά καλοστημένο δράμα εποχής γύρω από τη σχέση της Κάθριν Παρ και του Ερρίκου VIII, με τους Alicia Vikander και Jude Law.

Το “Anatomy of a Fall” της Justine Triet, ένα δικαστικό δράμα συνεχών ανατροπών που πραγματεύεται την υπόθεση μιας γυναίκας ύποπτης για τη δολοφονία του συζύγου της, ενώ μοναδικός μάρτυρας ήταν ο τυφλός γιος τους που βρίσκεται σε έντονο ηθικό δίλημμα, ήταν από τις χαμηλόφωνες πρεμιέρες, που σταδιακά πολυσυζητήθηκε και ανήλθε σε φαβορί, ενώ απέσπασε εντέλει και τον Χρυσό Φοίνικα.

Το “Club Zero” της Jessica Hausner ήταν μια ενδιαφέρουσα, αλλά μάλλον ελάσσονα προσθήκη στη φιλμογραφία της δημιουργού, πιστή στο σύνηθες ύφος της. Ύστερα, το Fallen Leaves του Aki Kaurismaki ήταν από τις πρεμιέρες με την πλέον ένθερμη αποδοχή. Ο αγαπημένος Φινλανδός δεν κάνει εδώ κάτι ιδιαίτερα καινοτόμο, αλλά κερδίζει με άνεση την καρδιά του θεατή καθώς αφηγείται ένα γλυκύτατο σουρεάλ love story με όχημα τον ποιητικό βορειοευρωπαϊκό ρομαντισμό στον οποίο μας έχει συνηθίσει.

Ο Wes Anderson με το “Asteroid City”, όντας το βαρύτερο όνομα του διαγωνιστικού με ένα χορταστικό all-star cast (Scarlett Johansson, Bryan Cranston, Tom Hanks, Steve Carrell και άλλοι), έφερε το τελευταίο κύμα ενθουσιασμού, αν και αποδείχτηκε μάλλον μια αυτάρεσκη υφολογική επανάληψη.

O Hung Tran Anh με το “La Passion de Dodin Bouffant” (“The Pot-au-Feu”) αφηγείται ένα ιδιαίτερο, «γκουρμέ» ρομάντζο εποχής, με ένα εξαιρετικό πρωταγωνιστικό δίδυμο (Juliette Binoche-Benoit Magimel) και λεπτούς χειρισμούς των δραματικών τόνων μέσα από έναν περίτεχνα αργό ρυθμό, επιτυγχάνοντας αβίαστη συγκίνηση, και αποσπώντας τελικά το βραβείο σκηνοθεσίας.

Εντυπωσιακή ήταν και η επιστροφή του Wim Wenders στην παλιά του φόρμα με το ιαπωνικό “Perfect Days”, που ακολουθεί την μονότονη καθημερινότητα ενός καθαριστή στο Τόκυο. Απολύτως δίκαια, ο βετεράνος Koji Yakusho σε μια από τις καλύτερες ερμηνείες του έφυγε με το βραβείο ανδρικής ερμηνείας.

H Catherine Breillat με το “Last Summer” παραδίδει ένα ενδιαφέρον, αλλά μάλλον άτολμο οικογενειακό δράμα για μια επικίνδυνη σχέση μεταξύ μιας μητέρας και του παραγιού της, ενώ ο 86χρονος Ken Loach επιστρέφει, ίσως για τελευταία φορά, όπως ο ίδιος δήλωσε, με το “The Old Oak”, ένα πολιτικό δράμα για την προσφυγική κρίση.

Στο τέλος του προγράμματος, είχαμε τη συμμετοχή τριών ιταλών δημιουργών: Ο Marco Bellochio με την «Απαγωγή» (“Rapito”), ένα πολιτικό δράμα εποχής βασισμένο σε αληθινή ιστορία, όπου ένα αγόρι εβραϊκής καταγωγής απάγεται από την οικογένειά του στην Μπολόνια και αναγκάζεται να ζήσει ως Χριστιανός. Ο Nanni Moretti με τον «Ήλιο του Μέλλοντος» (“Il Sol dell’Avvenire”), μια ευχάριστη, ανθρωποκεντρική μετα-κωμωδία για έναν νευρωτικό σκηνοθέτη (στον ρόλο, κλασικά ο ίδιος ο Moretti) που γυρίζει μια ταινία για την επιρροή του Ιταλικού κομμουνιστικού κόμματος στην εισβολή της ΕΣΣΔ στην Ουγγαρία το 1956. Και η Alice Rohrwacher με την «Χίμαιρα» (“La Chimera”), που έλαβε ιδιαίτερα ένθερμη υποδοχή και αφορά την εμπλοκή ενός νεαρού αρχαιολόγου σε μια σπείρα αρχαιοκάπηλων.

Στο τμήμα Ένα Κάποιο Βλέμμα, το μεγάλο βραβείο κέρδισε το βρετανικό “How to Have Sex” της Molly Manning Walker, ένα αυθεντικά ρεαλιστικό δράμα ενηλικίωσης που ακολουθεί τρία νεαρά κορίτσια σε καλοκαιρινές διακοπές, ενώ το βραβείο της επιτροπής πήγε στο “Hounds” του Μαροκινού Kamal Lazraq, ένα αλληγορικό δράμα όπου πατέρας και γιος προσπαθούν μάταια να ξεφορτωθούν ένα πτώμα, μετά από μια ατυχή εμπλοκή με την τοπική μαφία.

Αν κάτι έλειψε από το φεστιβάλ ήταν μια ελληνική παρουσία, μιας που το “Poor Things” του Γιώργου Λάνθιμου δεν συμπεριλήφθηκε τελικά στο πρόγραμμα όπως αναμενόταν. Κατά τα άλλα, μπορούμε όμως με ασφάλεια να πούμε πως το σινεμά επέστρεψε!

Δείτε και: Ανατομία των βραβείων ενός εξαιρετικού Φεστιβάλ Καννών!

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΚΑΙ...

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *