Ένα ζευγάρι από το Μανχάταν μετακομίζει σε ένα ιστορικό χωριό στο Χάντσον Βάλεϊ, και ανακαλύπτει ότι ο γάμος του κρύβει μια μοχθηρή, σκοτεινή δύναμη που πάει κόντρα στην ιστορία του νέου του σπιτιού.

Σκηνοθεσία:

Shari Springer Berman

Robert Pulcini

Κύριοι Ρόλοι:

Amanda Seyfried … Catherine Clare

James Norton … George Clare

Ana Sophia Heger … Franny Claire

Natalia Dyer … Willis

Rhea Seehorn … Justine

Alex Neustaedter … Eddie Vayle

F. Murray Abraham … Floyd DeBeers

James Urbaniak … Bram

Karen Allen … Mare Laughton

Michael O’Keefe … Travis Laughton

Jack Gore … Cole Vayle

Kristin Griffith … Audrey Claire

Cotter Smith … Tom Claire

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Shari Springer Berman, Robert Pulcini

Παραγωγή: Stefanie Azpiazu, Anthony Bregman, Julie Cohen, Peter Cron

Μουσική: Peter Raeburn

Φωτογραφία: Larry Smith

Μοντάζ: Louise Ford, Andrew Mondshein

Σκηνικά: Lester Cohen

Κοστούμια: April Napier

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Things Heard & Seen
  • Ελληνικός Τίτλος: Όσα Ψιθυρίζει το Σκοτάδι

Σεναριακή Πηγή

  • Μυθιστόρημα: All Things Cease to Appear της Elizabeth Brundage.

Παραλειπόμενα

  • Το Netflix στήριξε εξαρχής την παραγωγή.
  • Επιστροφή για το δίδυμο Shari Springer Berman και Robert Pulcini στον κινηματογράφο, μετά από 6 χρόνια.

Κριτικός: Νίκος Ρέντζος

Έκδοση Κειμένου: 3/5/2021

Το παλιό αγροτικό σπίτι στέκεται στην άκρη του επαρχιακού δρόμου, ενώ ένα αυτοκίνητο πλησιάζει και παρκάρει λίγα μετρά μπροστά από την κεντρική είσοδο. Μια σταγόνα αίμα πέφτει στο παρμπρίζ, και ο οδηγός σαστισμένος βγαίνει βιαστικά, μπαίνει στο σπίτι και βλέπει ένα μικρό κορίτσι με το λούτρινο αρκουδάκι του να  τον κοιτά ανέμελο.

Αλλαγή σκηνικού και μεταφερόμαστε μερικούς μήνες πίσω, στη μεγαλούπολη, και βλέπουμε ένα νεαρό ζευγάρι να αποχαιρετά με ένα πάρτι τη ζωή στην πόλη. Ο σύζυγος (ο άντρας  που είδαμε στην αρχή να μπαίνει στο επαρχιακό σπίτι) είναι καθηγητής και δέχτηκε θέση σε επαρχιακό πανεπιστήμιο. Η σύζυγος, ταλαντούχα ζωγράφος, εξομολογείται σε φίλη της ότι για χάρη του άνδρα της και τις θυσίες που έκανε ο ίδιος για αυτήν, είναι διατεθειμένη να αφήσει την πόλη και τη δική της καριέρα και να ζήσει στην επαρχία, μεγαλώνοντας την κορούλα  τους (το κοριτσάκι με το λούτρινο αρκουδάκι). Αλλαγή σκηνικού και βλέπουμε το αυτοκίνητο με την οικογένεια να ταξιδεύει στην αμερικανική ύπαιθρο για να αρχίσει τη νέα πια ζωή της…

Αυτές οι πρώτες σκηνές, με την εξαιρετική φωτογραφία τους και τις κινήσεις της κάμερας, σου αφήνουν αυτή την υποδόρεια αίσθηση τρόμου και σε προετοιμάζουν για μια πολύ ενδιαφέρουσα ταινία. Δυστυχώς, η συνέχεια είναι λίγο διαφορετική. Βλέπεις μια ενδιαφέρουσα σπουδή πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις, τη θρησκευτική πίστη, τη σχιζοφρένεια και το μεταφυσικό, αλλά όλο αυτό δεν γίνεται με τη συνοχή και τη δυναμική των πρώτων λεπτών. Δεν χάνονται όλα εντελώς κατά τη διάρκεια της ταινίας, επανέρχονται αρκετές φορές τα ενδιαφέροντα αυτά στοιχεία, αλλά  το σκηνοθετικό δίδυμο επιλέγει έναν πολύ παράξενο τρόπο αφήγησης που κινείται ανάμεσα στο «συζυγικό» δράμα, το θρίλερ μυστηρίου, το μεταφυσικό θρίλερ και την ταινία τρόμου, το θρησκευτικό δράμα και την εντελώς σινεφίλ -σε μεγάλα διαστήματα- προσέγγιση. Αποτέλεσμα αυτού, ο θεατής να χάνεται και να μην μπορεί να εστιάσει απόλυτα, παρά μόνο σε ορισμένα σημεία της ταινίας, όπως  το φινάλε της ή τις σκηνές που αρχίζει να αποκαλύπτεται το μυστήριο γύρω από τον χαρακτήρα του συζύγου.

Παρότι η ταινία πλασάρεται ως ταινία τρόμου και παρόλο που μέχρι περίπου τη μέση φαίνεται να κινείται στα γνώριμα μοτίβα του είδους, στο δεύτερο μισό της σχεδόν μεταμορφώνεται σε κάτι άλλο, χρησιμοποιώντας ωστόσο το στοιχείο του στοιχειωμένου σπιτιού για να εξυπηρετήσει την πλοκή. Το πρόβλημα είναι ότι δεν μπορείς να προσεγγίσεις εκατό τοις εκατό τι είναι αυτό το «άλλο», οπότε ο όρος σινεφίλ είναι κάτι που εύκολα μπορείς να βάλεις σε μια τέτοια ταινία. Οι θρησκευτικές, μυστικιστικές, ψυχολογικές, ηθικές προεκτάσεις που δίνει το σενάριο αλλά και η «εικόνα» προβάλλουν παντού, και τα «στοιχειά» φαίνεται να μην υπάρχουν ακριβώς εκεί για να σε τρομάξουν, αλλά για να σε καθοδηγήσουν στο διάβασμα της ταινίας.

Η Αμάντα Σέινφριντ και ο Τζέιμς Νόρτον είναι πάρα πολύ καλοί στους ρόλους τους. Η Σέινφριντ «χάνεται» στην ιστορία του σπιτιού και στον αποτυχημένο γάμο της, ενώ ο Νόρτον… αποκαλύπτεται σταδιακά. Ο Φ. Μάρεϊ  Έιμπραχαμ κάνει τη δουλειά του όπως πάντα, η Ρία Σίχορν έχει ρόλο κλειδί και όταν εμφανίζεται στην οθόνη κλέβει τη ματιά σου, η Νατάλια  Ντάιερ κι ο Άλεξ Νιουστέντερ όσο χρειάζονται «είναι» εκεί, ενώ υπάρχει και η Κάρεν Άλεν που σχεδόν ξεχνάς ότι υπάρχει στην ταινία κάθε φόρα που τη βλέπεις ξανά στην οθόνη, γιατί όπως και με την πλειοψηφία των μικρότερων ρόλων, φαίνεται οι σκηνοθετικές οδηγίες να είναι λίγο περίεργες. Σαν να ζητήθηκε από του ηθοποιούς να προσεγγίσουν ψυχρά τους χαρακτήρες.

Δύσκολη περίπτωση ταινίας. Δεν μπορείς να την πεις καλή, δεν  μπορείς να την πεις κακή,   αλλά δεν μπορείς κι εύκολα να την προτείνεις. Υπάρχει κάτι αρκετά ενδιαφέρον σε όλο αυτό που μάλλον προσπάθησαν να κάνουν οι Σάρι Σπρίνγκερ Μπέρμαν και Ρόμπερτ Πουλτσίνι, αλλά δύσκολο για τον μέσο θεατή. Όχι τόσο λόγω δύσκολης θεματικής, αλλά κυρίως λόγω της συγχυσμένης μίξης των στοιχείων που έχει η πρώτη ύλη τους.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

21 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *