Και ο Θεός να Βάλει το Χέρι του
- Sole a Catinelle
- The Sun is Raining Cats and Dogs
- 2013
- Ιταλία
- Ιταλικά
- Κωμωδία, Σάτιρα, Ταινία Δρόμου
- 10 Αυγούστου 2017
O Κέκο είναι παντρεμένος και έχει έναν υπέροχο γιο. Εργάζεται ως καμαριέρης σε ξενοδοχείο, όταν αποφασίζει να παραιτηθεί και να ασχοληθεί με την πώληση μιας συγκεκριμένης μάρκας ηλεκτρικής σκούπας. Η οικονομική κρίση ξεσπά και η γυναίκα του απολύεται από τη δουλεία της, ενώ οι πωλήσεις της σκούπας δεν πάνε καθόλου καλά. Ο Κέκο όμως έχει υποσχεθεί στον γιο του ότι αν πάρει σε όλα τα μαθήματα «άριστα» θα του κάνει δώρο τις διακοπές των ονείρων του. Ο μικρός τα καταφέρνει περίφημα, και τώρα ο Κέκο πρέπει να τηρήσει την υπόσχεση του χωρίς δεκάρα στην τσέπη.
Σκηνοθεσία:
Gennaro Nunziante
Κύριοι Ρόλοι:
Checco Zalone … Checco Zalone
Robert Dancs … Nicolo Zalone
Miriam Dalmazio … Daniela
Aurore Erguy … Zoe Marin
Ruben Aprea … Lorenzo Marin
Valeria Cavalli … Juliette Marin
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Gennaro Nunziante, Checco Zalone
Παραγωγή: Pietro Valsecchi
Μουσική: Checco Zalone
Φωτογραφία: Agostino Castiglioni
Μοντάζ: Pietro Morana
Σκηνικά: Francesco Frigeri
Κοστούμια: Marina Roberti
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Sole a Catinelle
- Ελληνικός Τίτλος: Και ο Θεός να Βάλει το Χέρι του
- Διεθνής Τίτλος: The Sun is Raining Cats and Dogs
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για βραβείο νεότητας στα David di Donatello.
Παραλειπόμενα
- Το 2018 κυκλοφόρησε το ισπανικό ριμέικ, με τίτλο El Mejor Verano de Mi Vida.
- Με έσοδα 52,2 εκατομμύρια ευρώ, το φιλμ είχε γίνει το εμπορικότερο όλων των εποχών στην Ιταλία. Χρειάστηκε μια άλλη ταινία του Zalone, το Πού Πάω, Θεέ μου; (2016), για να ξεπεραστεί η εγχώρια επιτυχία του.
Κριτικός: Νίκος Ρέντζος
Έκδοση Κειμένου: 7/8/2017
Τι ζητά κανείς από το καλοκαίρι του; Παγωμένα ποτά, δροσιά, θάλασσα και φυσικά μια καλή Γαλλική κωμωδία! Ή μήπως μια Ιταλική κωμωδία, με πρωταγωνιστή τον αγαπημένο Κέκο Τζαλόνε; Ό,τι από τα δύο κι αν προτιμάτε, μην ανησυχείτε. Απ’ όλα έχει ο μπαξές αλλά μαντέψτε. Γαλλικές κωμωδίες έχουμε, όμως καμία από αυτές που οι εταιρείες διανομής αποφασίζουν να φέρουν στη χώρα μας κάθε καλοκαίρι δεν είναι αξιόλογη. Απ’ την άλλη, η περυσινή επιτυχία του Που Πάω, Θεέ Μου; είχε ως αποτέλεσμα τη διανομή στη χώρα μας παλιότερων ταινιών του γνωστού στην Ιταλία, Κέκο Τζαλόνε. Αρχικά πήγαμε πίσω στο 2011 και στο Τι Όμορφη Μέρα Θεέ μου! και συνεχίζουμε με την ταινία του 2013, Και ο Θεός να Βάλει το Χέρι του! Σε όλους τους τίτλους όπως βλέπετε αναφέρεται ο Ύψιστος, για να συνειδητοποιήσει το κοινό ότι κάτι κοινό συνδέει τα φιλμ με το Που Πάω, Θεέ Μου; την πρώτη μεγάλη επιτυχία του Τζαλόνε, στη χώρα μας. Τώρα αν πρέπει να διαλέξω ανάμεσα στις Γαλλικές κωμωδίες και στις Ιταλικές, είτε με το Τζαλόνε μέσα είτε όχι (όπως το Τα Παράπονα Στο Δήμαρχο), τότε θα προτιμούσα τις δεύτερες, έστω κι αν δεν είναι όλες δείγματα καλού κινηματογράφου. Είναι τουλάχιστον πιο κοντά στο δικό μας χιούμορ.
Στο Και ο Θεός να Βάλει το Χέρι Του παρακολουθούμε την πορεία του Κέκο από υπάλληλο καθαρισμού σε ξενοδοχείο σε επιτυχημένο πωλητή ηλεκτρικής σκούπας. Ο Κέκο βγάζει λεφτά και σπαταλά ασύστολα. Όλα αυτά όμως πριν η κρίση χτυπήσει την Ιταλία. Από εκεί και πέρα αρχίζει η πτώση. Οι τράπεζες τον κυνηγάνε, η γυναίκα του τον διώχνει, το πολυτελές αυτοκίνητό του αντικαθίσταται από ένα μεταχειρισμένο και το μόνο που μένει στον Κέκο είναι η καλή σχέση με το γιο του. Έτσι υπόσχεται στο μικρό πως αν καταφέρει να τελειώσει την τάξη του με Άριστα σε όλα τα μαθήματα, θα τον πάει τις διακοπές των ονείρων του. Ο μικρός τα καταφέρνει και τώρα ο Κέκο πρέπει να βρει τρόπο να δώσει στο παιδί αυτό που του υποσχέθηκε, προσπαθώντας όμως να το συνδυάσει με δουλειά και με την ύστατη προσπάθεια στην πώληση ηλεκτρικής σκούπας.
Στη σκηνοθεσία βρίσκουμε τον Τζενάρο Νουνσιάντε, όπως και στα άλλα δύο φιλμ του Τζαλόνε που αναφέραμε. Υπάρχει καλή χημεία ανάμεσα στους δυο τους και καταφέρνουν να βγάλουν γέλιο αρκετές στιγμές, εδώ όχι τόσο εύκολα όπως με το Που Πάω, Θεέ μου; Υπάρχουν στιγμές σεξιστικών και ρατσιστικών αστείων που θυμίζουν λίγο τις ανάλογες κωμωδίες του δικού μας κινηματογράφου, πίσω στη δεκαετία του 1980, αλλά το πρόβλημα δεν είναι τόσο αυτό, όσο το ότι δεν υπάρχουν μία δύο πραγματικά πολύ αστείες σκηνές που θα πάνε το φιλμ λίγο παραπάνω.
Παρ’ ολ’ αυτά υπάρχει ανάλαφρη διάθεση, υπάρχει πάντα η ταύτιση με τους γείτονες και τα προβλήματα που έφερε η οικονομική κρίση και γενικότερα το φιλμ καταφέρνει να σε κάνει να χαμογελάς ανά διαστήματα, άλλοτε με τη φυσιογνωμία και το ταπεραμέντο του Τζαλόνε, άλλοτε γιατί απλώς βλέπεις τη δική σου πραγματικότητα πάνω στο κινηματογραφικό πανί. Δεν είναι τόσο γρήγορο και ατακαδόρικο όσο ήταν το Που Πάω, Θεέ Μου; αλλά δεν είναι και η χειρότερη επιλογή για θερινό σινεμά.
Βαθμολογία:
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 10/8/2017
Ακόμη μία λοιπόν επίσκεψη από κάποια χρόνια πριν για τις ελληνικές αίθουσες μιας κωμωδίας του συγγραφικού διδύμου Gennaro Nunziante και Checco Zalone με τον πρώτο να σκηνοθετεί και το δεύτερο να πρωταγωνιστεί, με τη διανομή να είχε γλυκαθεί από την απήχηση του “Quo Vado?”, ενός φιλμ με τουλάχιστον ύποπτη σημειολογία για τους καιρούς που επικρατούν στο σύγχρονο ευρωπαϊκό οικοδόμημα (οι «καλές» μεταρρυθμιστικές κι εκσυγχρονιστικές κρατικές δυνάμεις εναντίον των «κακών» άξεστων και μαθημένων στην αναξιοκρατία και το ρουσφέτι πολιτών, χωρίς να σημαίνει αυτή η επισήμανση ως αρνητικό γεγονός ότι οι τοπικές κοινότητες σε οποιαδήποτε χώρα είναι όλες αγγελικά πλασμένες) κι έναν άκρως χοντροκομμένο τρόπο σάτιρας της πολιτικής ορθότητας, ένας συνδυασμός που ωστόσο λειτούργησε στα καθ’ ημάς εκτός και της χώρας προέλευσής του. Αυτό οδήγησε και στην καθυστερημένη κυκλοφορία εντός του φετινού καλοκαιριού και του επίσης μέτριου και γεμάτου στερεότυπα “Che Bella Giornata” και τώρα η σειρά της διανομής ήρθε για αυτήν την εξίσου προβληματική φάρσα.
Όπως συνηθίζεται στις δουλειές του συγκεκριμένου δημιουργικού διδύμου, η πλοκή ξεκινάει με ένα απλό κόνσεπτ για να γιγαντωθεί ως μια σάτιρα εναντίον ενός ευρύτερου στόχου, που εδώ είναι η υποκρισία των μεγαλοαστικών στρωμάτων και η διαφθορά στα ανώτατα οικονομικά κλιμάκια, μαζί με τη νοοτροπία του μέσου… «Ιταλαρά» (κατά το «Ελληναράς») που αποτελεί γενικότερα το αγαπημένο θέμα στο οποίο επανέρχονται με τις ταινίες τους οι Nunziante και Zalone. Είναι αλήθειες πως κάποιες από τις καταστάσεις οι οποίες προκύπτουν είναι τόσο διασκεδαστικές μέσα στην καρικατουρίστικη απόδοσή τους αλλά κι ενίοτε εύστοχες, έστω και με κραυγαλέο τρόπο, στις καυστικές τους προθέσεις ώστε το γέλιο να επιτυγχάνεται εδώ περισσότερο από ότι σε άλλες συνεργασίες των δύο συντελεστών, κάτι στο οποίο συμβάλλει και ο φρενήρης ρυθμός με τον οποίο εκτοξεύονται τα αστεία, χαρακτηριστικό άλλωστε των δύο συνεργατών. Τα γραμμένα με ψευδώνυμο τραγούδια με διάθεση παρωδίας του πρωταγωνιστή και συν-σεναριογράφου, σήμα κατατεθέν σε όλες του τις ταινίες, ομολογουμένως εδώ είναι λιγότερο αστεία από το σύνηθες, αυτό όμως αναπληρώνεται από άλλες επιτυχημένες χιουμοριστικές στιγμές, ενώ η καλοκαιρινή φωτογραφία του Agostino Castiglioni καθιστά το τελικό αποτέλεσμα πιο ευχάριστο κι όμορφο στο μάτι.
Κάπου εδώ δυστυχώς τελειώνουν και τα θετικά του “Sole a Catinelle”, το οποίο σύντομα βυθίζεται στο ίδιο ποιοτικό επίπεδο με τους υπόλοιπους τίτλους στη φιλμογραφία του δημοφιλούς στη χώρα του ιταλού κωμικού. Η ιστορία είναι ένα πραγματικό χάος, με υποπλοκές που ξεχνιούνται για να επανέλθουν λίγο αργότερα, καταστάσεις που δεν προκύπτουν φυσικά η μία ύστερα από την άλλη αλλά δίνουν την εντύπωση πως έχουν συνδεθεί με το ζόρι και χωρίς επίκεντρο στην πλοκή γύρω από το οποίο να περιστρέφονται οι εξελίξεις. Υπάρχουν στιγμές που το δήθεν ξέφρενο και μη πολιτικώς ορθό χιούμορ που επικαλείται το φιλμ αγγίζει τα όρια της αναισθησίας, όπως για παράδειγμα τα αστεία που γίνονται εις βάρος του χαρακτήρα ενός παιδιού με ψυχολογικά προβλήματα. Αυτό όμως που κατατάσσει τελικά το πόνημα αυτό στις κατηγορίες του αναλώσιμου και του φθηνιάρικου είναι το κλίμα που επικρατεί, αυτό μιας φάρσας που θα σπάσει πλάκα ισοπεδωτικά με όλους και με όλα, από τους ελευθεροτέκτονες ως τους κομμουνιστές, με έναν αφασικό μηδενισμό που προσπαθεί να περάσει ως άποψη.
Η ισοπέδωση των παντών όταν γίνεται σωστά από το είδος της κωμωδίας όπως έκαναν για παράδειγμα στις μεγάλες τους στιγμές οι Monty Python οδηγεί σε άκρως διασκεδαστικά αποτελέσματα, μόνο που αυτό θέλει και τον κατάλληλο χειρισμό, που στη συγκεκριμένη περίπτωση, που αφορά ένα σενάριο τόσο πατσαβούρικα και αποσπασματικά γραμμένο που αποφασίζει ουσιαστικά να τελειώσει με ένα… outtake, δεν είναι παρών.
Βαθμολογία: