
Μια ομάδα αμερικανών στρατιωτών έχει αναλάβει ένα απόμερο πόστο κοντά στα σύνορα με το Πακιστάν, ώστε να εμποδίζει τη διέλευση των Ταλιμπάν από τη γειτονική χώρα. Οι επιθέσεις εναντίων τους όμως είναι καθημερινές, και οι ντόπιοι δεν δίνουν τη βοήθεια που θα χρειάζονταν. Το μόνο που ενδιαφέρει τους φαντάρους, και το μόνο που θα αποτελέσει για αυτούς νίκη, είναι το να παραμείνουν ζωντανοί.
Σκηνοθεσία:
Rod Lurie
Κύριοι Ρόλοι:
Scott Eastwood … επιλοχίας Clint Romesha
Caleb Landry Jones … δεκανέας Ty Carter
Orlando Bloom … λοχαγός Benjamin Keating
Jack Kesy … λοχίας Josh Kirk
Cory Hardrict … λοχίας Vernon Martin
Milo Gibson … λοχαγός Robert Yllescas
Jacob Scipio … επιλοχίας Justin T. Gallegos
James Jagger … Chris Jones
Jonathan Yunger … διαβιβαστής Jonathan Hill
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Paul Tamasy, Eric Johnson
Παραγωγή: Marc Frydman, Jeffrey Greenstein, Paul Merryman, Paul Tamasy, Les Weldon, Jonathan Yunger
Μουσική: Larry Groupe
Φωτογραφία: Lorenzo Senatore
Μοντάζ: Michael J. Duthie
Σκηνικά: P. Erik Carlson
Κοστούμια: Anna Gelinova
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: The Outpost
- Ελληνικός Τίτλος: Το Τελευταίο Φυλάκιο
Σεναριακή Πηγή
- Βιβλίο: The Outpost: An Untold Story of American Valor του Jake Tapper.
Παραλειπόμενα
- Βασίζεται σε αληθινή μάχη που διεξήχθη το 2009, γνωστή ως η Μάχη του Καμντές.
- Ήταν να κάνει πρεμιέρα στο φεστιβάλ South by Southwest, αλλά η διοργάνωση μεταδόθηκε λόγω του κοροναϊού. Το ίδιο και η κανονική διανομή της ταινίας στις αίθουσες, με την κύρια διανομή να γίνεται μέσω video-on-demand.
- Η αρχική συμφωνία ήθελε την ταινία στη Universal Pictures, με σκηνοθέτη τον Sam Raimi.
- Επειδή υπήρχε ακόμα ένα βιβλίο πάνω στα ίδια γεγονότα από τον τότε επιλοχία Clint Romesha, το οποίο και είχε στη διάθεση της η Sony Pictures για να το κάνει ταινία, η παραγωγή βιάστηκε να ξεκινήσει. Μαζί όμως περιορίστηκε και η επικοινωνία του Romesha με τον Scott Eastwood που τον ερμηνεύει στην ταινία.
- Ένα σπάσιμο αστραγάλου του Eastwood κόστισε στην παραγωγή δύο βδομάδες καθυστέρηση, και αναπροσαρμογή του ρόλου του.
- Τα γυρίσματα έγιναν στη Βουλγαρία.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Rod Lurie, Larry Groupe και Rita Wilson έγραψαν το Everybody Cries, με την τελευταία να το ερμηνεύει.
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 14/7/2020
Μπορεί σε σύγκριση με τη φιλμογραφία του αυτό να επιβάλλεται να θεωρηθεί το αριστούργημα του, αλλά η μη ξεκάθαρη άποψη του Rod Lurie είναι και το μόνο που υποβιβάζει κάπως το αποτέλεσμα. Στο «εν κατακλείδι», γίνεται φανερό πως το φιλμ έχει πατριωτικό πρόσημο. Αλλά και πρόσημο ντυμένο στα χρώματα του στρατού. Γιατί τότε ως εκεί εμείς βλέπαμε κάτι που μας προβλημάτιζε επί των μακρινών επεμβάσεων των ΗΠΑ, κι έναν αντιπολεμικό ύμνο που γράφει κινηματογραφική ιστορία;..
Πρόκειται λοιπόν για μια ταινία ιανό προθέσεων, ή ο τρόπος που επιλέχθηκε να γυριστεί δεν μπορούσε να μην αυτοανερεί τους δημιουργικούς σκοπούς; Μοιάζει σε σημεία να μην έχουμε δει ποτέ ξανά τόσο ρεαλιστικό πεδίο πολέμου. Οι φαντάροι δεν φαίνονται σε ποια σημεία ερμηνεύουν και σε ποια ξεγελάνε ότι αυτό που βλέπουμε είναι ένα ντοκιμαντέρ. Επί αυτού, είναι έντονος ο χαρακτήρας ενός ντοκιουντράμα, αφού και το σενάριο είναι αδιόρατο πάνω στα τεκταινόμενα. Δεν αισθάνεσαι ότι η «πλοκή» κινείται σύμφωνα με κάποια ιδέα, αλλά ότι κι αυτή απλά περιμένει την επόμενη ριπή πυροβόλου από το πουθενά.
Βασισμένο σε αληθινά γεγονότα, αποτελεί υπόδειγμα κινηματογραφικού ρεπορτάζ με αναπαράσταση γεγονότων. Δεν μπαίνεις ποτέ στη διαδικασία να αμφισβητήσεις και το παραμικρό που βλέπεις, όσο εξωφρενικό κι αν τυχόν σου μοιάζει. Αυτός είναι ο πόλεμος, και ακόμα παραπέρα, αυτός είναι ένας πόλεμος που δεν καλύφθηκε ποτέ αληθινά από τα δελτία ειδήσεων. Γίνονταν εκεί που ο Μέγας Αλέξανδρος έφτασε με τα πόδια, και παρόλα αυτά δεν μας απασχόλησε ούτε μας απασχολεί ιδιαίτερα. Σώματα πέφτουν αιμόφυρτα, πόδια κόβονται, ελικόπτερα σωριάζουν ανά δεκάδες τους ανθρώπους… κι εμείς κοιμόμαστε ήσυχοι.
Η αλήθεια βγάζει νοήματα από μόνη της, και είναι κάτι που κανείς δεν μπορεί να παραποιήσει όταν δεν παρεμβαίνει ενεργά για να την αλλοιώσει. Αυτό «παθαίνει» ο Rod Lurie, κι ενώ επιδιώκει φανερά να χτίσει ένα μνημείο για τους «άγνωστους στρατιώτες» της πατρίδας του, γεννάει προβληματισμούς περί του γιατί καν να χρειάζονταν να πεθάνουν… και να σκοτώσουν. Κι όλα αυτά, εν μέσω ενός τεχνικά αρτιότατου φιλμ, με την αγωνία, το δράμα και τη δράση να είναι τόσο ωμά, που να σου προκαλούν ανατριχίλα.
Βαθμολογία: