Ο Ντέιβιντ Λοκ είναι ένας πολιτικός ρεπόρτερ της τηλεόρασης που φτάνει σε μια χώρα της βόρειας Aφρικής για να πάρει συνέντευξη από τους αντάρτες. Bαριεστημένος, σε μια προσπάθεια να αλλάξει ζωή και προσωπικότητα, ανταλλάσσει ταυτότητα μ’ έναν νεκρό. Παρέα με μια νεαρή κοπέλα που γνωρίζει στο ταξίδι του, θ’ αρχίσει να ερευνά τη ζωή της νέας του προσωπικότητας, για να ανακαλύψει πως ο νεκρός ήταν ανακατεμένος με λαθρεμπόριο όπλων και πως τώρα κινδυνεύει η ίδια η ζωή του.

Σκηνοθεσία:

Michelangelo Antonioni

Κύριοι Ρόλοι:

Jack Nicholson … David Locke

Maria Schneider … η κοπέλα

Steven Berkoff … Stephen

Ian Hendry … Martin Knight

Jenny Runacre … Rachel Locke

Ambroise Bia … Achebe

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Mark Peploe, Michelangelo Antonioni, Enrico Sannia

Στόρι: Mark Peploe

Παραγωγή: Carlo Ponti

Φωτογραφία: Luciano Tovoli

Μοντάζ: Michelangelo Antonioni, Franco Arcalli

Σκηνικά: Piero Poletto

Κοστούμια: Louise Stjernsward

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Professione: Reporter
  • Ελληνικός Τίτλος: Επάγγελμα: Ρεπόρτερ
  • Διεθνής Τίτλος: The Passenger
  • Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Επάγγελμα Ρεπόρτερ

Κύριες Διακρίσεις

  • Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών.

Παραλειπόμενα

  • Ο Michelangelo Antonioni κλείνει εδώ την αγγλόφωνη πορεία του, που αφορούσε τη συμφωνία τριών ταινιών με τον Carlo Ponti και τη Metro-Goldwyn-Mayer. Οι άλλες δύο ήταν το Μπλόου-Απ και το Ζαμπρίσκι Πόιντ.
  • Υπήρξε ένα χάσμα 6 ετών ανάμεσα στην προηγούμενη ταινία του Antonioni και αυτήν, μια και αναζητούνταν οι απαραίτητοι οικονομικοί πόροι. Επί αυτού ο Bernardo Bertolucci είχε δηλώσει πως δημιουργοί σαν αυτόν δεν έπρεπε να μένουν “άνεργοι” επί 6 χρόνια.
  • Η Αλγερία αντικατέστησε το Τσαντ, ενώ γυρίσματα έγιναν και σε Λονδίνο, Μόναχο, Βαρκελώνη και περιοχές στη νοτιοδυτική Ισπανία.
  • Αρχικά, ο ιταλός δημιουργός ήθελε τον Donald Sutherland για τον κεντρικό ρόλο.
  • Η Maria Schneider είχε δηλώσει άρνηση για τη συμμετοχή της, και εντέλει δέχτηκε τον ρόλο ενόσω η παραγωγή είχε ήδη ξεκινήσει για τα καλά τις εργασίες της.
  • Το περίφημο 7λεπτο μονόπλανο γυρίστηκε στην Αλμερία, και παρότι αναφέρεται ως το “τελευταίο γύρισμα”, ήταν στην πραγματικότητα το προτελευταίο της ταινίας.
  • Μετά από κάποια χρόνια, ο Nicholson βρέθηκε σε αντιδικία με τη Metro-Goldwyn-Mayer, απαιτώντας αποζημίωση για μια παραγωγή που δεν έγινε ποτέ. Το στούντιο αντί να του προσφέρει χρήματα, του πέρασε όλα τα δικαιώματα αυτής της ταινίας. Γι’ αυτό και δεν βρίσκεται πλέον στον κατάλογο της Warner Bros., αλλά σε αυτόν της Sony Pictures Classics, με την οποία ήρθε σε συμφωνία ο ηθοποιός.
  • Ο Michelangelo Antonioni είχε μείνει ανικανοποίητος με όλες τις δουλειές που είχε κάνει. Για τη συγκεκριμένη είχε δηλώσει απέχθεια για την επιβολή της MGM πάνω σε αυτήν, αλλά ότι η τελική της μορφή ήταν ό,τι πιο ικανοποιητικό είχε κάνει για τα υψηλά του στάνταρ. Παρόλα αυτά, σε κάποιο σημείο προσπάθησε να βγάλει το όνομα του από τους τίτλους. Στην πραγματικότητα, ο Antonioni είχε παραδώσει μια ταινία 4ων ωρών, που αναγκάστηκε από το στούντιο να περικόψει στη μισή της διάρκεια.
  • Στην εκδοχή του 2005 προστέθηκαν 7 λεπτά.

Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης

Έκδοση Κειμένου: 10/8/2023

Σε όλη τη φιλμογραφία του ο Antonioni στοχαζόταν και μελετούσε τον «άνθρωπο», με βλέμμα άγρυπνο και διορατικό -τον άνθρωπο αντιμέτωπο με τον έξω κόσμο, αλλά κυρίως με τον εσωτερικό του κόσμο. Με τρόπο μοναδικό, ο ιταλός auteur εξέφραζε το άρρητο: τα συναισθήματα και τις σκέψεις του ατόμου στην πορεία του προς την ευτυχία, τη δυστυχία, τον θάνατο. Δεν έκανε κινηματογράφο αφηρημένης τέχνης, αλλά ένα αμιγώς ανθρωποκεντρικό σινεμά μετατρέποντας με μαγικό τρόπο το αφηρημένο σε συγκεκριμένο, το στιγμιαίο σε διαχρονικό, το ατομικό σε συλλογικό, το χωρικό σε οικουμενικό.

Η μινιμαλιστική μοντερνιστική αισθητική του Antonioni παγιώθηκε με την «Τριλογία της Αλλοτρίωσης»: «Η Περιπέτεια» (1960), «Η Νύχτα» (1961) και «Η Έκλειψη» (1962). Το 1964 γύρισε την πρώτη του έγχρωμη ταινία, «Η Κόκκινη Έρημος», και στη συνέχεια έφυγε από την Ιταλία επιλέγοντας να ριζοσπαστικοποιήσει την προσέγγισή του ως καλλιτέχνη και ταξιδιώτη. Ξεκίνησε εξερευνήσεις, τόσο γεωγραφικές όσο και εγκεφαλικές, αλλά και τεχνικές καινοτομίες που συνοδεύονταν από έναν ολοένα και πιο απαισιόδοξο τόνο. Ο κριτικός και εμπορικός θρίαμβος του «Μπλόου-Απ» (1966) σχολίαζε την ψυχεδελική ποπ κουλτούρα του Λονδίνου της δεκαετίας του 1960. Με το “Ζαμπρίσκι Πόιντ” (1970) προσπάθησε -αμήχανα- να έρθει σε επαφή με τη διαμαρτυρόμενη αμερικανική νεολαία, να νοιώσει την απεραντοσύνη της «Κοιλάδας του Θανάτου» και να διατυπώσει την άποψη του για τις Ηνωμένες Πολιτείες, την καταναλωτική κοινωνία τους, αλλά και ίδιο τον κινηματογράφο. Ακολούθησε το τετράωρο ντοκιμαντέρ «Κίνα» (1972), μια μελέτη για τον μετασχηματισμό της κινεζικής κοινωνίας στην εποχή του Μάο Τσε Τουνγκ, και αυτό το οικουμενικό παζλ έκλεισε με το «Επάγγελμα: Ρεπόρτερ», που διαδραματίζεται στην υποσαχάρια Αφρική και την Ισπανία.

Είναι η ιστορία ενός ανθρώπου (Jack Nicholson) που πηγαίνει στην Αφρική για να γυρίσει ένα ντοκιμαντέρ. Βρίσκεται αντιμέτωπος με την ευκαιρία να αποκτήσει την προσωπικότητα ενός άλλου, και για προσωπικούς λόγους που του έχουν προκαλέσει βαθιά απογοήτευση, μπαίνει σε αυτή την περιπέτεια με τον ενθουσιασμό κάποιου που πιστεύει ότι πρόκειται να συναντήσει μια απρόσμενη ελευθερία. Άλλωστε κάθε άνθρωπος έχει ευχηθεί, τουλάχιστον μία φορά, να αλλάξει την ταυτότητά του. Ο πρωταγωνιστής ξέρει ότι αυτός ο «άλλος» είναι επιχειρηματίας, αλλά δεν γνωρίζει τους κινδύνους που εγκυμονεί το είδος της επιχείρησης του.

Ακολουθώντας φαινομενικά τους τυπικούς κανόνες της αστυνομικής περιπέτειας, το σενάριο του Mark Peploe υφαίνει μια ρέουσα αλλά αδιαφανή και εσκεμμένα ελλειπτική πλοκή, καθώς αφήνει μόνο τα πιο σημαντικά στοιχεία της αφήγησης και των διαλόγων. Η σκηνοθεσία του Antonioni αντιστρέφει με μαεστρία το σασπένς και το μετατρέπει σε αργό διαλογισμό για την αναζήτηση και την απώλεια του εαυτού, το τέλος των πολιτικών ιδεωδών, το κλίμα βίας γύρω από το εμπόριο όπλων και τους μετααποικιακούς πολέμους. Το σχέδιο ανταλλαγής ταυτότητας του ρεπόρτερ, που καταδιώκεται τόσο από δολοφόνους όσο και από την περιέργεια της γυναίκας του, είναι καταδικασμένο, αλλά καταφέρνει, έστω και για λίγο, κλέβοντας τη ζωή ενός άλλου να γευτεί την αληθινή ελευθερία και να φύγει από τη φυλακή του εαυτού του, ξεκινώντας πάλι από το μηδέν. Όμως δεν είναι ο θάνατος που κυνηγά τον κεντρικό χαρακτήρα, αλλά ο ίδιος ο παράξενος «ταξιδιώτης», που με το πέρασμα του χρόνου αποδομείται σωματικά και ψυχικά οδεύοντας εξουθενωμένος προς έναν λυτρωτικό θάνατο, πραγματικό και συμβολικό. Τελικά η ζωή αποδεικνύεται μια ατελής προσπάθεια, ο θάνατος είναι η μόνη δυνατή διαφυγή από την ταυτότητα των ζωντανών.

Όπως και σε προηγούμενες ταινίες του, ο ιταλός auteur χρησιμοποιεί με εκπληκτικό τρόπο το τοπίο. Αναπτύσσει μια διαλεκτική σχέση ανάμεσα στον ψυχισμό των προσώπων, τη συναισθηματική τους ένδεια και το περιβάλλον, με τις εικόνες του κινηματογραφιστή Luciano Tovoli να δημιουργούν μια πρωτόγνωρη κινηματογραφική εμπειρία. Όσο για τον Jack Nicholson, που αποκάλεσε τη συνεργασία του µε τον Antonioni τη «μεγαλύτερη περιπέτεια της ζωής του», παραδίδει μια συνταρακτικά εσωτερική ερμηνεία.

O «Ρεπόρτερ» είναι το πιο υποκειμενικό, το πιο υπαρξιακό έργο του Antonioni. O ήρωας «αιμορραγεί» συνεχώς, αισθανόμαστε τον θάνατο να πλησιάζει, μέχρι το εμβληματικό πλάνο-σεκάνς όπου η κάμερα βγαίνει μέσα από τα κάγκελα του παραθύρου ενός επαρχιακού ξενοδοχείου και με μια μακρόσυρτη αιθέρια κίνηση διαγράφει γωνία 360 μοιρών, μέχρι να επιστρέψει στο ίδιο παράθυρο, να κοιτάξει μέσα από τα ίδια κάγκελα για να ξανασυναντήσει τον Nicholson, αυτή τη φορά νεκρό. Στην εξουθενωτική διάρκεια των επτά λεπτών του πλάνου, ο Antonioni υποβάλλει τον θεατή σε μια εντατική ενατένιση του μυστηρίου της ζωής και του θανάτου, σε αναστοχασμό για το αξεπέραστο όριο της ύπαρξης και σε προσμέτρημα της αιωνιότητας που συνεχίζεται και μετά από μας. Ταινία ανοιχτή σε πολλές ερμηνείες γύρω από την ύπαρξή  και τις ανθρώπινες σχέσεις, αυτός ο αριστουργηματικός «Ρεπόρτερ» αφήνει μια επίγευση ομορφιάς αλλά και θλίψης.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

24 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *