Ο Κύκλος των Αναμνήσεων
- The Railway Man
- 2013
- Αυστραλία
- Αγγλικά, Ιαπωνικά
- Δραματική, Εποχής, Ιστορική, Πολεμικό Δράμα
- 10 Ιουλίου 2014
Ο Έρικ Λόμαξ ήταν ένας από τους χιλιάδες αιχμαλώτους των Συμμάχων κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο που εξαναγκάστηκε να εργαστεί στην κατασκευή του μεγάλου σιδηροδρόμου μεταξύ Βιρμανίας και Ταϊλάνδης. Οι εμπειρίες του, με κυριότερη τον ραδιοπομπό που έφτιαξε για να προσφέρει ελπίδα στους συγκρατούμενους του αλλά έγινε αντιληπτός, του άφησαν τραύματα και τον αποξένωσαν από τον κόσμο. Χρόνια αργότερα, γνώρισε την Πάτι, μια όμορφη γυναίκα σε ένα τρένο, κι ερωτεύτηκαν. Η Πάτι ήταν αποφασισμένη να αποδιώξει από τον Έρικ τους δαίμονες που τον κυνηγούσαν. Ανακαλύπτοντας πως ο ιάπωνας αξιωματικός που βασάνιζε τον Έρκ είναι ακόμα ζωντανός, η Πάτι αντιμετωπίζει μια φοβερή απόφαση. Θα μπορέσει ο άντρα της να τεθεί ενώπιος του βασανιστή του; Και θα μπορέσει αυτή να σταθεί στο πλάι του, ό,τι κι αν αυτός έκανε τότε;
Σκηνοθεσία:
Jonathan Teplitzky
Κύριοι Ρόλοι:
Jeremy Irvine … Eric Lomax (νεαρός)
Colin Firth … Eric Lomax
Nicole Kidman … Patricia ‘Patti’ Lomax-Wallace
Stellan Skarsgard … Finlay
Sam Reid … Finlay (νεαρός)
Hiroyuki Sanada … Takeshi Nagase
Tanroh Ishida … Takeshi Nagase (νεαρός)
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Frank Cottrell Boyce, Andy Paterson
Παραγωγή: Chris Brown, Bill Curbishley, Andy Paterson
Μουσική: David Hirschfelder
Φωτογραφία: Garry Phillips
Μοντάζ: Martin Connor
Σκηνικά: Steven Jones-Evans
Κοστούμια: Lizzy Gardiner
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: The Railway Man
- Ελληνικός Τίτλος: Ο Κύκλος των Αναμνήσεων
Σεναριακή Πηγή
- Αυτοβιογραφία: The Railway Man του Eric Lomax.
Κύριες Διακρίσεις
- Βραβείο σεναρίου και μουσικής στα εθνικά βραβεία της Αυστραλίας. Υποψήφιο σε ακόμα 4 κατηγορίες, μεταξύ αυτών και καλύτερης ταινίας.
Παραλειπόμενα
- Η Rachel Weisz ήταν η αρχική Πάτι. Όταν αποχώρησε λόγω άλλων υποχρεώσεων, ο ίδιος ο Colin Firth ζήτησε από τη Nicole Kidman να την αντικαταστήσει. Οι δυο τους είχαν την κοινή εμπειρία να προετοιμάζονται το 2006 για μια ταινία που θα ονομάζονταν The Colossus, αλλά ποτέ δεν είχε μπει στο στάδιο παραγωγής.
- Η ίδια η Patti Lomax παρευρέθηκε και χειροκροτήθηκε στην πρεμιέρα της ταινίας στο φεστιβάλ του Τορόντο.
- Το φιλμ κόστισε 18 εκατομμύρια δολάρια, με τα κέρδη να μην ξεπερνούν τα 22,3.
Κριτικός: Πάνος Αχτσιόγλου
Έκδοση Κειμένου: 30/6/2014
Βασισμένη σε πραγματική ιστορία, κυρίως απεικονίζοντας αυτά που περιγράφονται στα απομνημονεύματα του ίδιου του Eric Lomax, η νέα ταινία του Jonathan Teplitzky («Ο Άντρας που Καίγεται») προσπαθεί να μπει σε ένα συγκεκριμένο κινηματογραφικό καλούπι, συνδυάζοντας συναισθήματα και ιστορικότητα των γεγονότων (βλέπε «Σφραγισμένα Χείλη»). Δουλεύοντας συνεχώς με φλας-μπακ, ξεκινά με μια πολύ δυνατή σκηνή ενός ανθρώπου που ξαπλωμένος στο πάτωμα, μουρμουρίζει ακατάληπτους στίχους ενός ποιήματος που έχει να κάνει με το πέρασμα του χρόνου. Του χρόνου που δεν κυλά, που μένει ακίνητος, ασυμβίβαστος με την καθημερινότητα των θυμάτων της βίας. Του χρόνου που αποδεικνύει περίτρανα ότι η αδιάκοπη οδύνη, είναι το υπέρτατο τίμημα μιας στιγμής θάρρους.
Ο Eric Lomax είναι ένας πρώην ασυρματιστής του βρετανικού στρατού στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, που ζει σε μια γκρίζα αγγλική επαρχιακή πόλη στις αρχές της δεκαετίας του 1980, παλεύοντας καθημερινά με το μετατραυματικό στρες και τους προσωπικούς του δαίμονες. Ο ίδιος χαρακτηρίζει τον εαυτό του ως «train enthusiast» στην Patti, μια γυναίκα που γνωρίζει μέσα σε ένα τρένο. Οι δυο τους ερωτεύονται, με έναν ευγενικό, διακριτικό τρόπο που μπορεί να μην ξεδιπλώνεται μεγαλόπρεπα, αλλά πετυχαίνει να αποδώσει τη βαθιά ένωση δυο μεσήλικων, ταλαιπωρημένων ανθρώπων. Ο Eric προσπαθεί, λίγο άχαρα είναι η αλήθεια, αλλά καταφέρνει ως έναν βαθμό να κρύψει τον τρόμο και το καθημερινό του καθαρτήριο πίσω από την εμμονή για τον σιδηρόδρομο και τις μηχανές, αλλά οι πληγές δεν αργούν να ματώσουν για ακόμη μία φορά, δείχνοντας ότι ο ίδιος είναι ακόμη σε πόλεμο μέσα στο μυαλό του. Πόλεμο με τη φρίκη, την εγκατάλειψη, τη διαλυμένη του ψυχή. Ένας φίλος του και επίσης βετεράνος του αγγλικού στρατού, σπάζοντας τον κώδικα της σιωπής μεταξύ των στρατιωτών, αναλαμβάνει να ξετυλίξει το κουβάρι της ιστορίας, κάνοντας γνωστό ότι ο Eric υπήρξε αιχμάλωτος πολέμου μετά την πτώση της Βιρμανίας το 1942, πήρε μέρος στην κατασκευή της περίφημης «σιδηροδρομικής γραμμής του θανάτου» μαζί με άλλους στρατιώτες, αλλά και βασανίστηκε, πέρα από κάθε λογική κι αξιοπρέπεια, όταν δήλωσε ο ίδιος υπεύθυνος για την κατασκευή ενός αυτοσχέδιου ραδιοφώνου, που ανακαλύφθηκε από την ιαπωνική στρατονομία (κεμπετάι). Είναι περίεργο, δε, ότι η αγάπη του για τα τρένα είναι κατά κάποιο τρόπο υπαίτια για τον ψυχικό του βασανισμό και στιγμάτισε τη ζωή του ανεπανόρθωτα.
Το σενάριο της ταινίας, με την υπογραφή των Frank Cottrell Boyce και Andy Patterson, κινείται σε πολύ γνωστές και λίγο παλαιομοδίτικες κινηματογραφικές δομές, πηγαίνοντας συνεχώς από το παρόν στο παρελθόν, ξεδιπλώνοντας σιγά σιγά την υπόθεση. Παρότι η πλοκή είναι αρκετά γνωστή και γίνεται εύκολα σαφής, ο σκηνοθέτης εσκεμμένα προσπαθεί να την μπερδέψει με ξεσπάσματα και διακλαδώσεις, με σκοπό τον εμπλουτισμό και την εμβάθυνση κυρίως της ψυχοσύνθεσης του βασικού ήρωα. Αποφασίζει, επίσης, ότι η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη και αποτελεί τη μεγαλύτερη μορφή κάθαρσης. Η άποψη του Teplitzky είναι ξεκάθαρη πάνω σ` αυτό, όπως και στον ρόλο της συνεισφοράς της Patti στην πραγμάτωσή της. Δυστυχώς, οι σκηνές στις οποίες αποτυπώνεται το κενό και η πραγματική απόγνωση είναι λίγες, αν και συγκλονιστικές. Εξάλλου, το φιλμ μοιάζει να ρίχνει μία ταχύτητα κάθε φορά που επανέρχεται στο παρόν, προσπαθώντας ίσως να αποτυπώσει την αμηχανία και τον στοιχειωμένο εαυτό του πρωταγωνιστή.
Ο Colin Firth, ερμηνεύοντας τον πολύπαθο βρετανό στρατιώτη, αποδεικνύει για ακόμη μία φορά την τεράστια ικανότητά του να υποδύεται χαρακτήρες βαθιά, εσωτερικά καταπιεσμένους. Ο ίδιος μοιάζει να δίνει μια μάχη με καθέναν από τους ρόλους του ξεχωριστά, κοπιάζοντας πραγματικά, πάντοτε όμως με έναν ιδιαίτερο, συγκροτημένο τρόπο, γεμάτο ευπρέπεια. Μια αληθινή κι αξιέπαινη ερμηνεία, δείγμα της καλλιτεχνικής του ανόδου. Συμπαγής κι εσωστρεφής, καταφέρνει να δημιουργήσει ένα δικό του κάστρο για να αντέξει την καθημερινή του συνύπαρξη με τον φόβο. Είναι συγκλονιστικός στις σκηνές της λύτρωσης, αλλά ξεχωρίζει σε μια πολύ μικρή σεκάνς, όταν γίνεται κατανοητό, από τον ίδιο πρωτίστως κι από τον θεατή στη συνέχεια, ότι ακόμη και οι μορφωμένοι άνθρωποι, αυτοί που έχουν την ποιότητα να καταλάβουν την αλήθεια, κλείνουν τα αυτιά τους, μετατρέποντας τους εαυτούς τους σε συνένοχο στο έγκλημα του πολέμου. Όσο συναισθηματικός και άμεσος είναι ο Firth, άλλο τόσο μη αποτελεσματική φαίνεται η Nicole Kidman στον ρόλο της Patti, αν κι οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι ο χαρακτήρας της δεν αναλύεται καθόλου στην ταινία και ο ρόλος της είναι καθαρά υποστηρικτικός σε όλα τα επίπεδα, χρησιμεύοντας μόνο στο να θωρακίσει τον πρωταγωνιστή και να τον κατευθύνει προς την κάθαρση. Το ίδιο συμβαίνει και με τον Stellan Skarsgard, παρόλο που ίδιος είναι τόσο παρεμβατικός, τόσο αφανής αλλά και καθοριστικός όσο πρέπει. Τέλος, ο νεαρός εαυτός τού Lomax αποδίδεται φιλότιμα από τον Jeremy Irvine («Το Άλογο του Πολέμου»), που στέκεται αμήχανος, αν και λίγο στερεοτυπικός, μπροστά στη φρίκη των στρατοπέδων συγκέντρωσης των εργατών-δούλων.
Ο «Κύκλος των Αναμνήσεων» είναι μια ταινία που θέλει τόσο βαθιά να είναι κάτι το πολύ σημαντικό, αλλά κάπου χάνεται στην πορεία. Μπορεί η «χλιαρή» κινηματογράφηση να λειτουργεί αντίθετα του αναμενόμενου, ή πολλές σκηνές να έχουν μια γνώριμη υφή. Μπορεί τελικά να παραδίδει μια συναισθηματική κορύφωση (εκδίκηση ή συγχώρεση, δεν ενδιαφέρει και πολύ) που έχεις συνηθίσει να περιμένεις σε ταινίες του είδους. Δεν παύει, όμως, να είναι μια ηθικά θαυμαστή ιστορία που προσπαθεί να απελευθερώσει συναισθήματα κι αναμνήσεις βίας κι εξιλέωσης. Και σίγουρα θα πρέπει να είσαι πολύ σκληρός για να μη συγκινηθείς από την τελευταία, καταληκτική της σκηνή.
Βαθμολογία: