Ο Άνθρωπος που Σκότωσε τον Δον Κιχώτη
- The Man Who Killed Don Quixote
- 2018
- Μ. Βρετανία
- Αγγλικά, Ισπανικά
- Έπος, Εποχής, Κωμωδία, Περιπέτεια, Ταινία Δρόμου, Φαντασίας
- 06 Σεπτεμβρίου 2018
Ο Τόμπι, ένας κυνικός σκηνοθέτης διαφημιστικών σποτ, βρίσκεται παγιδευμένος στις εξωφρενικές παραισθήσεις ενός γέρου ισπανού τσαγκάρη που πιστεύει ότι είναι ο Δον Κιχώτης. Κατά τη διάρκεια των κωμικών περιπετειών τους, ο Τόμπι έρχεται αντιμέτωπος με τις συνέπειες μιας ταινίας που σκηνοθέτησε στα νιάτα του ιδεαλισμού του. Η ταινία έχει αλλάξει τα όνειρα ενός μικρού χωριού της Ισπανίας για πάντα. Μπορεί άραγε να επανορθώσει και να βρει την ανθρωπιά του; Μπορεί ο Δον Κιχώτης να επιβιώσει της παραφροσύνης του; Σε αυτό το ταξίδι εμφανίζονται δαίμονες υπαρκτοί κι ανύπαρκτοι, μοντέρνοι και μεσαιωνικοί. Κόρες σώζονται, ιππότες μονομαχούν, γίγαντες σφαγιάζονται και οι γυναίκες βγάζουν μούσια…
Σκηνοθεσία:
Terry Gilliam
Κύριοι Ρόλοι:
Adam Driver … Toby Grisoni
Jonathan Pryce … Δον Quixote
Stellan Skarsgard … το αφεντικό
Olga Kurylenko … Jacqui
Joana Ribeiro … Angelica
Oscar Jaenada … ο τσιγγάνος
Jason Watkins … Rupert
Sergi Lopez … ο αγρότης
Jordi Molla … Alexei Miiskin
Rossy de Palma … η γυναίκα του αγρότη
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Terry Gilliam, Tony Grisoni
Παραγωγή: Mariela Besuievsky, Amy Gilliam, Gerardo Herrero, Gregoire Melin
Μουσική: Roque Banos
Φωτογραφία: Nicola Pecorini
Μοντάζ: Teresa Font, Lesley Walker
Σκηνικά: Benjamin Fernandez
Κοστούμια: Lena Mossum
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: The Man Who Killed Don Quixote
- Ελληνικός Τίτλος: Ο Άνθρωπος που Σκότωσε τον Δον Κιχώτη
Άμεσοι Σύνδεσμοι
- Δον Κιχώτης (1933)
- Δον Κιχώτης (1957)
- Δον Κιχώτης, ο Άνθρωπος απ’ τη Μάντσα (1972)
- Δον Κιχώτης (1992)
- Δον Κιχώτης Χωρίς Τέλος… (2002)
- Δον Κιχώτης (2007)
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα (χαρακτήρες): Don Quixote του Miguel de Cervantes y Saavedra.
Κύριες Διακρίσεις
- Βραβείο διεύθυνσης παραγωγής και κοστουμιών στα Goya. Υποψήφιο για σκηνικά, κοστούμια και τραγούδι (Tarde Azul de Abril).
Παραλειπόμενα
- Ο Terry Gilliam εργάζονταν για να ζωντανέψει τον Δον Κιχώτη επί 30 έτη, για την ακρίβεια από το 1989 οπότε και διάβασε το κλασικό μυθιστόρημα. Άμεσα υπέγραψε συμβόλαιο με τη Phoenix Pictures για να γίνει η ταινία το 1990. Πρώτος υποψήφιος Δον ήταν ο Sean Connery, κάτι που όμως δυσαρεστούσε τον σκηνοθέτη (είχε πει: “Ο Κιχώτης είναι αέρας και ο Sean είναι γη”), ενώ ο Nigel Hawthorne και ο Danny DeVito ήταν οι πρώτοι υποψήφιοι για τον ρόλο του Σάντσο Πάντσα. Αλλά ο Gilliam ήταν ανικανοποίητος από το χαμηλό μπάτζετ που του δίνονταν, κι ανέβαλε προσωρινά το σχέδιο. Τότε η εταιρία τον αντικατέστησε με τον Fred Schepisi και πρωταγωνιστές τους John Cleese και Robin Williams. Κι αυτό όμως το σχέδιο έπαψε οριστικά το 1997. Εκεί ανέλαβε εκ νέου ο Gilliam, καταλήγοντας σεναριακά πολύ κοντά στην τελική μορφή του 2018. Το 1998 ανακοινώθηκε ως επόμενο σχέδιο του βρετανού δημιουργού. Επιπροσθέτως, κουρασμένος από όσα είχε τραβήξει στο Χόλιγουντ, αποφάσισε η ταινία να είναι ευρωπαϊκή, και μάλιστα μία από τις ακριβότερες παραγωγές που θα είχαν γίνει ποτέ στη γηραιά ήπειρο. Ο Jean Rochefort ήταν τώρα ο Δον Κιχώτης και ο Johnny Depp ο Τόμπι, με τη Vanessa Paradis, τη Miranda Richardson, τον Christopher Eccleston, τη Rossy de Palma και τον Jonathan Pryce να συμπρωταγωνιστούν. Και πάλι χτύπησε η “κατάρα”, με κυριότερη αιτία, μεταξύ πολλών μικρότερων άλλων, ότι το σημείο γυρισμάτων ήταν δίπλα σε βάση του ΝΑΤΟ. Μετά τη νέα ματαίωση, γυρίστηκε το ντοκιμαντέρ Δον Κιχώτης Χωρίς Τέλος, όπου περιελάμβανε και σκηνές που είχαν προλάβει να γυριστούν. Τα επόμενα χρόνια, ο Gilliam δεν εγκατέλειψε ούτε στιγμή, κι ένα σωρό ονόματα παρέλασαν για τον ρόλο. Η λύση ήρθε εντέλει το 2016, όπου την καθοριστική βοήθεια την έδωσε ο πορτογάλος παραγωγός Paulo Branco.
- Ο Branco προκάλεσε προβλήματα στον Gilliam, θέλοντας σχεδόν απόλυτο έλεγχο πάνω στη δημιουργία, με τον σκηνοθέτη να θεωρεί αρχικά ότι έπρεπε να τον ανεχτεί μια και ήταν η τελευταία του ευκαιρία να γυρίσει αυτή την ταινία. Το κακό οξύνθηκε όταν η Amazon απέσυρε τα χρήματα της, μια και δεν τα βρήκε με τον παραγωγό. Αυτό οδήγησε τον Branco σε μείωση του μπάτζετ, και κυρίως περικοπή του μισθού του Michael Palin που θα έπαιζε τον Κιχώτη. Τίποτα πάλι δεν σταμάτησε εκεί, με τον παραγωγό να φτάνει σε τέτοια άκρα απολυταρχισμού που φυσικά ο σκηνοθέτης δεν έκανε πλέον ανεκτά.
- Ο Gilliam κατάφερε να βρει νέους παραγωγούς και να διεξάγει νέο κάστινγκ, με τον Jonathan Pryce να ορίζεται ως ο τελικός Δον Κιχώτης. Έτσι, τον Ιούνιο του 2017 ολοκληρώθηκε μια ταινία που ουσιαστικά είχε ξεκινήσει 17 χρόνια πριν.
- Το 2018 κι ενώ τα Amazon Studios απέσυραν εκ νέου τη στήριξη τους, ο Gilliam υπέστη ελαφρύ εγκεφαλικό επεισόδιο. Είχε προηγηθεί και μακρά δικαστική διαμάχη με τον Branco, που θεωρούσε ότι ήταν συνιδιοκτήτης της ταινίας.
- Ο Paulo Branco προσπάθησε να αποτρέψει την πρεμιέρα στο φεστιβάλ Κανών, αλλά το γαλλικό δικαστήριο τάχτηκε υπέρ του Gilliam.
- Τα πορτογαλικά ΜΜΕ κυκλοφόρησαν ευρέως την είδηση ότι μια ιστορική μονή στο Τομάρ (προστατευόμενη από την UNESCO) είχε υποστεί σοβαρές ζημιές κατά τα γυρίσματα. Όπως όμως αργότερα ξεδιάλυνε η τοπική αστυνομία που προχώρησε σε έρευνες, κάποιες μικρές ζημιές είχαν προκληθεί από το συνεργείο μιας άλλης ταινίας.
- Το φιλμ εισέπραξε μόλις 2,4 εκατομμύρια δολάρια (με μπάτζετ 16 εκ. ευρώ), κάτι που επιστέγασε μία από τις πλέον περιπετειώδεις και καταστροφικές παραγωγές στην ιστορία του σινεμά.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 6/9/2018
Πέραν της εμμονής με την έννοια της φαντασίας, είτε οι ιστορίες του εκτυλίσσονται σε ένα ανάλογο περιβάλλον είτε όχι, και του χαρακτηριστικού σκηνοθετικού του ύφους, γεμάτου πλάγιες γωνίες λήψης και χρήση του ευρυγώνιου φακού, σχεδόν όλες οι δημιουργίες του Terry Gilliam έχουν στο κέντρο τους έναν ή περισσότερους ρομαντικούς που δρουν κόντρα στις συνθήκες που τους περιτριγυρίζουν. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν οι ήρωες των Jonathan Pryce στο “Μπραζίλ” και του εκλιπόντος Robin Williams στο “Βασιλιά της Μοναξιάς”. Από αυτήν την άποψη, μόνο λογικό μπορεί να ακουστεί ότι το πρώην μέλος των Monty Python είχε εδώ και πάνω από είκοσι χρόνια στα σκαριά μια διασκευή του “Δον Κιχώτη”, ίσως το πιο χαρακτηριστικό μυθιστόρημα του νεωτερικού κόσμου γύρω από το θάνατο του ρομαντισμού. Η απόφασή του να μην προχωρήσει σε μια ευθεία διασκευή, αλλά σε μια παραλλαγή του μύθου που λειτουργεί περισσότερο ως φόρος τιμής και ως σχόλιο πάνω στην πηγή έμπνευσης του φιλμ, είναι ομολογουμένως τολμηρή, καθώς από τη μία καθιστά τη δημιουργία του πιο «δική του», από την άλλη αφαιρεί το δίχτυ ασφαλείας μιας πιστής αναπαράστασης του έργου του de Cervantes. Το ρίσκο αυτό αποδίδει άραγε καλλιτεχνικά κέρδη για τον άνθρωπο πίσω από το εγχείρημα; Η απάντηση είναι και ναι και όχι.
Τα καλά νέα είναι πως πρόκειται για μια ταινία που σε ύφος φέρει σίγουρα την υπογραφή του Gilliam. Η πρώτη πράξη προμηνύει κάτι διαφορετικό, πιο πεζό, σύντομα όμως ο οραματιστής κινηματογραφιστής βάζει μπρος, και ειδικά προς το φινάλε, προσφέρει αθρόα οργιαστικές, πλουμιστές εικόνες, χαρακτηριστικές των συμπάντων που έχει δημιουργήσει στο παρελθόν. Και πάλι όμως, κάποιος σκέφτεται τι έχει συλλάβει σε οπτικό επίπεδο, όχι πολύ πίσω στο χρόνο, ο ίδιος νους, όπως για παράδειγμα στο άνισο μεν, εκθαμβωτικό δε “Ο Φανταστικός Κόσμος του Δρ. Παρνάσους”, μπαίνει σε μια διαδικασία σύγκρισης με το νέο του φιλμ που είναι σίγουρα πιο συγκρατημένο και δεν μπορεί παρά να διαπιστώσει ότι, αναπόφευκτα, μιλάμε για ένα σκηνοθέτη που πλέον δε βρίσκεται στο ζενίθ της παραγωγικότητάς του όσον αφορά τις ιδέες. Ακόμη και το σήμα κατατεθέν του δημιουργού αφηγηματικό χάος που επικρατεί από ένα σημείο κι έπειτα δε φαντάζει τόσο ξέφρενο και χειμαρρώδες όπως σε άλλες στιγμές της καριέρας του. Σαν σεναριακή κατασκευή πάντως, πρόκειται για ένα υπερφιλόδοξο σχέδιο, ίσως περισσότερο από τις τωρινές δυνατότητες του: αποτελεί ταυτόχρονα μια καυστική κριτική επάνω στην επιδερμικότητα της βιομηχανίας θεάματος αλλά και της δύναμής της να αφήνει ένα ανεξίτηλο στίγμα στη ζωή των συνηθισμένων ανθρώπων που αγγίζει, ένα μελαγχολικό ρέκβιεμ για το τέλος της ονειροπόλησης στον εικοστό πρώτο αιώνα, μέχρι κι ένα έμμεσο πολιτικό σχόλιο υπάρχει, αντιρωσικής κοπής. Το μείγμα αυτό δεν είναι απολύτως επιτυχημένο, δεν γίνεται πάντως να μην εκτιμήσει κανείς την όρεξη του Gilliam να χωρέσει τόσα καρπούζια κάτω από την ίδια μασχάλη. Αν τελικά αποπεράτωνε αυτό το εγχείρημά του δύο δεκαετίες πριν, σίγουρα θα είχαμε ίσως και μια εκ των σημαντικότερων στιγμών στη φιλμογραφία του.
Η χιουμοριστική πτυχή της πλοκής κρίνεται ως πιο εύστοχη, επιτυχημένη και καλά επεξεργασμένη από τη δραματική: η σουρεαλιστική διάσταση των συμβάντων αποτελεί καλή βάση για μια σειρά από διασκεδαστικά αστεία, όμως όταν τα πράγματα σοβαρεύουν και πρέπει να υπάρξει εστίαση στη βαθιά τραγικότητα του ήρωα του Pryce, το κείμενο κλατάρει ελαφρώς, κάνοντας το φάουλ να εστιάσει περισσότερο στο λιγότερο ενδιαφέροντα πρωταγωνιστή του Adam Driver. Αμφότεροι πάντως δίνουν κάτι παραπάνω από ικανοποιητικές ερμηνείες, ειδικά ο πρώτος που φαίνεται να αντιλαμβάνεται καλύτερα και από το σενάριο τις προεκτάσεις του χαρακτήρα του. Ακόμη πάντως κι αν το αποτέλεσμα κρίνεται λίγο για το άτομο που έχει γυρίσει τίτλους όπως τους “Δώδεκα Πιθήκους”, βλέπεται με αμείωτο ενδιαφέρον από την αρχή μέχρι το τέλος και, ίσως, μερικές φορές έχει περισσότερη σημασία ο καλλιτέχνης να βγάζει το χούι του (στην προκειμένη περίπτωση, να ολοκληρωθεί το συγκεκριμένο πρότζεκτ) παρά να ικανοποιήσει οπωσδήποτε το κοινό του.
Βαθμολογία: