
Βήμα στους Αναγνώστες: Ένα σχόλιο για το “Tar”
Συντάκτης: Γιώργος Σπανός
Υπάρχουν αρκετές ταινίες τα τελευταία χρόνια που, καλοπροαίρετα μεν, διδακτικά, ρηχά και ενίοτε προβληματικά δε, επιχειρούν να αποτυπώσουν τις νέες συνθήκες της μετά-MeToo εποχής μας. Και, ευτυχώς, υπάρχει και το “Tar”. Ένα έργο τέχνης από τα ελάχιστα που κατορθώνουν να αφουγκραστούν την εποχή τους τόσο επιτυχημένα, έχοντας ταυτόχρονα το βλέμμα τους στην πολυπλοκότητα της ίδιας της ανθρώπινης κατάστασης. Δεν είναι δύσκολο να κατανοήσουμε τα εμπόδια που στέκονται μπροστά σε τέτοιες απόπειρες. Κάθε εποχή είναι δυσανάγνωστη από τους σύγχρονούς της. Τα νέα δεδομένα της, οι συγκρούσεις και οι αντιφάσεις της χρειάζονται χρόνο και απόσταση για να εμπεδωθούν. Στον Δυτικό Κόσμο, και ιδιαίτερα στις πιο προνομιούχες κοινωνίες, τα τελευταία χρόνια περισσότερο από ποτέ, λόγω και της έκρηξης των social media, στο επίκεντρο του διαλόγου έχουν βρεθεί τα κοινωνικά δικαιώματα. Η κοινωνία δικαίως (προφανώς!) απαιτεί πλέον τα μέχρι πρότινος ιερά τοτέμ να λογοδοτούν για τις πράξεις τους και να τίθενται προ των ευθυνών τους, αλλά και συχνά παρασύρεται σε λογικές δαιμονοποίησης και «λιθοβολισμού» άνευ δίκης. Απαιτεί δικαίως (προφανώς!) τη συμπερίληψη και την ισότητα, αλλά αντ’ αυτών διαχωρίζεται περισσότερο σε κλειστές, ανταγωνιστικές ομάδες και κατηγοριοποιήσεις, με ορισμένες φωνές να φτάνουν να κρίνουν ένα έργο βάσει του χρώματος δέρματος του δημιουργού του, ή να ζητούν την «ακύρωση» του έργου του για τα μικρότερα ή μεγαλύτερα αμαρτήματά του. Το Tar «ζει» ακριβώς σε αυτόν τον κόσμο, αλλά αντιπροτείνει την ευαισθησία στις λεπτές αποχρώσεις της ζωής απέναντι στην πόλωση, βρίσκοντας παράλληλα αφορμή για να μιλήσει για κάτι πιο μεγάλο.
Ιδιαίτερα εγκεφαλική, ελλειπτική και αυστηρή δημιουργία, που μέσω της ιστορίας της πτώσης της εξουσιαστικής και εγωπαθούς κορυφαίας μαέστρου Lydia Tar, καταπιάνεται εξαιρετικά ώριμα και χωρίς εύκολες απαντήσεις (ενάντια στις εύκολες απαντήσεις θα έλεγε κανείς) με βαθιά θέματα που άπτονται άμεσα του πολύπλοκου σύγχρονου κόσμου, αλλά και διαχρονικά και οικουμενικά, όπως η ψυχολογία και η δυναμική των σχέσεων εξουσίας, η αλαζονεία της και η κατάχρησή της, η πολιτική των ταυτοτήτων, τα social media με τη διαρκή παρακολούθηση και την επιπόλαιη κρίση τους, η διάκριση ανθρώπου-καλλιτέχνη, οι συναλλακτικές σχέσεις, αλληλένδετες με την εξουσία, και φυσικά η δυσκολία ηθικής κρίσης και πρόσβασης στην «αλήθεια».
Η ταινία τοποθετεί τον θεατή εν μέσω μίας ηθικά πολύπλοκης κατάστασης γύρω από τη μαέστρο. Ο Field αντιμετωπίζει την περίπτωση της Lydia με ωριμότητα, αλλά και τόλμη. Σε καμία περίπτωση δεν δείχνει επιείκεια για εκείνη, παρά την ανθρωποποιεί και την τοποθετεί μέσα σε ένα ρεαλιστικό κοινωνικό πλαίσιο. Προχωράει έτσι πέρα από το πρώτο επίπεδο της προφανούς ηθικής καταδίκης των πράξεων/αυθαιρεσιών της Lydia και του «εύκολου», λόγω του ναρκισσιστικού χαρακτήρα της, στιγματισμού της ως τέρας, και διερωτάται για την ίδια την εξουσία, για τη δυσκολία στην απονομή δικαιοσύνης απέναντι στην κατάχρησή της, και εν τέλει για τη δυνατότητα της κοινωνίας να διεκδικήσει στον Καινούργιο Κόσμο όπου ζούμε -την έλευση του οποίου φαίνεται να μην είχε συνειδητοποιήσει η Lydia-, ένα νέο Συμβόλαιο ως προς το ρόλο του Μεγάλου Καλλιτέχνη αλλά και των αυθεντιών/ηγετών οποιασδήποτε μορφής, χωρίς όμως και να κατρακυλήσει σε κυνήγι μαγισσών. Γι’ αυτόν τον λόγο, ο Field φαίνεται ταυτόχρονα ιδιαίτερα σκεπτικιστής απέναντι στην επιπόλαιη δικαιοσύνη των social media.
Η αποστασιοποιημένη, ψυχρή σκηνοθεσία του Field επιτρέπει στον θεατή να παρακολουθήσει με καθαρή ματιά τη Lydia, υποσκάπτοντας την όποια συναισθηματική εμπλοκή με αυτή (συμπάθεια/μίσος). Ο, αναμφίβολα τοξικός, στα όρια του κοινωνιoπαθούς, πολύπλοκος και αντιφατικός, γεμάτος τυφλά σημεία και ασυνέπειες χαρακτήρας της Lydia Tar που δημιούργησε ο Field, και παίρνει σάρκα και οστά σε σημείο που δείχνει ολότελα αυθεντικός χάρη και στην εκπληκτική ερμηνεία της Cate Blanchett, αξίζει πραγματικά μια μελέτη από μόνος του. Η ταινία πρακτικά είναι δομημένη γύρω από αυτό το εξαιρετικό character study ενός από τους πιο ενδιαφέροντες και «τρισδιάστατους» χαρακτήρες που έχουμε δει εδώ και χρόνια στον κινηματογράφο. Αξίζει μάλιστα να επισημανθεί ακόμα ένα σημείο ιδιαίτερης ψυχολογικής σημασίας: η άρνηση στην οποία φαίνεται να βρίσκεται διαρκώς η μαέστρος προκειμένου να μπορεί να συντηρεί την εικόνα που έχει για τον εαυτό της, και την αίσθηση ελέγχου. Όμως, αυτή η καταπιεσμένη και αβέβαιη υποσυνείδητη ενοχή αναδύεται βίαια στην επιφάνεια σε ανύποπτες μοναχικές στιγμές της Lydia, μετουσιωμένη σε ένα διαρκές αίσθημα απειλής και παράνοιας, που εικάζουμε ότι σχετίζεται ειδικά με την πρώην προστατευόμενή της, Krista. Τι ακριβώς έχει συμβεί άραγε μεταξύ τους; Τέτοια θέματα μάς φέρνουν άμεσα στον νου το «αποστειρωμένο» “Caché” (2005) του Haneke, όπως έχουν επισημάνει αρκετοί κριτικοί, αλλά και την, εξίσου με το «Tar», αινιγματική “Headless Woman” (2008) της Αργεντίνας Lucrecia Martel. Πάντως, ενώ η προνομιούχα πρωταγωνίστρια της Martel φαίνεται να καθησυχάζει τη συνείδησή της χάρη και στην πιθανή συγκάλυψη των επίσης προνομιούχων φίλων της, η Tar τελικά βρίσκεται αναγκασμένη να αντιμετωπίσει τους σκελετούς στη ντουλάπα της.
Ο Field παρατηρεί, σκέπτεται, αμφιβάλλει, ζυγίζει, και μας ζητά να κάνουμε κι εμείς το ίδιο. Το «κλειδί», άλλωστε, της ταινίας είναι η αριστοτεχνική σκηνή όπου η Lydia, με θεία χαρισματικότητα ανάμεικτη με διαβολική υπεροψία, εξηγεί στον φοιτητή της πώς να αντιληφθεί τη μουσική του Bach: το σημαντικό είναι οι ερωτήσεις. Και το “Tar” μάς απευθύνει πολλές ερωτήσεις. Όπως διαπιστώνουμε σταδιακά, εισερχόμενοι όλο και βαθύτερα στη ζωή της Lydia, γύρω από την μαέστρο και την εξουσία της υπάρχει ένα ολόκληρο δίκτυο ανθρώπων που διευθύνονται από αυτή. Ή μήπως θα μπορούσαμε να πούμε ότι δεν είναι τόσο απλό; Η δυναμική και τα κίνητρα αυτών των σχέσεων εξουσίας είναι εξαιρετικά πολύπλοκα και όχι απαραίτητα μονόπλευρα. Όπως και στη ζωή, έχουμε αρκετά δεδομένα για να κάνουμε υποθέσεις, αλλά όχι την πλήρη εικόνα, και επίσης η κάθε περίπτωση είναι ξεχωριστή. Όπως και να έχει, η φαινομενικά τέλεια πραγματικότητα της Lydia Tar σταδιακά ραγίζει και γκρεμίζεται υπό το βάρος των αμαρτημάτων της, που, αν και στοίχειωναν τις ανήσυχες νύχτες της, εκείνη αρνούνταν να τα παραδεχτεί. Η πτώση της αλαζονικής μαέστρου, την οποία η ίδια ενορχήστρωσε, έχει ήδη αρχίσει. Είναι απολύτως αληθείς οι φήμες για αυτήν; Τι συνέβη με την Krista; Όπου υπάρχει καπνός υπάρχει και φωτιά; Σε καμία περίπτωση δεν φαίνεται αθώα η Tar, άλλωστε τη βλέπουμε να παραβιάζει επανειλημμένως την δεοντολογία, όμως ποια είναι η δίκαιη τιμωρία για τις πράξεις της και ποιος θα το κρίνει αυτό; Και μήπως, αλλοίμονο, κανένας, ούτε καν η ίδια η Lydia, δεν έχει πάντα πλήρη πρόσβαση στην «αλήθεια»; Είναι η Tar απλώς ένα ναρκισσιστικό, χειριστικό τέρας ή μήπως τα πράγματα είναι κάπως πιο σύνθετα; Μήπως είναι και η ίδια η διαβρωτική φύση της εξουσίας και οι συναλλακτικές δυναμικές που αναπόφευκτα χτίζονται γύρω από αυτή που οδηγούν στην κατάχρησή της; Ποια είναι η λεπτή γραμμή ανάμεσα στο τεκμήριο της αθωότητας και στο victim blaming; Θα επηρεαστεί η κρίση μας για τη Lydia από το γεγονός ότι είναι γυναίκα σε έναν ανδροκρατούμενο χώρο; Και, έχει «φύλο» η κατάχρηση εξουσίας; Αντισταθμίζει η υψηλή τέχνη της τον αυταρχισμό και τις αμφιβόλου ηθικής και δεοντολογίας πράξεις της; Δικαιολογούν αυτές την οριστική «ακύρωσή» της; Άραγε, μπορεί να υπάρξει εξιλέωση και συγχώρεση μετά τη δίκαιη(;) τιμωρία; Σε όλη τη διάρκειά της, και σε κάθε νέα θέαση, η ταινία θέτει τολμηρά ερωτήματα που προκαλούν τον σκεπτόμενο θεατή να αναθεωρεί διαρκώς τις προκαταλήψεις του.
Από δραματικής άποψης, το τελευταίο μισάωρο της ταινίας, το ξέσπασμα της Lydia και η προσπάθεια της για εξιλέωση μετά την πτώση, είναι κατά τη γνώμη μου λίγο κατώτερο των προσδοκιών που έχει αφήσει προηγουμένως η ταινία. Δείχνει κάπως αταίριαστο με όσα προηγήθηκαν, αλλά και εν μέρει χάνει και τη μεθοδικότητα και την αυτοσυγκράτηση που χαρακτήριζαν το έργο ως εκείνη τη στιγμή. Και αυτό όμως ανατρέπεται, χάρη στην παμπόνηρη, αμφίσημη τελευταία σκηνή: είναι μια απροσδόκητη νέα αρχή για τη Lydia ή, το πιθανότερο, η υπέρτατη ειρωνεία; Συμβιβάζεται με την εποχή μας ο ελιτισμός της «υψηλής τέχνης»; Το μόνο σίγουρο είναι ότι ζούμε σε έναν Καινούργιο Κόσμο.
Συνολικά λοιπόν, πρόκειται για μια ταινία βαθιά, τολμηρή, ώριμη, πολύπλοκη όσο και η ζωή, με μεγάλα θέματα, μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα πρωταγωνίστρια και μια αυθεντικά πολύπλοκη δυναμική μεταξύ των χαρακτήρων. Θέτει διαρκώς κρίσιμα ερωτήματα, απαιτεί (και ανταμείβει με το παραπάνω) πολλαπλές θεάσεις, που οδηγούν κάθε φορά σε διαφορετικές αναγνώσεις και συμπεράσματα, και προκαλεί συζήτηση, σκέψη και ανάλυση. Δηλαδή αυτά ακριβώς που χρειαζόμαστε για να ωριμάσουμε ως κοινωνία.